Εν μέσω διαδοχικών απεργιακών κινητοποιήσεων και μαζικών συγκεντρώσεων στην Αθήνα και σε πολλές πόλεις από το σύνολο των εργαζομένων στο Εθνικό Σύστημα Υγείας αλλά και από πλήθος κόσμου, ψηφίστηκε το νομοσχέδιο για τη δευτεροβάθμια περίθαλψη που κατατέθηκε στην Βουλή από την αναπληρώτρια υπουργό υγείας Γκάγκα Ασημίνα. Πρόκειται για έναν αντιδραστικό νόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη που έρχεται να ολοκληρώσει τη χρόνια λεηλασία και απαξίωση του Δημόσιου συστήματος Υγείας που υπηρέτησαν όλες ανεξαιρέτως οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Τα δημόσια νοσοκομεία και κέντρα υγείας υποχρηματοδοτούνται, υποστελεχώνονται και τελικά υποβαθμίζονται εδώ και χρόνια προς όφελος των ιδιωτικών κεφαλαίων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της υγείας. Το δικαίωμα στη δημόσια και δωρεάν περίθαλψη και ασφάλιση -που κατοχύρωσε ο λαός με τους αγώνες του- σήμερα συνθλίβεται. Το πετσόκομμα του προϋπολογισμού του ΕΣΥ κατά δύο δισ., οι απαράδεκτες αναστολές χιλιάδων υγειονομικών, η μείωση του προσωπικού στα νοσοκομεία κατά 10.000, η τρομοκρατία, η καταστολή και το δόγμα της ατομικής ευθύνης -που εφαρμόστηκαν στη διετία της πανδημίας- υπηρέτησαν ακριβώς αυτή την πολιτική. Η πανδημία τελικά χρησιμοποιήθηκε σαν όχημα για το τσάκισμα εργασιακών δικαιωμάτων και συλλογικών κατακτήσεων, για το τσάκισμα και την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας υγείας.
Νοσοκομεία που θα λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, με χορηγίες από ιδιώτες και φαρμακευτικές εταιρείες, με γιατρούς που θα αλιεύουν πελατεία από τα δημόσια νοσοκομεία προκειμένου να συμπληρώνουν το εισόδημά τους, διαφορετικά θα εργάζονται με μισθούς πείνας, με ασθενείς που θα έχουν την «επιλογή» να πληρώσουν κάτι παραπάνω για να λάβουν καλύτερες υπηρεσίες υγείας, διαφορετικά θα πεθαίνουν στις αναμονές για χειρουργεία, για ΜΕΘ και για θεραπείες. Έτσι οραματίζονται το νέο κατ’ ευφημισμό ΕΣΥ οι κυβερνώντες· και το νομοσχέδιο που επέβαλαν υπηρετεί αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση.
Δίνεται η δυνατότητα στους γιατρούς του ΕΣΥ να λειτουργούν ως ιδιώτες εντός ή εκτός ΕΣΥ. Το υπουργείο, αντί να αυξήσει τους μισθούς των γιατρών και να εφαρμόσει τις αποφάσεις του ΣτΕ για επαναφορά των μισθών προ μνημονικών περικοπών, δίνει ψίχουλα και ουσιαστικά τους εκβιάζει να συμπληρώσουν το εισόδημά τους με ιδιωτικά ιατρεία, τα οποία θα μπορούν να λειτουργούν παράλληλα (δύο φορές την εβδομάδα) και απογευματινά επί πληρωμή χειρουργεία.
Εισάγεται η μερική απασχόληση, καθεστώς με το οποίο θα μπορούν να εργάζονται ιδιώτες γιατροί στο ΕΣΥ, διατηρώντας ταυτόχρονα τα ιατρεία τους. Μάλιστα θα πριμοδοτούνται, αφού θα αμείβονται με μεγαλύτερους μισθούς από το μόνιμο προσωπικό.
Οι ειδικευόμενοι γιατροί θα βρίσκονται υπό συνεχή μετακίνηση, αφού θα πρέπει να αλλάζουν ακόμα και περιφέρεια προκειμένου να ολοκληρώσουν την ειδικότητά τους.
Οι πανεπιστημιακοί γιατροί, που μέχρι τώρα μπορούσαν να λειτουργούν και ιδιωτικό ιατρείο και οι οποίοι έχουν συγκρουόμενα συμφέροντα με το δημόσιο, θα μπορούν πλέον να εργάζονται και σε ιδιωτικές κλινικές καθώς και σε ιδιωτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται πλέον στην υγεία.
Τα νοσοκομεία του ΕΣΥ δύνανται επικουρικά να συνάπτουν συμβάσεις και με ιδιωτικές εταιρείες ασθενοφόρων.
Στην πραγματικότητα, ο νόμος αυτός ανοίγει το δρόμο για την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας υγείας, ενώ ταυτόχρονα καταργεί τη μόνιμη σταθερή και αποκλειστική εργασία των γιατρών μέσα στο ΕΣΥ.
Η αναπληρώτρια υπουργός υγείας έκανε λόγο για ένα νομοσχέδιο που δίνει «επιλογές» διότι «η δημοκρατία», όπως είπε, «έχει ελευθερία και επιλογές».
Ο εξαναγκασμός των γιατρών του ΕΣΥ σε παραίτηση ή ιδιώτευση προκειμένου να επιβιώσουν δεν είναι επιλογή, όπως επιλογή δεν είναι και ο εξαναγκασμός των ασθενών να βάλουν ακόμα πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη προκειμένου να έχουν πρόσβαση στην περίθαλψη. Η αναπληρώτρια υπουργός υγείας, υπεύθυνη για τη μετατροπή των νοσοκομείων σε εργασιακά κάτεργα, για τους πενιχρούς μισθούς, για την υποχρηματοδότηση και τη διάλυση του ΕΣΥ, υπεύθυνη για τους χιλιάδες θανάτους covid εκτός ΜΕΘ, για τις τεράστιες αναμονές, την έλλειψη εξοπλισμού, η αναπληρώτρια υπουργός η οποία παραδέχτηκε στην ομιλία της ότι οι συνθήκες στα δημόσια νοσοκομεία είναι απαράδεκτες για το προσωπικό και τους ασθενείς, έρχεται τώρα να δώσει «επιλογές».
Επιλογές επί πληρωμή… Το είπε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος-εισηγητής του νομοσχεδίου στη συνάντηση με την Ομοσπονδία νοσοκομειακών γιατρών: «με το νομοσχέδιο αυτό δίνεται η επιλογή σε όσους το επιθυμούν και δεν τσιγκουνεύονται να πληρώσουν για την υγεία τους, να το κάνουν»… «Τσιγκουνιά» βαφτίζουν οι κυβερνώντες την απαίτηση για δημόσια δωρεάν υγεία. Όσοι λοιπόν «τσιγκουνεύονται» και δεν τους περισσεύουν μερικά χιλιάρικα ή δεν μπορούν να τα δανειστούν από συγγενείς ή τράπεζες θα περιμένουν μερικούς μήνες ή μερικά χρόνια για αναγκαίες εξετάσεις, θεραπείες και επεμβάσεις, θα πεθαίνουν έξω από τις ΜΕΘ πληρώνοντας ακριβά το τίμημα της «τσιγκουνιάς» τους με την υποβάθμιση της ζωής τους ή με την ίδια τους τη ζωή. Οι υπόλοιποι θα έχουν «επιλογή»· αυτή την επιλογή που προσφέρει απλόχερα η κυβερνητική πολιτική στους προνομιούχους και τους «έχοντες». Για όλους τους άλλους ισχύει το δόγμα Πέτσα: «προσαρμογή ή θάνατος». Οι κυβερνώντες και οι εκπρόσωποί τους, έχοντας την απόλυτη ευθύνη για τους χιλιάδες θανάτους που έφερε η δολοφονική πολιτική διαχείρισης της πανδημίας, αντί να σκύβουν το κεφάλι, συνεχίζουν να υπηρετούν προκλητικά τα συμφέροντα των αφεντικών τους που επιβάλλουν την ενίσχυση και τη γιγάντωση του ιδιωτικού τομέα της υγείας πάνω στα ερείπια του ΕΣΥ.
Τα δημόσια νοσοκομεία λειτουργούσαν μέχρι πρόσφατα «ανταγωνιστικά» για τους επενδυτές της ιδιωτικής υγείας. Αυτό σημαίνει ότι οι ιδιωτικές κλινικές έχαναν ένα μεγάλο κομμάτι «πελατείας», ακριβώς επειδή μπορούσε να εξυπηρετηθεί μέσα στο δημόσιο σύστημα υγείας. Η ύπαρξη δημόσιων νοσοκομείων -τα οποία, ακόμα και με τις τραγικές αυτές ελλείψεις, μπορούσαν μέχρι τώρα να καλύπτουν βασικές ανάγκες στη νοσηλεία του λαού- έβαζε ταυτόχρονα φραγμούς στις επιδιώξεις και τις χρεώσεις των ιδιωτικών ασφαλιστικών και των ιδιωτικών κλινικών.
Η εισαγωγή νοσηλειών ακόμα και για απογευματινά χειρουργεία που θα πραγματοποιούνται στα δημόσια νοσοκομεία, ο εξαναγκασμός των ασθενών να πληρώνουν προκειμένου να καλύπτονται μέσα στα απαραίτητα χρονικά όρια οι ανάγκες τους, η διάλυση των εργασιακών σχέσεων του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, η παράλληλη λειτουργία ιδιωτικών ιατρείων ή η παράλληλη δυνατότητα εργασίας σε ιδιωτικές κλινικές που δίνεται στους γιατρούς του ΕΣΥ, στην πραγματικότητα συνιστούν την οριστική διάλυση της δημόσιας δωρεάν υγείας. Αυτό δεν μπορεί παρά να αφήνει το πεδίο στους κεφαλαιούχους της ιδιωτικής υγείας ελεύθερο, για ακόμα πιο ασύδοτη δράση σε βάρος των ασθενών. Άλλωστε, αποτελεί χρόνια απαίτηση του ΣΕΒ και των ξένων επενδυτών η ενοποίηση της αγοράς στον τομέα της υγείας, δηλαδή η λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων και του ΕΟΠΠΥ με όρους ιδιωτικών επιχειρήσεων. Ένας τέτοιος όρος είναι και η εισαγωγή νοσηλειών μέσα από τα απογευματινά ιατρεία και τα απογευματινά χειρουργεία που επιχειρούν να εφαρμόσουν, διότι έτσι μειώνεται ο ανταγωνισμός προς όφελος των ιδιωτών. Αυτή ακριβώς την πολιτική υπηρετούν όλοι οι υπουργοί υγείας -όπως και ο Θ. Πλέυρης- που οραματίζονται ένα ΕΣΥ που θα λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και την υγεία ως πεδίο αχαλίνωτης κερδοφορίας ιδιωτικών funds.
Οι συνέπειες μίας τέτοιας πολιτικής στον τομέα της υγείας αποτυπώνονται δεκαετίες τώρα στην Αμερικανική κοινωνία με ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού να καταλήγει να υποθηκεύει σπίτια και περιουσίες προκειμένου να καλύψει τις νοσηλείες του.
Η δημόσια δωρεάν υγεία, η ιατροφαρμακευτική κάλυψη και ασφάλιση, τα νοσοκομεία που χτίστηκαν από άκρη σε άκρη σε όλη τη χώρα και που χρόνια τώρα επιχειρούν να τα κλείσουν, αποτελούν κατακτήσεις που κερδήθηκαν μέσα από μεγάλους αγώνες, προκειμένου να έχουν όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, πρόσβαση στο κοινωνικό αγαθό της ιατρικής περίθαλψης. Ο νόμος Γκάκα που έρχεται να δώσει τη χαριστική βολή στο ΕΣΥ δεν πρέπει να εφαρμοστεί. Όπως δεν πρέπει να εφαρμοστούν και οι σχεδιασμοί του υπουργείου για κλείσιμο περιφερειακών νοσοκομείων και εφαρμογή τηλε-εξετάσεων προκειμένου να καλυφθούν, όπως ισχυρίζεται ο υπουργός υγείας, οι απομακρυσμένες περιοχές χωρίς κόστος.
Κόντρα στη δολοφονική πολιτική τής υποβάθμισης και της διάλυσης του ΕΣΥ, πρέπει να δυναμώσει ο αγώνας για την ενίσχυση των δημόσιων νοσοκομείων σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, για τη μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων και την επιστροφή των ανεσταλμένων υγειονομικών, για πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς, να μην περάσει καμία διάταξη του αντιδραστικού αυτού νόμου. Δημόσια δωρεάν υγεία για όλους!