Είναι παράλογο -αν δεν ήταν τραγικό. Και μόνον αυτό αποδεικνύει τη βαρβαρότητα του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος. Η Ινδία, ο μεγαλύτερος -παγκοσμίως- παραγωγός εμβολίων που οδηγούνται στις αναπτυγμένες χώρες, βρίσκεται χωρίς ή με ελάχιστα εμβόλια, αντιμέτωπη με μια τραγωδία τεράστιων διαστάσεων, με χιλιάδες θανάτους καθημερινά, έχοντας χορηγήσει και τις δύο δόσεις μόλις στο 2,5% του πληθυσμού της(!).
Την ίδια στιγμή η ανθρωπότητα, εν μέσω νέων εξάρσεων της πανδημίας και με το διαρκή φόβο των μεταλλάξεων, μετράει 3,33 εκατομμύρια επίσημα καταγεγραμμένους θανάτους και 160 εκατ. επιβεβαιωμένα κρούσματα. Παρά τις αρχικές -περί του αντιθέτου- πανηγυρικές διακηρύξεις, έχει εμβολιαστεί μόνον το 8% του πλανήτη, με το 80% των εμβολίων να έχει χορηγηθεί στις ανεπτυγμένες χώρες, με τα ποσοστά αυτά να είναι πολύ μικρότερα στις αναπτυσσόμενες χώρες και με αρκετές φτωχές χώρες του κόσμου να «μην έχουν δει» ακόμη ούτε ένα εμβόλιο.
Κοντά σε αυτά, έρχεται και η έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) -που συντάχθηκε από «ανεξάρτητη ομάδα υψηλού επιπέδου»– που επιβεβαιώνει ότι οι υπαρκτές συστάσεις για την πρόληψη πανδημιών παρέμειναν «σκονισμένες στα υπόγεια και τα ράφια» των κυβερνήσεων και ότι «η προετοιμασία ήταν ασυνεπής και υποχρηματοδοτούμενη, το σύστημα συναγερμού ήταν πολύ καθυστερημένο και μετριοπαθές, ο ΠΟΥ ήταν ανεπαρκής». Αυτό που δεν αναφέρεται βέβαια στην έκθεση του ΠΟΥ είναι ο λόγος που οι λαοί έμειναν εκτεθειμένοι στα καταστροφικά αποτελέσματα της πανδημίας.
Εν μέσω αυτής της δραματικής κατάστασης ήρθε η πρόταση του Αμερικανού Προέδρου Μπάϊντεν για «προσωρινή άρση» της πατέντας των εμβολίων. Αξίζει να αναφερθεί ότι από τον Οκτώβρη του 2020 τα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη, που διαθέτουν πανίσχυρες φαρμακοβιομηχανίες (ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, ΕΕ, Ιαπωνία, Ελβετία, Καναδάς), αντιτάχθηκαν σθεναρά και έχουν απορρίψει 8 φορές την άρση της πατέντας (πρόταση Ινδίας, Ν. Αφρικής και άλλων φτωχών χωρών), με πιο πρόσφατη τον περασμένο Μάρτη, δηλαδή επί κυβέρνησης Μπάϊντεν.
Η πρόταση Μπάϊντεν, πέρα από μια συμβολική κίνηση μιας χώρας, που στα πλαίσια ενός εμπορικού ανταγωνισμού παρακρατεί τεράστιες ποσότητες αδιάθετων εμβολίων, μιας χώρας, που τώρα εξετάζει την αποδέσμευση για εξαγωγή 60 περίπου εκατ. δόσεων διαθέσιμων εμβολίων της «AstraZeneca», που έχουν ήδη παραχθεί ή βρίσκονται στη φάση της παραγωγής, επειδή «δεν τα χρειάζονται»(!!!), εκτός από υποκριτική-δημαγωγική, δεν είναι καθόλου τυχαία.
Έρχεται σε μια περίοδο που μαίνεται η «διπλωματία των εμβολίων».
Ήδη ο ΠΟΥ ενέκρινε το εμβόλιο της κινεζικής «Sinopharm», ενώ βρίσκεται υπό εξέταση το εμβόλιο της «Sinovac». Η Κίνα, χωρίς να έχει απαντήσει αν στηρίζει την πρόταση Μπάϊντεν, αξιοποιεί τις εξαγωγές εμβολίων στοχευμένα, για να αυξήσει την οικονομική και γεωπολιτική της επιρροή. Ήδη έχει εξαγάγει περίπου 240 εκατ. δόσεις και έχει δεσμευτεί για άλλες 500 εκατ. σε υπανάπτυκτες και αναπτυσσόμενες χώρες. Βρίσκεται στις τελικές κλινικές δοκιμές για εμβόλιο με τεχνολογία mRNΑ, δηλαδή παρόμοια με αυτή των «Pfizer»-«BioNTech»-«Moderna», που -σύμφωνα με ερευνητή της Κινέζικης Ακαδημίας Στρατιωτικής(!) Επιστήμης, η οποία συμμετέχει στην ανάπτυξη του εμβολίου- μπορεί να αποθηκευτεί σε θερμοκρασία 2-8 βαθμών Κελσίου για έξι μήνες, δηλαδή σε λιγότερο απαιτητική θερμοκρασία από αυτήν που χρειάζονται εμβόλια δυτικών ανταγωνιστών.
Ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, τάχθηκε υπέρ της άρσης της πατέντας, με τη Ρωσία να μοιράζεται ήδη την τεχνογνωσία του εμβολίου «Sputnik V», κλείνοντας συμφωνίες παραγωγής του σε διάφορα κράτη του κόσμου, καθώς η ίδια έχει περιορισμένες παραγωγικές δυνατότητες, με στόχο να κερδίσει μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς και αντίστοιχη επιρροή.
Διχασμένη, ως συνήθως σε πολλά ζητήματα, βρέθηκε η ΕΕ, ανάλογα με τα ιδιαίτερα συμφέροντα κάθε χώρας, με τη Γερμανίδα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ να διαφωνεί, υπερασπιζόμενη τα συμφέροντα της ισχυρής φαρμακοβιομηχανίας της χώρας «CureVac», της οποίας αναμένεται να εγκριθεί το σχετικό εμβόλιο.
Ακαριαίες υπήρξαν αντιδράσεις των μεγαλύτερων εταιρειών παραγωγής εμβολίων και πλήρως απαξιωτική απέναντι στη δυστυχία των φτωχών και υπανάπτυκτων χωρών η στάση των πολυεθνικών κολοσσών, που βλέπουν τα κέρδη και τις μετοχές τους στα διεθνή χρηματιστήρια να πολλαπλασιάζονται, ισχυριζόμενοι ότι η «προσωρινή άρση της πατέντας των εμβολίων κινδυνεύει να παραδώσει τη νέα τεχνολογία στην Κίνα και τη Ρωσία».
Βέβαια έωλη είναι η κατάληξη της πρότασης αυτής, αφού οι συζητήσεις στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) θα πάρουν χρόνο, οι αποφάσεις απαιτούν ομοφωνία, η συζήτηση είναι περίπλοκη και μπορεί -λένε- να τραβήξει μέχρι τις 30 Νοέμβρη (κάποιοι μιλούν και για 2 χρόνια). Αλλά ακόμη κι αν αυτό κάποτε προκύψει, αυτό θα γίνει με όρους και προϋποθέσεις και θα συνοδευτεί από αντίστοιχες αποζημιώσεις και άλλα «κίνητρα» προς τις φαρμακοβιομηχανίες και ένα σκληρό μεταξύ τους παζάρι. Η αντιπρόσωπος Εμπορίου των ΗΠΑ στον ΠΟΕ, Κάθριν Τάι, διευκρίνισε πάντως με νόημα ότι «πιστεύει ακράδαντα στην προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας».
Εκείνο που φαίνεται από την πρόταση Μπάϊντεν είναι ότι οι ΗΠΑ ανησυχούν ότι χάνουν έδαφος στον ανταγωνισμό κυρίως με την Κίνα -αλλά και τη Ρωσία- και μέσα από την πρόταση αυτή έρχονται να «ανακατέψουν την τράπουλα» των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και παζαριών, προσπαθούν να καλύψουν το κενό που άφησε πίσω της η αποτυχία της Δύσης να διαχειριστεί την πανδημία. Όσο ΗΠΑ και ΕΕ ανταγωνίζονταν για το πώς θα μοιραστούν τα παραγόμενα εμβόλια, Κίνα και Ρωσία κάλυπταν το κενό που υπήρχε στις φτωχές και αναπτυσσόμενες χώρες Ασίας, Αφρικής, Λατ. Αμερικής, συνάπτοντας διακρατικές συμφωνίες μαζί τους, προωθώντας τα δικά τους εμβόλια. Ταυτόχρονα οι ΗΠΑ επιδιώκουν να «στριμώξουν» την ΕΕ και κυρίως την Γερμανία -που τα προηγούμενα χρόνια είχαν κάποια περιθώρια ευελιξίας κινήσεων- να ευθυγραμμιστούν μαζί τους, να επανεμφανιστούν ως ο πρωταγωνιστής στη διαμόρφωση του παγκόσμιου πολιτικού γίγνεσθαι και ως η ηγετική δύναμη στην αντιμετώπιση της παγκόσμιας πανδημίας.
Ταυτόχρονα, βλέποντας ότι η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομική κρίση σοβεί και βαθαίνει, μπροστά στον κίνδυνο η εξάπλωση της πανδημίας να συνεχιστεί επ’ αόριστον, με απρόβλεπτες καταστροφικές οικονομικές συνέπειες για όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, έρχεται να υπερασπιστεί συνολικά τα συμφέροντά του και την άμεση κερδοφορία συγκεκριμένων κλάδων του κεφαλαίου. Η διοίκηση Μπάϊντεν θέλει να ισορροπήσει μεταξύ των εθνικών και παγκόσμιων συμφερόντων.
Το «άνοιγμα της οικονομίας» απαιτεί μια στοιχειώδη εμβολιαστική κάλυψη του ενεργού πληθυσμού για την ύπαρξη και αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Αυτό συνιστά μια άλλη διάσταση της πρότασης Μπάϊντεν, που εύστοχα έχει αναδείξει ο Ένγκελς στο μνημειώδες έργο του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία»: «Πραγματικά, όταν η επιδημία αυτή έγινε απειλητική, ένας γενικός φόβος κατέλαβε την αστική τάξη αυτής της πόλης. Ξαφνικά θυμήθηκαν τις ανθυγιεινές κατοικίες των φτωχών κι άρχισαν να τρέμουν απ’ αφορμή τη βεβαιότητα ότι κάθε μια από αυτές τις άθλιες συνοικίες θα σχημάτιζαν μιαν εστία της επιδημίας, απ’ όπου η τελευταία θα επεξέτεινε την ερήμωσή της προς όλες τις κατευθύνσεις και στις διαμονές ακόμη της κυρίαρχης τάξης». (σ.123, Άπαντα, Εκδόσεις «Μπάϋρον», 1η έκδοση 1974).
Ένα επιχείρημα που κατά κόρον ακούγεται για τη μη άρση της πατέντας είναι ότι «η παροχή κινήτρου υψηλής κερδοφορίας στις επιχειρήσεις είναι αναγκαία για τη χρηματοδότηση της έρευνας και της ανάπτυξής τους». Πέραν του γεγονότος ότι το επιχείρημα αυτό βάζει σε πρώτο πλάνο την κερδοσκοπία και όχι την υγεία, αποτελεί ένα τεράστιο ψέμα, αφού οι έρευνες χρηματοδοτούνται από δημόσιους πόρους και διενεργούνται από δημόσια ερευνητικά κέντρα και Πανεπιστήμια. Το ερευνητικό προσωπικό υψηλής εξειδίκευσης, στο οποίο στηρίζεται η έρευνα στον ιδιωτικό τομέα, προέρχεται από δημόσιες δομές έρευνας και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Εκτός αυτού οι φαρμακοβιομηχανίες έχουν κάνει ειδικές συμφωνίες με κράτη και διακρατικούς θεσμούς για τη χρηματοδότηση της έρευνας με κρατικά κονδύλια, με τη δέσμευση για προπληρωμένες παραγγελίες και μια σειρά άλλους ευνοϊκούς όρους. Ουσιαστικά, η έρευνα έχει προπληρωθεί πάλι πολύ ακριβά από τους λαούς.
Κοντά σε όλα αυτά, οι εκπρόσωποι του εγχώριου αστικού πολιτικού συστήματος, πανηγυρίζοντας για την πρόταση Μπάϊντεν, έρχονται για άλλη μια φορά να υπακούσουν «his master’s voice» (στη φωνή του κυρίου τους). Ο Αλ. Τσίπρας έσπευσε να παρουσιάσει την πρόταση ως «δικαίωσή» του, ζητώντας ταυτόχρονα «να εξασφαλισθεί μια αμοιβαίως αποδεκτή συμφωνία με τους κατόχους πατεντών στη βάση της καλής πίστης και στη λογική απόδοσης επένδυσης» και η ΝΔ να ισχυρίζεται ότι η πρόταση «για τη χρήση των πατεντών ως παγκόσμιο αγαθό» είχε διατυπωθεί πρώτα από τον πρωθυπουργό Κυρ. Μητσοτάκη, κατηγορώντας τον ΣΥΡΙΖΑ ότι «εμφανίστηκε πολύ αργότερα». Οι μεν ξαναθυμήθηκαν το σύνθημα «οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη», οι δε μιλούν για την «αναγκαία επιστροφή του κράτους» και τη «μεταρρύθμιση του δημοκρατικού καπιταλισμού».
Είναι προφανές ότι στο έδαφος του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού τα εμβόλια, ως επιτεύγματα της επιστήμης και της ανθρώπινης εργασίας, αντί να αποτελούν αυτονόητο, θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα των λαών, μετατρέπονται σε χρυσοφόρα εμπορεύματα στα χέρια των μεγάλων εταιρειών. Το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα μας οδηγεί πίσω ολοταχώς σε κοινωνικό μεσαίωνα. Το δικαίωμα της υγείας των ανθρώπων, που απαιτεί και την πλήρη κατάργηση της πατέντας, δεν μπορεί να μπαίνει στο χρηματιστήριο του κέρδους. Απαιτείται γι’ αυτό ένας παλλαϊκός αγώνας για ισότιμη πρόσβαση όλων των πολιτών σε φθηνά, ασφαλή εμβόλια και θεραπείες, για Δημόσια και Δωρεάν Υγεία, ένας αγώνας που θα συνδέεται με το στρατηγικό στόχο για μια άλλη κοινωνία, όπου η Λαϊκή Υγεία θα είναι βασικό δικαίωμα των ανθρώπων.