Με αφορμή την 25η Μαρτίου, εθιμοτυπικά μέρα συμπλήρωσης των 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, μέρα με ιδιαίτερη βαρύτητα εθνική και ιστορική, άνοιξε μετά από 8 χρόνια εργασιών η Εθνική Πινακοθήκη, ώστε να ξεναγηθούν οι επίσημοι προσκεκλημένοι του κράτους, οι επίγονοι των Μεγάλων Δυνάμεων του 19ου αιώνα (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας), που ενεπλάκησαν στον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα. Μετά τα λαμπρά εγκαίνια η Πινακοθήκη σιώπησε ξανά, καθώς δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί πλήρως οι εργασίες ανακαίνισης, ούτε είναι ακόμα ξεκάθαρο το πότε θα είναι έτοιμη να υποδεχθεί τους Αθηναίους ή τους επισκέπτες της Αθήνας, και γενικά τους μη προνομιούχος και μη γαλαζοαίματους.
Ωστόσο, αυτό που κατάφεραν να δουν οι απλοί πολίτες τις τελευταίες μέρες ήταν η όψη του κτηρίου, καθώς και η ταμπέλα στο ανώτερο σημείο του τοίχου: «Πτέρυγα – Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος», για να συνεχίσει πιο κάτω με μικρότερα γράμματα «Εθνική Πινακοθήκη». Κι επειδή η συγκεκριμένη εικόνα ίσως να προκαλεί σύγχυση στους περαστικούς, καλό είναι κάπου εδώ να αποκαταστήσουμε την αλήθεια: το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος χορήγησε 13 εκατ. ευρώ στην «Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου» για την ανακαίνιση και επέκταση των εγκαταστάσεών της, ενώ τα υπόλοιπα 47 εκατ. ευρώ, δηλαδή το 78% της χρηματοδότησης, προήλθε από ΕΣΠΑ, από το Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αττικής και εθνικούς πόρους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Αν και μικρό το ποσοστό συμμετοχής του, στα προαπαιτούμενα του ευεργέτη ήταν η αναγραφή του ονόματός του σ’ αυτό το μέγεθος και σε εκείνο το σημείο, με αποτέλεσμα οπτικά να υπερισχύει απ’ αυτό της Εθνικής Πινακοθήκης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε ραδιοφωνική της συνέντευξη η διευθύντρια της Πινακοθήκης, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, «Ήταν όρος για την αποδοχή της δωρεάς των 13 εκατομμυρίων. Ήρθε συγκεκριμένα, με συγκεκριμένες διαστάσεις. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, γιατί τα χρήματα τα είχαμε ανάγκη. Εάν δεν τα είχαμε αυτά τα 13 εκατ., το κτήριο δεν θα ξεκινούσε. Τιμούμε τους δωρητές μας, τιμούμε τους ευεργέτες μας».
Αυτό που δεν εξηγεί η κυρία Λαμπράκη-Πλάκα καθαρά και ξάστερα είναι τους όρους της σύμβασης, τη νομοθεσία που διέπει τις χορηγίες και το πλαίσιο που ισχύει για τη μελέτη, την έγκριση και την εκτέλεση των εργασιών κάθε φορά (ποσό χορηγίας, παραδοτέα, χρονοδιάγραμμα), και τελικά την ευθύνη του κράτους απέναντι σε μια Εθνική Πινακοθήκη και σε καθετί εθνικό. Άλλωστε, σύμφωνα με τους νόμους του κράτους περί πολιτιστικής χορηγίας, αυτό που ισχύει -ή θα έπρεπε να ισχύει- είναι ότι το ελληνικό δημόσιο έχει την κυριότητα και τη νομή, δηλαδή τη διοίκηση και τη διαχείριση των μνημείων, ενώ ο χορηγός δεν έχει καμία δυνατότητα επέμβασης ούτε στη μορφή ούτε στο περιεχόμενο της χορηγίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η αρχική μελέτη δεν εφαρμόστηκε αλλά παραποιήθηκε όσον αφορά στις όψεις του κτηρίου, όπως καταγγέλλουν ήδη από το 2019 οι αρχιτέκτονες που την εκπόνησαν.
Είναι καταφανές ότι στο όνομα του χρήματος, της προβολής και της επικοινωνιακής πολιτικής, κάθε νομιμότητα και ηθική καταστρατηγούνται. Οι διαδικασίες θολώνουν και απλοποιούνται χάριν συντομίας και δημιουργίας εντυπώσεων, όπως αποδεικνύει και το πρόσφατο παράδειγμα των επεμβάσεων στο βράχο της Ακρόπολης. Εκεί, ένα άλλο ευαγές ίδρυμα πρόθυμο να μας ξανασυστήσει τα μνημεία μας και συγκεκριμένα την Ακρόπολη, διαθέτει χρήματα κατ’ αρχήν για την προσβασιμότητα και τον φωτισμό του πρώτου μνημείου της χώρας. Κρυμμένο πίσω από το κύρος της Επιτροπής Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως (ΕΣΜΑ) και του επικεφαλής αρχαιολόγου και αρχιτέκτονα Μανόλη Κορρέ, το Ίδρυμα Ωνάση προχωρά σε εκτενείς παρεμβάσεις στο μνημείο μέσα από αδιαφανείς διαδικασίες, δηλώνοντας απερίφραστα πως «Σε όλες τις δράσεις μας, στους τομείς του Πολιτισμού, της Παιδείας και της Υγείας ενεργούμε ως εταίροι, κι όχι ως απλοί χρηματοδότες. Το Ίδρυμα Ωνάση δεν είναι ένας απλός “ιδιώτης” που κάνει χορηγίες, αλλά συμπράττει ισότιμα σε όλη τη διαδικασία του σχεδιασμού και της υλοποίησης όποιας δράσης αναλαμβάνει».
Η έννοια της χορηγίας και της ευεργεσίας παρουσιάζεται πλέον ως συνδιαχείριση του εθνικού πλούτου και ως το υπέρτατο αγαθό της σύγχρονης κοινωνίας. Εξωραΐζεται προκειμένου να τονιστεί η αναγκαιότητά της (χωρίς αυτήν δεν έχουμε πολιτισμό και μνημεία, δεν έχουμε ΜΕΘ και ασθενοφόρα, δεν έχουμε στον ήλιο μοίρα κ.ο.κ.), προκειμένου για άλλη μια φορά το κράτος να αποποιηθεί τις υποχρεώσεις του και τις ευθύνες του απέναντι στους πολίτες, οι πλούσιοι να βρουν πρόθυμους χειροκροτητές και η πολιτιστική κληρονομιά να ξεπουληθεί από τους «άριστους» της κυβέρνησης Μητσοτάκη εν προκειμένω – μαζί με τις συνειδήσεις των ανθρώπων.