Ενώ τα «πρωτοσέλιδα» και οι συζητήσεις έχουν επικεντρωθεί για μια ακόμη φορά στις εκτιμήσεις για την κίνηση των βάσεων και στην παρουσίαση των υποψηφίων που πρώτευσαν (μάλιστα πολλά ιδιωτικά σχολεία και φροντιστήρια με δελτία τύπου στέλνουν στα ΜΜΕ τα στοιχεία των αρίστων που φοίτησαν σε αυτά) μένει εκτός δημόσιας συζήτησης το σκηνικό που θα διαμορφωθεί φέτος σε Πανεπιστημιακά Τμήματα και υποψήφιους που θα θεριστούν «σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά» από το δρεπανηφόρο άρμα της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) που φέτος κλείνει τα γενέθλια των τεσσάρων της χρόνων.
Ωστόσο η ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής στα τέλη του Ιουλίου θα φωτίσει για μια ακόμη φορά τις συνέπειες των τεχνητών εμποδίων που στήθηκαν τα τελευταία χρόνια με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής στις πανελλαδικές εξετάσεις με τις εκατόμβες εξοστρακισμένων υποψηφίων.
Θυμίζουμε ότι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που προέκυψε από την ανακοίνωση των βάσεων στις προτελευταίες Πανελλαδικές Εξετάσεις (2023) ήταν οι κενές θέσεις σε διάφορα πανεπιστημιακά τμήματα που αθροιστικά, μαζί με τις σχολές των ένστολων, μεταφράστηκε σε περίπου 10.000.
Να θυμίσουμε ότι τα προηγούμενα χρόνια (2021 και 2022) που εφαρμόστηκε η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ), με τα «μαγικά» του υπουργείου Παιδείας έμειναν κενές συνολικά πάνω από 28.000 θέσεις. Για παράδειγμα το 2021, πρώτη χρονιά εφαρμογής της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ), έμειναν 17.000 κενές θέσεις! Το 2022, λόγω ΕΒΕ, έμειναν κενές σε πανεπιστημιακά τμήματα περί τις 11.000 θέσεις.
Τι θα γίνει φέτος
Σύμφωνα με στοιχεία και εκτιμήσεις περισσότερα από 130 τμήματα των ΑΕΙ θα δεχθούν φέτος λιγότερους έως και πολύ λιγότερους εισακτέους από όσους ζήτησαν. Μάλιστα σε πολλά από αυτά θα μείνουν κενές το 30 – 50% των προσφερόμενων θέσεων. H εκτίμηση είναι ότι φέτος θα μείνουν συνολικά 8-10.000 κενές θέσεις.
Πώς φτάσαμε να καθορίζεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως συγκεκριμένος «αριθμός εισακτέων» στα ΑΕΙ, αλλά να είναι «πουκάμισο αδειανό»; Η ΕΒΕ «τρούπωσε» στις πανελλαδικές εξετάσεις και δημιούργησε εκατόμβες εξοστρακισμένων υποψηφίων από τα ΑΕΙ.
Είναι ξεκάθαρο: από τη μια, η κυβέρνηση αυστηροποιεί (και παράλληλα ακριβαίνει) τα κριτήρια εισαγωγής στη δημόσια πανεπιστημιακή εκπαίδευση και, από την άλλη, αφού εξίσωσε τα πτυχία των κολεγίων με αυτά των δημοσίων Πανεπιστημίων όσον αφορά τα επαγγελματικά δικαιώματα (και τα Ακαδημαϊκά οσονούπω με το νόμο για τη Σύμβαση της Λισαβόνας), επιχειρεί τώρα να ενισχύσει τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια μέσω της τροφοδότησής τους με φοιτητές-πελάτες.