Οι εξελίξεις στα Τέμπη, που ακολούθησαν ύστερα από τη δημοσίευση των επίμαχων ηχητικών και τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις των εκατοντάδων χιλιάδων σε όλη την Ελλάδα καταγγέλοντας την προσπάθεια συγκάλυψης του εγκλήματος, πέρα από το γεγονός ότι δημιούργησαν σοβαρό πολιτικό πρόβλημα στην κυβέρνηση, απέδειξαν και τη χρεοκοπία της κάλπικης αντιπολίτευσης του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Ούτως ή άλλως η πολιτική που ακολούθησαν τα κόμματα αυτά όσο ήταν στην κυβέρνηση ήταν ακριβώς η πολιτική του ξεπουλήματος των σιδηροδρόμων, η πολιτική της απαξίωσής τους, που είναι η βασική υπεύθυνη για το έγκλημα των Τεμπών. ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έχουν ακέραιη την ευθύνη για το καθεστώς της υποβάθμισης και της εγκατάλειψης του σιδηροδρομικού δικτύου, της απουσίας σύγχρονων συστημάτων ελέγχου της κυκλοφορίας, την ώρα που μια χούφτα ιδιωτικές εταιρίες ελληνικών και ιταλικών συμφερόντων αποκομίζουν πλουσιοπάροχα κέρδη από την εμπορική εκμετάλλευση των σιδηροδρομικών δικτύων. Εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ υπηρέτησαν με συνέπεια την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, έδωσαν ώθηση στο ξεπούλημα του ΟΣΕ και τόσων άλλων δημόσιων φορέων (ΔΕΗ, ΟΤΕ κλπ). Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ακριβώς μετά την τραγωδία, τόσο ο τότε αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Τσίπρας όσο και ο Ανδρουλάκης, πάνω στα συντρίμμια του δυστυχήματος, έσπευσαν να δηλώσουν με νόημα πως «δεν είναι ώρα για την απόδοση ευθυνών», συγκαλύπτοντας έτσι τη συνένοχη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και του ΠΑΣΟΚ που συνέβαλε στο έγκλημα. Για αυτό άλλωστε τα κόμματα αυτά φρόντισαν τις πρώτες μέρες της τραγωδίας να απομακρύνουν τη συζήτηση από την εγκληματική κυβερνητική πολιτική που εφάρμοσαν και αυτά στο παρελθόν και να την περιορίσουν στο «δεξιό ρουσφέτι» του σταθμάρχη και σε δευτερεύοντα και άνευ ουσίας ζητήματα. ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ απαξίωσαν τον ΟΣΕ και τον οδήγησαν σε ιδιωτικοποίηση. Εφάρμοσαν μια πολιτική σκανδαλωδών συμβάσεων και καθυστερήσεων για τα έργα ασφάλειας των σιδηροδρομικών μετακινήσεων με ολέθρια αποτελέσματα, όπως επιβεβαιώθηκε από την ίδια την πραγματικότητα.
Αλλά και στο σήμερα, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ στην πραγματικότητα επιδίδονται σε έναν πόλεμο εντυπώσεων και μιας κάλπικης αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση της ΝΔ. Από τη μια ο ΣΥΡΙΖΑ με πιο χαρακτηριστική τη δήλωση της Γεροβασίλη που είπε πως «Η δικογραφία για τον Τριαντόπουλο είχε ανακοινωθεί στην Ολομέλεια. Οι νομικοί του ΣΥΡΙΖΑ τη μελέτησαν, θεωρήσαμε ότι τότε ήταν πρόωρο να κάνουμε ενέργειες και θεωρήσαμε ότι έπρεπε να περιμένουμε μέχρι να έρθουν και άλλα στοιχεία. Τον Αύγουστο όντως δεν ανακοινώθηκε ο συμπληρωματικός φάκελος στη Βουλή. Η αλήθεια είναι ότι στον Κανονισμό αυτό είναι ασαφές αν πρέπει ή όχι να ανακοινώνονται αυτά τα στοιχεία και μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν. Εμείς τότε είχαμε δει και τα συμπληρωματικά στοιχεία και το φθινόπωρο συνεδριάσαμε ξανά και καταλήξαμε στο συμπέρασμα -έχοντας δει το σύνολο των στοιχείων- ότι προκύπτει μόνο ένα πλημμέλημα». Τόνισε μάλιστα σε κοινοβουλευτικούς συντάκτες πως ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε γνώση της αρχικής δικογραφίας αλλά και των συμπληρωματικών στοιχείων αμέσως μετά τη διαβίβασή τους στη Βουλή, διαψεύδοντας με τον τρόπο αυτό τις καταγγελίες περί απόκρυψης της σχετικής δικογραφίας από τον τότε Πρόεδρο της Βουλής, Κώστα Τασούλα. Οι τοποθετήσεις Γεροβασίλη δείχνουν στην πραγματικότητα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πάρει ή δεν θέλει να πάρει χαμπάρι τι σηματοδοτούν οι εξελίξεις με τα ηχητικά, δεν αντιλαμβάνεται ή δεν θέλει να αντιληφθεί το μέγεθος της συγκάλυψης από τη μεριά της κυβέρνησης και δεν αφουγκραζεται ή δεν θέλει να αφουγκραστεί την οργή της ελληνικής κοινωνίας. Απάντηση στην Γεροβασίλη έδωσε η Καρυστιανού που είπε: «Κα Γεροβασίλη, η παραπλανητική σημερινή σας δήλωση, με σκοπό να στηρίξετε μια υπόλογη και έκθετη κυβέρνηση, θέτει σοβαρές αμφιβολίες για τα κίνητρα, που εν τέλει καθορίζουν τα λόγια σας… Θαρρείτε πως θα αποδεχθούν οι πολίτες την “απλοϊκή” σας σκέψη, ότι όταν υπάρχουν σοβαρές καταγγελίες για ποινικές ευθύνες υπουργών, αυτές δεν χρειάζεται να ανακοινώνονται επίσημα αλλά «κατά το δοκούν» όπου τύχει… στο διάδρομο της Βουλής, για παράδειγμα;;… Πώς τολμάτε να μιλάτε για ένα μόνο πλημμέλημα υπουργού, μετά από όλα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας και έχουν διαβιβαστεί στην Βουλή».
Στο ίδιο μήκος κύματος και το ΠΑΣΟΚ που, με την τοποθέτησή του ότι θέλει να περιμένει το πόρισμα του ΕΜΠ για τα ηχητικά που είδαν το φως της δημοσιότητας και στη συνέχεια να προχωρήσει σε πρόταση μομφής προς την κυβέρνηση, εμφανίζεται τουλάχιστον αμήχανο και εκτός πραγματικότητας. Και αυτό δεν αφορά το ζήτημα της πρότασης μομφής της οποίας ο ρόλος και τα όρια είναι γνωστά και το αποτέλεσμά της στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων προδιαγεγραμμένο. Αφορά ακριβώς το κομμάτι της αναμονής ενός πορίσματος, λες και το πόρισμα αυτό θα αλλάξει κάτι ή θα πρέπει να καθορίσει κάποια διαφορετική στάση απέναντι στην κυβέρνηση. Λες και θα αναιρεθεί στο παραμικρό το βασικό που είναι η πελώρια επιχείρηση συγκάλυψης από τη μεριά της ΝΔ. Πρόκειται για την αναπαραγωγή του γνωστού αφηγήματος της «υπεύθυνης αντιπολίτευσης». Μιας αντιπολίτευσης που στις κρίσιμες στιγμές λέει πώς δεν είναι τώρα η ώρα για απόδοση ευθυνών ή πως δεν είναι τώρα η ώρα για πολιτική εκμετάλλευση του εκάστοτε ζητήματος που προκύπτει μπροστά της. Πρόκειται για μια γραμμή που μετατρέπει ακόμα και αυτήν την αστική αντιπολίτευση σε κανονική ουρά του Μητσοτάκη, όπως έχει γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ από τότε που η ΝΔ βρίσκεται στην κυβερνητική εξουσία.