Η μεγάλη όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις ευρωατλαντικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, επιταχύνει ένα ντόμινο ανακατατάξεων και διεργασιών με επίκεντρο τον τομέα της Ενέργειας, με ευρύτερες προεκτάσεις. Κάθε πλευρά επιχειρεί να διασφαλίσει οφέλη, ενώ οι λαοί υποφέρουν από τις τεράστιες αυξήσεις στις τιμές Ενέργειας και τη συνολικότερη ακρίβεια.
Η πρόσφατη απόφαση της ΕΕ να προχωρήσει έως το τέλος του 2022 σε επιβολή σταδιακού εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο ρίχνει επιπλέον «λάδι στη φωτιά» των υψηλών τιμών Ενέργειας. Όλο και περισσότερα αστικά επιτελεία επισημαίνουν πως αυτές οι αυξήσεις δεν θα είναι πρόσκαιρες.
Σε ένα τέτοιο φόντο, καθώς οι εξελίξεις επιταχύνουν ανακατατάξεις και διεργασίες, η κυβέρνηση Μπάιντεν δείχνει διατεθειμένη να προβεί σε διαπραγματευτικούς ελιγμούς, κάνοντας πχ τα «στραβά μάτια» στη χαλάρωση αμερικανικών κυρώσεων απέναντι σε χώρες, όπως η Βενεζουέλα και το Ιράν, μολονότι στην περίπτωση του δεύτερου εξακολουθούν να μην οδηγούν σε συμφωνία οι διαπραγματεύσεις για μία νέα συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Αντίστοιχα, αναλυτής της εταιρείας «Vitol Group», μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες εμπορικής διαπραγμάτευσης ορυκτών καυσίμων, αποκάλυψε πως οι ΗΠΑ σκέφτονται να προβούν στη χαλάρωση των κυρώσεων έναντι του Ιράν, ακόμα και χωρίς την επίτευξη συμφωνίας για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Σε αυτό το ρευστό γεωπολιτικό «παζλ» προστίθεται και το ταξίδι Μπάιντεν σε Ισραήλ – Παλαιστίνη, Σαουδική Αραβία, από τις 13 ως τις 16 Ιούλη.
Αφήνοντας στην άκρη τις «αποστάσεις» της Ουάσιγκτον από το Ριάντ μετά τη δολοφονία Κασόγκι στην Κωνσταντινούπολη το 2019, η επικείμενη επίσκεψη του Αμερικανού Προέδρου στη Σαουδική Αραβία στοχεύει στην εξασφάλιση μεγαλύτερης ποσότητας σαουδαραβικού πετρελαίου στις δυτικές αγορές, πέρα από τη συμβολική αύξηση των 648.000 βαρελιών πετρελαίου τη μέρα, που αποφάσισε ο ΟΠΕΚ+ για τον Ιούλη και τον Αύγουστο.
Η σχέση των ΗΠΑ με τη Σαουδική Αραβία ποτέ δεν ήταν απλή. Η ιστορία της σχέσης τους είναι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία της εκμετάλλευσης του πετρελαίου αλλά και της γεωπολιτικής του πετρελαίου. Η ίδια η ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, μιας χώρας με αντιδραστικό εσωτερικό καθεστώς, είχε διαχρονικά την υποστήριξη των ΗΠΑ, αλλά συνάμα και τη δυνατότητα να έχει διαφορετική πολιτική σε θέματα, από τις σχέσεις με τη Συρία και την Αίγυπτο παλαιότερα, τη στάση απέναντι στο Ισραήλ, έως την ανάπτυξη συνολικά των σχέσεων με Ρωσία και Κίνα.
Βασικός πυλώνας των σχέσεων των δύο πλευρών το πετρέλαιο. Η Σαουδική Αραβία παραμένει η χώρα που έχει τη δυνατότητα να αυξήσει την παραγωγή της όποτε χρειάζεται, ώστε να συμβάλει στη συγκράτηση των τιμών του πετρελαίου. Βεβαίως, όπως έχει δείξει, μπορεί να κάνει και το αντίθετο, δηλαδή να οδηγήσει τις τιμές σε εκτίναξη εάν «κλείσει τις στρόφιγγες».
Όμως, το πετρέλαιο δεν ήταν το μόνο πεδίο. Η Σαουδική Αραβία ήταν πάντα πολύ σημαντική για τις ΗΠΑ, ιδίως μετά την απώλεια του Ιράν και αν συνυπολογίσουμε τις διευκολύνσεις που συνεπάγεται σε θέματα στρατιωτικών βάσεων. Η συγκυρία όμως της εκτίναξης της τιμής του πετρελαίου μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία έκανε τη Σαουδική Αραβία να αποκτά ξανά μια σημαντική στρατηγική σημασία για τις ΗΠΑ, στην προσπάθειά τους να συνδυάσουν τις κυρώσεις στη Ρωσία με την αύξηση της παραγωγής από τη Σαουδική Αραβία, ώστε να μην εκτιναχθούν περαιτέρω οι τιμές των καυσίμων.
Επιπλέον, οι ΗΠΑ θέλουν να εξασφαλίσουν ότι οι διάφορες συμμαχικές, με την ευρεία έννοια, χώρες αποδέχονται την ανάγκη για μια πιο σκληρή προσέγγιση και απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσία, ιδίως από τη στιγμή που Ριάντ και Μόσχα διατηρούν καλή συνεργασία ιδίως στα ζητήματα του OPEC+.
Θα ήθελαν επίσης να εξασφαλίσουν ότι ενεργοποιείται πάλι μια δυναμική εξομάλυνσης στην περιοχή, ιδιαίτερα σε σχέση με το Ισραήλ, στο βαθμό που προσπαθούν να περιορίσουν τα ανοιχτά μέτωπα και να επικεντρώσουν στις αντιπαραθέσεις που ιεραρχούν.
Τις ΗΠΑ τις ενδιαφέρει να διατηρούν μια σχετικά καλή σχέση με τη Σαουδική Αραβία, ιδίως από τη στιγμή που βλέπουν και διάφορες τοπικές δυναμικές να ξεδιπλώνονται, όπως ο διάλογος που έχει ανοίξει το Ριάντ με την Τεχεράνη. Σε μια τέτοια προοπτική η Ουάσιγκτον αναγκαστικά θα αφήσει λίγο στο περιθώριο ζητήματα τριβής στις σχέσεις τους, σε μια προσπάθεια να μπορεί να έχει τη Σαουδική Αραβία ενταγμένη σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό για ζητήματα ενέργειας αλλά και ασφάλειας. Από τη μεριά του το Ριάντ θα προσπαθήσει να αποσπάσει όσο το δυνατόν περισσότερα διεκδικώντας περιφερειακό ρόλο στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση Μπένετ στο Ισραήλ φαίνεται να επαναφέρει στο προσκήνιο την παλιότερη πρόταση για τη συγκρότηση ενός «ΝΑΤΟ Μέσης Ανατολής», σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει μέτωπο χωρών κατά του Ιράν. Δεν διευκρινίζεται πάντως, αν αναφέρεται σε κοινή στρατιωτική δύναμη ή σε ανάπτυξη γενικότερων κοινών στρατιωτικών δυνατοτήτων. Στο μεταξύ, σιγοβράζει η ένταση στις σχέσεις Ισραήλ – Ιράν, η οποία αντανακλάται, σε ένα βαθμό, και στις σχέσεις του Ισραήλ με την Τουρκία.
Παράλληλα, οι εξελίξεις αναζωπυρώνουν σχέδια αξιοποίησης και άλλων κοιτασμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο. Η πρόσφατη εγκατάσταση πλωτής πλατφόρμας γεωτρήσεων και παραγωγής πετρελαίου της εταιρείας «Energean» στο κοίτασμα Καρίς από το Ισραήλ προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Λιβάνου, που έχει διαφορές με το Ισραήλ σε αυτήν τη διαφιλονικούμενη θαλάσσια περιοχή.
Γι’ αυτό επισκέφτηκε τη Βηρυτό ο ειδικός απεσταλμένος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για ενεργειακά ζητήματα, Χοκστάιν, ο οποίος κλήθηκε ως πιθανός «μεσάζοντας», ώστε να ξαναρχίσουν έμμεσες διαπραγματεύσεις για τις διαφιλονικούμενες περιοχές της ισραηλινής και λιβανέζικης ΑΟΖ. Οι επιτακτικές δυτικές ανάγκες για εναλλακτικές πηγές πετρελαίου μπορεί να διευκολύνουν συμβιβασμούς, αλλά μπορεί να οδηγήσουν και σε νέες αναφλέξεις.
Χαρακτηριστικά, σε ανακοίνωσή τους οι υπουργοί Εξωτερικών, Άμυνας και Ενέργειας του Ισραήλ «προειδοποιούν» πως οι γεωτρήσεις στο κοίτασμα Καρίς γίνονται στην ισραηλινή ΑΟΖ και πως θα απαντήσουν σε περίπτωση που θιχτούν οι στρατηγικές τους υποδομές στην Ενέργεια.
Εν τω μεταξύ, αυξάνονται οι τριβές μεταξύ του Ιράν και της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ), μετά και την αφαίρεση 27 καμερών κλειστού κυκλώματος σε ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις. Η εξέλιξη προκάλεσε την έντονη αντίδραση του επικεφαλής της ΙΑΕΑ, Ραφαέλ Γκρόσι, ο οποίος εκτίμησε ότι το μέτρο «φυσικά θέτει σοβαρό εμπόδιο στην ικανότητά μας να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε εκεί». Το Ιράν επιβεβαίωσε την αποσύνδεση, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την κίνηση του Συμβουλίου της IAEA να υιοθετήσει απόφαση με την οποία η Τεχεράνη ανακαλείται επισήμως στην τάξη για έλλειψη συνεργασίας.
Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ικανοποίησε τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία, αξιώνοντας από το Ιράν «να τηρήσει τις νομικές του υποχρεώσεις». Η απόφαση εγκρίθηκε από 30 μέλη του ΔΣ της IAEA, που συνεδριάζει στη Βιέννη. Καταψήφισαν η Ρωσία και η Κίνα, ενώ απείχαν Ινδία, Λιβύη και Πακιστάν. Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ δεν έχασε την αφορμή και εξήρε τη «μείζονα απόφαση, που αποκαλύπτει το αληθινό πρόσωπο του Ιράν», βλέποντας σε αυτήν «προειδοποιητικό μήνυμα».