Τα μεγαλειώδη παλλαϊκά συλλαλητήρια της 26ης Γενάρη ενάντια στην προκλητική προσπάθεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη, δύο χρόνια τώρα, να συγκαλύψει τις εγκληματικές ευθύνες της για το τραγικό σιδηροδρομικό φονικό στα Τέμπη, ορθώθηκαν σαν τείχος απέναντι στην προκλητική πολιτική της. Έκαναν ολοφάνερη τη μεγάλη και αναντικατάστατη δύναμη που έχει ο μαζικός εξωκοινοβουλευτικός αγώνας στην αναχαίτιση της αντιλαϊκής πολιτικής. Η κυβέρνηση ταρακουνήθηκε και, για πρώτη φορά στη θητεία της, υποχρεώθηκε σε μια αναδίπλωση: σε μια έκτακτη συνέντευξη του Μητσοτάκη, που με υποκριτικό λόγο θέλησε να «καλμάρει τα πνεύματα», αλλά ήταν ενδεικτική της ισχυρής πίεσης που δέχτηκε η κυβέρνηση από τη μεγάλη μάζα του κόσμου που βγήκε στους δρόμους και κατάγγειλε την πολιτική της.

Η 26η Γενάρη έκανε ξανά ολοφάνερη την παλιά αλήθεια, που πάντα πρέσβευε το πραγματικό αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα και επιβεβαιώνει διαρκώς η κοινωνική πράξη: πως η ενωτική, παλλαϊκή, εξωκοινοβουλευτική κινητοποίηση είναι εκείνη που μπορεί να επιτύχει θετικά αποτελέσματα, τα οποία ούτε ο εγκλωβισμός των λαϊκών ζητημάτων στα πλαίσια συζητήσεων του αστικού κοινοβουλίου ούτε οι νομικές ενέργειες και η προσφυγή στα δικαστήρια είναι σε θέση να φέρουν.

Και είναι, ακριβώς, αυτή η διαπίστωση που προκάλεσε ανησυχία στα κυβερνητικά επιτελεία. Ανησυχία πως, αν έχει συνέχεια ο μαζικός εξωκοινοβουλευτικός αγώνας, που ναι μεν έχει πυροδοτηθεί τώρα από την υπόθεση των Τεμπών αλλά είναι ορατό πως συνενώνει τα ρυάκια της μεγάλης λαϊκής δυσαρέσκειας για όλες τις αντιλαϊκές πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής, τότε η κυβέρνηση της ΝΔ θα περιέλθει σε ακόμα δυσκολότερη θέση, σε μεγαλύτερη απομόνωση. Θα επιταχυνθεί η πολιτική φθορά της και θα τεθεί υπό κλονισμό η διατήρηση της πολιτικής εξουσίας της.

Για να απωθηθεί μια τέτοια εξέλιξη, τα κυβερνητικά σφυριά δεν άργησαν -μετά την πρώτη ταραχή που τους προκάλεσαν τα συλλαλητήρια της 26ης Γενάρη- να στραφούν στην ενεργοποίηση ενός ακόμη δόλιου σχεδίου ανακοπής της. Στις μονταρισμένες συνομιλίες του δικτύου επικοινωνίας της Hellenic Train, στο μπάζωμα του χώρου της σύγκρουσης και ανάφλεξης και στην άμεση μεταφορά του χώματος από εκεί, στην καταστροφή κρίσιμων στοιχείων που συλλέχθηκαν, στην «εξαφάνιση –όπως κατάγγειλε ο Σύλλογος “Τέμπη 2023”– 649.000 αρχείων, ηχητικών και βίντεο που αφορούσαν τις δύο πρώτες ημέρες, 28/2 και 1/3, που κατασχέθηκαν και παραδόθηκαν στον ανακριτή αλλά δεν υπάρχουν στην δικογραφία», στην πλήρη κάλυψη των υπουργών και των κυβερνητικών στελεχών που εμπλέκονται άμεσα από τη θέση και το ρόλο τους με την τραγωδία, στις κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις Μητσοτάκη πως «μόνο τα έλαια» ευθύνονται για τη μεγάλη φωτιά των τρένων και «τίποτα άλλο», στις τόσες και τόσες μηχανορραφίες που εξύφανε η κυβέρνηση για να εμποδίσει τις έρευνες και να σκεπάσει την ευθύνη της για το φονικό των Τεμπών, ήλθε να προσθέσει μια ακόμη: μετά από δυο χρόνια, ξαφνικά, εμφάνισε κάποια, τάχα, «αγνοούμενα» βίντεο, που η γνησιότητά τους ούτε έχει πιστοποιηθεί και το αν αποτελούν κάποια απόδειξη του τι περιείχε η εμπορική αμαξοστοιχία έντονα αμφισβητείται. Σκόπιμα ρίχτηκαν στη δημοσιότητα, για να ξεκινήσει από τα κυβερνητικά στελέχη, μέσα από τα ιντερνετικά δίκτυα και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μια ενορχηστρωμένη παραπληροφόρηση πως δήθεν τα βίντεο αυτά δείχνουν ότι δεν υπήρχε παράνομο και επικίνδυνο φορτίο στο τρένο και πως οι κατηγορίες για συγκάλυψη «καταρρέουν με πάταγο». Μια συντονισμένη προπαγάνδα που περιέλαβε και βρόμικες συκοφαντικές επιθέσεις ενάντια στον Σύλλογο των Τεμπών και ιδιαίτερα στη μαχητική πρόεδρό του Μ. Καρυστιανού.

Σε αυτό το νέο σχέδιο συγκάλυψης στρατεύτηκε όλη η δεξιά «πολυκατοικία» και, ιδιαίτερα, τα ακροδεξιά υπόγειά της. Από τον ακροδεξιό Β. Καπερνάρο, άλλοτε βουλευτή των ΑΝΕΛ και στέλεχος ακροδεξιών οργανώσεων, συνεργαζόμενο και με πρώην χρυσαυγίτες, σε ρόλο «κομιστή» των βίντεο, τον πρώην πρόεδρο του ακροδεξιού ΛΑΟΣ Γ. Καρατζαφέρη που επιτέθηκε στη Μ. Καρυστιανού χαρακτηρίζοντας την ως «μαντάμ που το παίζει νέα Κούνεβα», μέχρι την ακροδεξιά Αφρ. Λατινοπούλου που συντάχθηκε με τους νεοδημοκράτες ευρωβουλευτές για να μη γίνει συζήτηση στην ευρωβουλή για τα Τέμπη, όπου θα καλούνταν να δώσει λόγο το στέλεχος της ΝΔ και Επίτροπος Μεταφορών Απ. Τζιτζικώστας. Σε αυτή τη συγχορδία της δεξιάς και ακροδεξιάς συγκάλυψης δεν παρέλειψε να δώσει συμμετοχή και η εκκλησιαστική πτέρυγά της μέσω του μητροπολίτη Ικονίου που έκανε μια κατάπτυστη ανάρτηση σε βάρος της προέδρου του Συλλόγου των Τεμπών.

Ο Κυρ. Μητσοτάκης φρόντισε να συμπυκνώσει την επαναφορά σε μια επιθετική γραμμή άρνησης των κυβερνητικών ευθυνών με μια συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα «Καθημερινή». Σ’ αυτήν πρόβαλε, ουσιαστικά, τα βίντεο, που χαλκεύτηκαν στους παραμηχανισμούς του κουκουλώματος των κυβερνητικών ευθυνών, ως τεκμήριο «κατάρριψης» του σεναρίου περί «παράνομου φορτίου» και των «επιχειρημάτων περί συγ­κάλυψης». Καταφέρθηκε ενάντια σε όσους της αποδίδουν «μπάζωμα» του εγκλήματος, χαρακτηρίζοντας τον όρο αυτό «απεχθή» και μίλησε ξανά για «λαϊκιστικά συνθήματα» και «θεωρίες της συνωμοσίας», όπως έκανε τα δυο τελευταία χρόνια. Φρόντισε ακόμα να δείξει και ποια είναι η ασπίδα με την οποία επιχειρεί να κρύψει και να θάψει τις πολιτικές ευθύνες της: διατυμπάνισε πως «η Δικαιοσύνη θα δώσει την απάντηση», γνωρίζοντας πως τη Δικαιοσύνη την έχει υπό έλεγχο και μπορεί να «αποφανθεί» για την υπόθεση των Τεμπών σύμφωνα με τις κυβερνητικές επιθυμίες, όπως ακριβώς έκανε με το σκάνδαλο των υποκλοπών, το σκάνδαλο Novartiς κ.ά.

Κυρίως, όμως, με τη συνέντευξή του ξεδίπλωσε μια αχαλίνωτη κινδυνολογία. Κατηγόρησε όσους μιλούν για συγκάλυψη των ευθυνών της πως θέλουν την «αποσταθεροποίηση της χώρας», πως φέρνουν «νέους διχασμούς», πως δημιουργούν «κινδύνους» με την «αμφισβήτηση θεσμών, από τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δικαιοσύνη μέχρι τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας» και απειλούν να «οδηγήσουν στην κοινωνική ζούγκλα»! Αυτόν τον οχετό κινδυνολογίας, που είναι χαρακτηριστικός της αυταρχικής πολιτικής και προτάσσεται για κοινωνικό εκφοβισμό, τον αναπαρήγαγαν, αμέσως, τα φιλοκυβερνητικά μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα κυβερνητικά παπαγαλάκια, για να δημιουργήσουν ένα πολιτικό κλίμα φίμωσης των λαϊκών διαμαρτυριών και φρεναρίσματος των λαϊκών αντιδράσεων στην κυβερνητική πολιτική και σε όλο το αντιλαϊκό πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς του που καταπνίγουν τα λαϊκά δικαιώματα.

Ένα πολιτικό κλίμα που, ασφαλώς, λογαριάζει πολύ το αν στην πανεργατική απεργία της 28ης Φλεβάρη θα ξεχυθούν ξανά στις πλατείες και στους δρόμους μάζες λαού ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Που θέλει, ακριβώς, να αποτρέψει να επαναληφθούν τόσο μεγάλα συλλαλητήρια, όπως αυτά της 26ης Γενάρη. Να «πελεκήσει» τη μαζικότητά τους και να συγκρατήσει τη μαζική έξοδο του κόσμου στο δρόμο του εξωκοινοβουλευτικού αγώνα.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη φοβάται να έχει συνέχεια μια τέτοια αγωνιστική κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα, γιατί είναι η μόνη που μπορεί να σταθεί εμπόδιο στα αντιλαϊκά σχέδιά της.

Θέλει να παγιδεύσει την οργή που έχει δημιουργήσει η πολιτική της στην υπόθεση των Τεμπών στα κανάλια της «Δικαιοσύνης» που δήθεν αυτή θα «αποδώσει ευθύνες». Και μ’ αυτόν τον τρόπο να ανακόψει την παλλαϊκή κινητοποίηση ενάντια στην πολιτική της, που είναι και η μόνη εγγύηση για να μην περάσει η συγκάλυψη και να δυναμώσει η αντίσταση στην αντιλαϊκή πολιτική. Αυτό είναι, ακριβώς, που απεύχεται, όπως πολύ χαρακτηριστικά ομολόγησε και η σχεδόν υστερική δήλωση του υπουργού Δικαιοσύνης Γ. Φλωρίδη πως «αν πληγεί και καταλυθεί και το τελευταίο καταφύγιο της δικαιοσύνης, τότε πλέον η έννοια της Δικαιοσύνης πάει στους δρόμους, στις πλατείες, στα λαϊκά δικαστήρια και σε έναν υφέρποντα εμφύλιο»!

Με τέτοια μέσα προσπαθεί να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη την επερχόμενη πανεργατοϋπαλληλική απεργία της 28ης Φλεβάρη.
Και είναι αυτός ένας παραπάνω λόγος που η επιτυχία αυτής της πανελλαδικής απεργίας και η μετατροπή της σε μια παλλαϊκή κινητοποίηση εξίσου ή και περισσότερο ισχυρή από εκείνη της 26ης Γενάρη έχει μεγάλη σημασία. Η επιτυχία της θα αποτελέσει ένα ακόμα σοβαρό βήμα για να μην μείνει ατιμώρητη η κυβέρνηση για το έγκλημα των Τεμπών, θα υψώσει την αντίσταση στην αντιλαϊκή πολιτική και θα αποδυναμώσει ακόμα περισσότερο την κυβέρνηση της ΝΔ.