Αλλεπάλληλα είναι τα αντιλαϊκά μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση. Δεκάδες νομοσχέδια, σε εφαρμογή μνημονιακών υποχρεώσεων -και όχι μόνον-, που έρχονται να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των συμφερόντων ξένου και ντόπιου κεφαλαίου, να βάλουν στο γύψο δικαιώματα και ελευθερίες, με σκληρή λιτότητα και άγρια καταστολή.
Πέρα όμως από αυτή την άμεση, πρακτική σημασία των αντιλαϊκών μέτρων, η κυβέρνηση προσπαθεί να τα επενδύσει και με ιδεολογικό μανδύα, εκτιμώντας ότι τώρα -σε συνθήκες υποχώρησης του εργατικού, λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος, στη χώρα μας, αλλά και παγκόσμια- της δίνεται η ευκαιρία να πάρει τη ρεβάνς από την Αριστερά και στο ιδεολογικό επίπεδο. Γιατί μέχρι σήμερα, οι αξίες της Αριστεράς -παρά τα χτυπήματα που έχουν δεχθεί από «έξω» και από «μέσα»- ήταν ηγεμονικές.
Οι έννοιες της συλλογικότητας, της οργάνωσης, της μαζικής δράσης και διεκδίκησης, του δημόσιου χαρακτήρα βασικών αγαθών, της αλληλεγγύης, του «κοινοτισμού», του «εμείς» που έλεγε και ο Μακρυγιάννης, μιας ανθρώπινης κοινωνίας που είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό άθροισμα ατόμων ήταν ιδέες που, αν κάποτε -μέσα από το καμίνι του ταξικού αγώνα- πυρπολούσαν τις ψυχές της νεολαίας και της εργατικής τάξης, συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να τις συγκινούν και να τις εμπνέουν, παρά την επίθεση και την υπονόμευση που δέχτηκαν.
Έτσι -σε αντιπαράθεση με τις ιδέες αυτές- τα νέα μέτρα έχουν σαν ιδεολογικό πρόσημο το άτομο και τον «ατομισμό», το «εγώ» και την ανταγωνιστικότητα, το εμπόρευμα και την αγορά, τον καταναλωτή και το ελάχιστο κράτος, την επιστημονική τμηματοποίηση και την εξειδίκευση, την ιδιωτικοποίηση των πάντων και τη λατρεία του κέρδους.
Στο χώρο της Παιδείας, για παράδειγμα, προωθείται με γοργούς ρυθμούς η ιδιωτικοποίηση και η αποσυλλογικοποίησή της. Με τους ταξικούς φραγμούς που ήδη υπήρχαν αλλά και με αυτούς που προστίθενται (βάση εισαγωγής, τράπεζα θεμάτων, διαρκές κυνηγητό τίτλων και «μονάδων» κλπ), μειώνονται οι εισακτέοι και όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα οδηγούνται στα ιδιωτικά κολλέγια και στα ιδιωτικά ΙΕΚ της απλήρωτης -για τους εργοδότες- πρακτικής εργασίας. Έτσι η όποια επιτυχία/αποτυχία τους χρεώνεται στο άτομο, στο μαθητή ή στον εκπαιδευτικό.
Για το χτύπημα του ελεύθερου, μαζικού φοιτητικού συνδικαλισμού -πέρα από την κατάργηση του ασύλου- οι νέες ρυθμίσεις έρχονται, με το ενιαίο ψηφοδέλτιο, να προβάλουν ξανά το ρόλο του ατόμου και να αμφισβητήσουν τη συλλογικότητα των φοιτητικών σχημάτων και παρατάξεων. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται τα δίδακτρα, οι χορηγοί, η ατομική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, η «αποκέντρωση» των σχολείων προς τους ΟΤΑ κλπ.
Αλλά και στην Υγεία, μέσα και από την πρόσφατη πανδημία, μετά τη διάλυση της Δημόσιας Υγείας, όλα επαφίενται στο άτομο και στην «ατομική ευθύνη». Και παρά το γεγονός ότι η μάχη απέναντί της δόθηκε από αυτήν, την υποβαθμισμένη Δημόσια Υγεία, ενισχύονται οι κλινικάρχες και ο ιδιωτικός τομέας, τον οποίο μπορεί κάποιος να τον προσεγγίσει μόνον «ατομικά», εφόσον διαθέτει σχετικό βαλάντιο.
Ακόμη και για τις πλημμύρες, τις πυρκαγιές και την κακοκαιρία -που, για να αποφύγουν τις ευθύνες τους, μιλούν για «ακραία καιρικά φαινόμενα» μεγεθύνοντας την έντασή τους- αναπαράγουν το αφήγημα της «ατομικής ευθύνης». Έτσι, ακόμη και για το κλείσιμο της εθνικής οδού, ακούστηκε από τα κυβερνητικά ΜΜΕ ότι υπεύθυνοι είναι οι οδηγοί που δεν είχαν βάλει αλυσίδες.
Μα πάνω απ’ όλα αυτά, με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, με το εργατικό νομοσχέδιο και με την ηλεκτρονική ψηφοφορία, με τα πρωτοφανή μέτρα καταστολής, η κυβέρνηση και η αστική τάξη έρχεται να πλήξει το βασικό όπλο της εργατικής τάξης, το συνδικαλισμό, τις Γενικές Συνελεύσεις, το δικαίωμα της απεργίας και της διαδήλωσης, την οργανωμένη συλλογική δράση και διεκδίκηση των εργαζομένων, το πνεύμα της ενότητας και της αλληλεγγύης. Τον πυρήνα αυτών των ιδεών και αυτών των δικαιωμάτων στοχεύουν η τηλεκπαίδευση και η τηλεργασία, που αφήνουν τον εργαζόμενο αντιμέτωπο μόνο του με τον εργοδότη του με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Δικαίωμα να προβάλλει η κυβέρνηση αυτές τις χρεοκοπημένες αντιλήψεις τής δίνει και η συκοφάντηση των ιδεών αυτών από το ΣΥΡΙΖΑ, που -κατά τη διακυβέρνησή του, στο όνομα της Αριστεράς- έλαβε αντίστοιχα μέτρα, έπληξε τις ιδέες αυτές και έστρωσε το έδαφος γι’ αυτήν την αστική ιδεολογική επέλαση.
Στην επίθεση αυτή η κυβέρνηση αξιοποιεί και τον ακροδεξιό λόγο των Γεωργιάδη-Βορίδη και την εξύμνηση της «θεάς-αγοράς» από τους ακραιφνείς ταλιμπάν του νεοφιλελευθερισμού Χατζηδάκη-Κεραμέως και σία.
Ενισχυτική, τέλος, του αντιδραστικού αυτού ιδεολογικού μείγματος είναι η πρωτοφανής, συνεχής και μονόπλευρη προπαγάνδα που ασκείται από τα ΜΜΕ, που μαζί με άλλους μηχανισμούς του αστικού κράτους (εκκλησία, στρατός, διανόηση κλπ), διαμορφώνουν την κυρίαρχη ιδεολογία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, για να συκοφαντήσουν τη συλλογική οργάνωση και διεκδίκηση, τα ΜΜΕ σε όλες τις διαδηλώσεις δεν παρουσιάζουν τους διαδηλωτές και τα αιτήματά τους, αλλά τα επεισόδια που προκαλούν οι άλλοι «επαναστάτες» «ατομιστές», οι αναρχοαντιεξουσιαστές.
«Ο καθένας για τον εαυτό του», «ο ένας εναντίον του άλλου», υγεία, παιδεία και άλλα δημόσια αγαθά γίνονται εμπορεύματα, αθύρματα της αγοράς. Αυτά είναι αστικά ιδεολογικά προτάγματα. Οι θεωρίες αυτές του ατομισμού και του ανταγωνισμού είναι σύμφυτες των εκμεταλλευτικών συστημάτων, εμφανίστηκαν ιστορικά μαζί με τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, το χωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις, την ατομική ιδιοκτησία και το κράτος, αλλά βρήκαν την πληρέστερη θεμελίωσή τους στην καπιταλιστική κοινωνία.
Είναι οι θεωρίες αυτές που, μετά την τυπική παλινόρθωση του καπιταλισμού στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και στην Κίνα, μιλούσαν για το «τέλος της ιστορίας» και για την κυριαρχία του «ατόμου» και των «αγορών». Όμως 30 χρόνια μετά, φαίνεται ότι οι θεωρίες αυτές δεν επιβεβαιώνονται και παρά τις δυσκολίες, με βασικότερη αυτή της έλλειψης του συλλογικού οργανωτή, του κομμουνιστικού κόμματος, οι λαοί σε όλο τον κόσμο ξανασηκώνουν κεφάλι.
Και στη χώρα μας, παρά την υποχώρηση του κινήματος, παρά τη σπίλωση των ιδεών της συλλογικής οργάνωσης και πάλης από σοσιαλδημοκράτες και αναθεωρητές, παρά τα πρωτοφανή μέτρα εγκλεισμού, απαγορεύσεων, τρόμου και καταστολής, η νεολαία και οι εργαζόμενοι ξαναβρίσκουν τον κοινό βηματισμό στο δρόμο του συλλογικού αγώνα. Γι’ αυτό και τα αστικά επιτελεία και οι κυβερνήσεις τους, επειδή ανησυχούν για το μέλλον, πέρα από τη φυσική καταστολή θέλουν να ελέγξουν και να καταστείλουν και τη σκέψη των ανθρώπων, να κυριαρχήσουν και στο ιδεολογικό επίπεδο. Μάταια η προσπάθειά τους, γιατί η ίδια η πολιτική τους -παρά τα εμπόδια που προβάλλουν- θα βγάζει στο δρόμο και θα ενώνει τον κόσμο της δουλειάς, στο μαζικό συλλογικό αγώνα για μια άλλη κοινωνία, «μια ένωση, όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων» (Μάρξ-Ένγκελς, Κομμουνιστικό Μανιφέστο).