Σε μία περίοδο που το ΕΣΥ δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις ανάγκες περίθαλψης του λαού, με τα κρούσματα covid και άρα και τις νοσηλείες να αυξάνονται, η κυβέρνηση συνεχίζει με κυνικό τρόπο την πολιτική της απαξίωσης των δημόσιων νοσοκομείων. Χιλιάδες κενά σε όλα τα νοσοκομεία της χώρας, τραγικές ελλείψεις σε εξοπλισμό και αναλώσιμα, καταγγελίες για επισφαλή λειτουργία νοσοκομείων, άθλιες συνθήκες στα ΤΕΠ, χιλιάδες επικουρικοί γιατροί και συμβασιούχοι σε καθεστώς ομηρίας με παρατάσεις συμβάσεων, ενώ την ίδια στιγμή παραμένουν σε αναστολή χιλιάδες εργαζόμενοι-υγειονομικοί του ΕΣΥ.
Ταυτόχρονα οι σχεδιασμοί της Κυβέρνησης και του Υπουργείου Υγείας για το ΕΣΥ, όπως παρουσιάζονται μέσα από το νομοσχέδιο που βρίσκεται στα σκαριά, περιορίζουν την πρόσβαση των ασθενών στη δωρεάν περίθαλψη, αφού τους εξαναγκάζουν να βάλουν ακόμα πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη για πολύ πιο υποβαθμισμένες υπηρεσίες υγείας. Καταργείται η πλήρης και αποκλειστική απασχόληση των γιατρών του ΕΣΥ, καθιερώνεται καθεστώς μερικής απασχόλησης και δίνεται η δυνατότητα άσκησης ιδιωτικού έργου στους γιατρούς του ΕΣΥ. Αυτά έρχονται, μάλιστα, τη στιγμή που ήδη παρατηρείται το φαινόμενο παραιτήσεων γιατρών του ΕΣΥ κάτω από την πίεση των εξοντωτικών συνθηκών εργασίας, με ιδιαίτερα χαμηλές αμοιβές και υπερεφημέρευση, η αμοιβή της οποίας καταβάλλεται με τεράστιες καθυστερήσεις σε ποσά έναντι. Στην πραγματικότητα η διαρκής απαξίωση του ΕΣΥ, με τη συνεχόμενη υποχρηματοδότηση, και τα τεράστια κενά σε ιατρικό νοσηλευτικό και βοηθητικό προσωπικό (το ΕΣΥ σήμερα απασχολεί 10.000 περίπου λιγότερο προσωπικό σε σχέση με το 2019), οδηγεί στην ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα υγείας ο οποίος διαρκώς γιγαντώνεται και αυξάνει τα κέρδη του πάνω στα ερείπια και τη διάλυση των δημόσιων νοσοκομείων. Αυτή την πολιτική υπηρετεί η Κυβέρνηση ΝΔ σε συνέχεια των προηγούμενων κυβερνήσεων, αλλά αναμφισβήτητα με πολύ μεγαλύτερη ένταση, αξιοποιώντας μεταξύ άλλων και την περίοδο της πανδημίας.
Οι υγειονομικοί ερχόμενοι αντιμέτωποι με όλα αυτά τα προβλήματα και την εντεινόμενη απαξίωση, προχωρούν στις 20 Οκτώβρη σε πανυγειονομική απεργία, με αιτήματα τις αυξήσεις μισθών, την ένταξη στα βαρέα και ανθυγιεινά, τη μονιμοποίηση όλων των επικουρικών-συμβασιούχων και την άμεση προκήρυξη του συνόλου των οργανικών θέσεων.
Απεργία η οποία πρέπει να βρει τη στήριξη και την αλληλεγγύη όλων των εργαζομένων, για δημόσια δωρεάν περίθαλψη για όλους, για δημόσια νοσοκομεία και κέντρα υγείας που θα καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες, χωρίς αναμονές για χειρουργεία, θεραπείες και εξετάσεις, χωρίς να στοιβάζεται ο κόσμος στα ΤΕΠ και να πεθαίνει, έξω από τις ΜΕΘ. Για μαζικές προσλήψεις, για την επιστροφή των εργαζομένων του ΕΣΥ που βρίσκονται μέχρι και σήμερα σε αναστολή, αποκλεισμένοι και καταδικασμένοι πάνω από ένα χρόνο τώρα στην ανέχεια και την ανεργία, αίτημα το οποίο δυστυχώς δεν συμπεριλαμβάνεται στην ανακοίνωση-κάλεσμα απεργίας της ΟΕΝΓΕ. Με ευθύνη των δυνάμεων που ηγούνται στην ΟΕΝΓΕ, σε μία ανακοίνωση που αναφέρονται τα προβλήματα και αιτήματα του κλάδου, δεν αναφέρονται πουθενά οι υγειονομικοί και το προσωπικό που βρίσκεται σήμερα σε αναστολή, ούτε ως πρόβλημα το οποίο επιδεινώνει την κατάσταση των δημόσιων νοσοκομείων, με κάποιες χιλιάδες εργαζόμενους να βρίσκονται εκτός ΕΣΥ, ούτε ως αίτημα για άρση των αναστολών. Η ηγεσία της ΟΕΝΓΕ θάβει επί της ουσίας το πρόβλημα, τη στιγμή μάλιστα που η συζήτηση για άρση των αναστολών βρίσκεται στην επικαιρότητα.
Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις της αναπληρώτριας υπουργού Υγείας Μίνας Γκάγκα, ότι το μέτρο της υποχρεωτικότητας και της αναστολής εργασίας των υγειονομικών αφορούσε κυρίως τη «δική τους προστασία» και δευτερευόντως την προστασία των ασθενών. Αφού καλλιέργησαν με την προπαγάνδα τους ένα «κανιβαλιστικό» κλίμα, καταδεικνύοντας ως υπεύθυνους για την εξάπλωση της πανδημίας και τους θανάτους τους ανεμβολίαστους, ενώ παράλληλα έλεγαν ξανά και ξανά ότι «κανείς δεν θέλει να πέσει ο δικός του άνθρωπος στα χέρια ανεμβολίαστου υγειονομικού…», έρχονται σήμερα να πουν ότι το μέτρο αυτό πάρθηκε, κυρίως, για την προστασία των ίδιων, για το «καλό τους» δηλαδή. Το υπουργείο υγείας και η κυβέρνηση καταδίκασαν 7.000 εργαζόμενους (πολλοί εκ των οποίων επέστρεψαν στο ΕΣΥ με πιστοποιητικά νόσησης, ενώ άλλοι παραμένουν μέχρι σήμερα σε αναστολή) στην πείνα και την απελπισία, χωρίς μισθό, χωρίς καν να έχουν το δικαίωμα να εργαστούν αλλού για να «τους προστατέψουν». Για αυτούς τους εργαζόμενους η ηγεσία της ΟΕΝΓΕ δεν βρήκε χώρο και δεν μπήκε στον κόπο να κάνει έστω μία αναφορά στην ανακοίνωσή της. Σε μία φάση μάλιστα που το Υπουργείο, αδυνατώντας να στηρίξει πλέον με επιχειρήματα την συνέχιση των αναστολών, συζητάει την άρση τους.
Οι αναστολές εργασίας, οι άθλιες συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται σήμερα οι υγειονομικοί του ΕΣΥ, η τεράστια υποχρηματοδότηση των νοσοκομείων, η άρνηση να καλυφθούν κενά από συνταξιοδοτήσεις γιατρών, η άρνηση μονιμοποίησης των συμβασιούχων, καθώς και το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας για το ΕΣΥ, συνιστούν μία πολιτική πλήρους απαξίωσης του Εθνικού Συστήματος Υγείας, του υγειονομικού προσωπικού και της δημόσιας δωρεάν υγείας, με στόχο την πριμοδότηση των ιδιωτικών κεφαλαίων στην υγεία. Αυτή η πολιτική οδηγεί σε χιλιάδες θανάτους, οδηγεί στην υποβάθμιση της υγείας και την απαξίωση της ζωής του λαού. Αυτή η πολιτική πρέπει να καταδικαστεί και να ανατραπεί. Η μαζική συμμετοχή στην απεργία και η στήριξή της από το σύνολο των εργαζομένων είναι αναγκαία για να σταλεί ένα ηχηρό μήνυμα.