Η συσσώρευση και χρησιμοποίηση ολοένα και περισσότερων εξοπλισμών και στρατιωτικών μέσων, η κλιμάκωση των πολιτικών και οικονομικών πιέσεων και από τα δυο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα που αντιπαρατίθενται στην Ουκρανία πυρακτώνουν ασταμάτητα το πολεμικό μέτωπο και απλώνουν τις φλόγες του.
Η πύκνωση και η επέκταση των πυραυλικών επιθέσεων της Ρωσίας σε όλη την Ουκρανία με στόχο όχι μόνο το δυτικό εξοπλισμό του ουκρανικού στρατού άλλα και την εκτεταμένη καταστροφή υποδομών της Ουκρανίας, πρώτα απ’ όλα των ενεργειακών ενόψει του χειμώνα, διευρύνουν τις πολεμικές καταστροφές και τις τραγικές συνέπειες για τον ουκρανικό πληθυσμό.
Σε απάντηση, η ουκρανική πλευρά συγκεντρώνει δυνάμεις στο ανατολικό μέτωπο και, τροφοδοτούμενη αδιάκοπα με όπλα από τη Δύση, επιχειρεί με αυτά να καταφέρει πλήγματα στα μετόπισθεν του ρωσικού στρατού, φτάνοντας ως το σημείο να επιχειρεί χτυπήματα με μη επανδρωμένα αεροσκάφη μέσα στο ρώσικο έδαφος, σημαδεύοντας αεροπορικές στρατιωτικές βάσεις της Ρωσίας σε απόσταση εκατοντάδων χιλιόμετρων από τα σύνορα Ουκρανίας – Ρωσίας.
Οι πολεμικές ενέργειες του ουκρανικού στρατού προκάλεσαν την αντίδραση ξανά των ΗΠΑ -όπως ξανάγινε με τον ουκρανικό πύραυλο που έριξε πριν λίγο καιρό στο έδαφος της Πολωνίας- οι οποίες μέσω του υπουργού Εξωτερικών τους Α. Μπλίνκεν δήλωσαν πως «δεν ενθαρρύναμε ούτε επιτρέψαμε στους Ουκρανούς να χτυπήσουν εντός της Ρωσίας». Οι αμερικάνικες αυτές δηλώσεις δείχνουν τις ανησυχίες για το τι διαστάσεις μπορεί να πάρει η πολεμική σύγκρουση από τέτοιες ουκρανικές ενέργειες. Αν και δημόσια εμφανίζονται να διαμηνύουν στο καθεστώς-δυτικό ανδρείκελο Ζελένσκυ τα όρια στα οποία «του επιτρέπουν» οι ΗΠΑ να κινεί τις πολεμικές ενέργειές του, η επανάληψή τους -παρά τις προηγούμενες ανάλογες αμερικάνικες «συστάσεις» με αφορμή το πλήγμα στην Πολωνία- δεν φαίνεται να τις αποτρέπουν και δεν αποκλείουν ανά πάσα στιγμή μια πολύ επικίνδυνη τροπή του πολέμου. Άλλωστε το μπαράζ ρωσικών πυραυλικών επιθέσεων που επακολούθησε στην Ουκρανία, οι δηλώσεις του υπουργού Άμυνας της Ρωσίας ότι «οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις θα χρησιμοποιήσουν τώρα νέα προχωρημένα οπλικά συστήματα στη σύγκρουση στην Ουκρανία», οι συνεχιζόμενες αποφάσεις και ανακοινώσεις των κρατών της Δύσης για αποστολές κι άλλου εξοπλισμού στην Ουκρανία δείχνουν πως και από οι δυο πλευρές τροφοδοτούν με όλο και περισσότερο λάδι τη φωτιά του πολέμου.
Ταυτόχρονα, εντείνονται οι πολιτικές και οι οικονομικές πιέσεις της Δύσης προς τη Ρωσία με κινήσεις όπως είναι:
Η κοινή ανακοίνωση Μπάιντεν- Μακρόν, που εκδόθηκε μετά τη συνάντηση στον Λευκό Οίκο, στην οποία σημειώνουν «τη σταθερή αποφασιστικότητά τους να καταστήσουν τη Ρωσία υπόλογη για ευρέως τεκμηριωμένες θηριωδίες και εγκλήματα πολέμου». Η παρόμοια δήλωση των υπουργών Δικαιοσύνης 7 μεγαλύτερων δυτικών καπιταλιστικών κρατών (G7) ότι «συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό ότι θα πρέπει επίσης να διωχθεί η ρωσική ηγεσία». Ο αποκλεισμός του Ρώσου ΥΠΕΞ, Σ. Λαβρόφ, από τη σύνοδο του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ). Η απόφαση της ΕΕ να επιβάλει πλαφόν στην τιμή του πετρελαίου από τη Ρωσία. Η δήλωση της επικεφαλής της Κομισιόν για μπλοκάρισμα των 300 δισ. ευρώ από τα αποθεματικά τής ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας και το «πάγωμα» 19 δισ. ευρώ από τα χρήματα των ρώσων ολιγαρχών», τα οποία η ΕΕ και οι εταίροι της θα μπορούσαν να τα διαχειριστούν για να επενδύσουν στην Ουκρανία.
Δεν μένουν όλα αυτά άνευ αντίστοιχων αντι-κινήσεων της Ρωσίας, η οποία αναπτύσσει τις πολιτικοοικονομικές σχέσεις με τις υπόλοιπες χώρες πέραν της Δύσης, πρώτα-πρώτα με την Κίνα αλλά και την Ινδία, το Ιράν κλπ, χρησιμοποιεί τα ενεργειακά όπλα της να πιέσει τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες (οι τελευταίες της απειλές σε αυτόν τομέα είναι προειδοποιήσεις ότι δεν θα προμηθεύει όσες χώρες δεχθούν το πλαφόν στο πετρέλαιό της), ενώ προσπαθεί να αξιοποιήσει και τις αντιθέσεις που έχουν εγερθεί μέσα στη Δύση. Αυτό το τελευταίο έκφρασε η τοποθέτηση του Σ. Λαβρόφ, σε πρόσφατο διπλωματικό φόρουμ, ο οποίος κάλεσε την ΕΕ «να συμμετάσχει ισότιμα» στις «διαδικασίες ενός πολυπολικού κόσμου» και «να είναι ένας από τους πόλους του» και «να συνειδητοποιήσει ότι δεν χρειάζεται να λέει πάντα “συμφωνώ” στις ΗΠΑ».
Οι αντιθέσεις που έχουν εμφανισθεί μέσα στη Δύση πάνω στο έδαφος των ισχυρών πιέσεων που δέχεται η δυτική Ευρώπη από τις συνέπειες του ουκρανικού πολέμου αποτυπώθηκαν με αρκετή ευκρίνεια τις μέρες της πρόσφατης συνάντησης του Γάλλου προέδρου με τον Αμερικάνο πρόεδρο στην Ουάσιγκτον. Πολύ εύγλωττες ήταν οι δηλώσεις Μακρόν πως «το τίμημα αυτού του πολέμου δεν είναι το ίδιο και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού» και πως οι επιλογές της αμερικάνικης κυβέρνησης στον οικονομικό τομέα «είναι επιλογές που θα προκαλέσουν κατακερματισμό στη Δύση».
Εμφανείς ήταν και οι διαφορετικές προσεγγίσεις Ουάσινγκτον – Παρισιού για το θέμα εξεύρεσης μιας «διευθέτησης» του πολέμου στην Ουκρανία. Με τον Μακρόν να τονίζει «μια δίκαιη ειρήνη δεν είναι μια ειρήνη που δεν θα γινόταν αποδεκτή μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα από ένα από τα δύο μέρη» και ότι χρειάζεται «μια νέα αρχιτεκτονική για να διασφαλίσουμε ότι θα έχουμε μια βιώσιμη ειρήνη μακροπρόθεσμα». Οι δηλώσεις αυτές παραπέμπουν σαφώς σε μια «διευθέτηση» του Ουκρανικού, που για να είναι «αποδεκτή» και από τα δύο μέρη και για να είναι «βιώσιμη» θα πρέπει να ικανοποιεί σε κάποιο βαθμό και τη Ρωσία. Προχωρώντας ακόμη παραπέρα, ο Μακρόν σε συνέντευξή του στη Γαλλία είπε ότι, αν ο Πούτιν συμφωνήσει σε διαπραγματεύσεις, η Δύση πρέπει να δει το ζήτημα των «εγγυήσεων ασφαλείας» που θέτει η Ρωσία, να δει -όπως είπε- «ένα θέμα που εξαρτάται από τους Ουκρανούς, το ζήτημα των συνόρων» προσθέτοντας ότι, από τη μία, στην Ουκρανία υπάρχει το ζήτημα «της εδαφικής ακεραιότητα και εθνικής κυριαρχίας» αλλά, από την άλλη, και το ζήτημα «της ελευθερίας των λαών στην αυτοδιάθεση». Με αυτό το δεύτερο υπονοεί το θέμα των «δημοψηφισμάτων» που έκανε η Ρωσία στην Ανατολική Ουκρανία με τους ρωσόφωνους πληθυσμούς. Στην πραγματικότητα ο Μακρόν προτείνει «λύση» του Ουκρανικού σε μια κατεύθυνση που θέτει επί τάπητος για διαπραγμάτευση και τις εγγυήσεις ασφάλειας που ζητά η Ρωσία και τα ουκρανικά σύνορα και τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων για να διαμορφωθεί μια «νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας» στην Ευρώπη που προφανώς θα λαμβάνει υπόψη και τις επιδιώξεις της Ρωσίας.
Όλα αυτά βρίσκονται σε διάσταση με τελευταίες δηλώσεις του υπουργού των Εξωτερικών των ΗΠΑ Α. Μπλίνκεν, ότι «οι διαπραγματεύσεις αυτή τη στιγμή θα οδηγούσαν σε μια “ψεύτικη ειρήνη”», ότι «οι ΗΠΑ υποστηρίζουν το στόχο της Ουκρανίας να ανακαταλάβει με τη βία τα εδάφη που ψήφισαν να ενταχθούν στη Ρωσία και απορρίπτουν την ιδέα της κατάπαυσης του πυρός και της ειρηνευτικής συμφωνίας με τις γραμμές μάχης όπως είναι τώρα» και πως οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να εξοπλίζουν την Ουκρανία και να χρηματοδοτούν την οικονομία της μέχρι να μπορέσουν να «πάρουν πίσω εδάφη που της έχουν κατασχεθεί από τις 24 Φεβρουαρίου…». Θέση που αναπαρήγαγε με άλλα λόγια και Γερμανός καγκελάριο Ου. Σόλτς, λέγοντας ότι για να τερματιστεί η σύγκρουση στην Ουκρανία, η Ρωσία πρέπει να αποσύρει τα στρατεύματά της.
Ο αντίλογος σε όλα αυτά από πλευράς του Κρεμλίνου είναι ότι θα ήταν πρόθυμο να επιστρέψει σε συνομιλίες με τη Δύση, με την προϋπόθεση ότι ΗΠΑ – ΕΕ θα συζητούσαν τις προτάσεις ασφαλείας που η Μόσχα έθεσε τον περασμένο Δεκέμβρη και ότι δεν υπάρχει βάση για συζήτηση, όσο οι ΗΠΑ δεν αναγνωρίζουν τα «νέα ρωσικά εδάφη» στην Ουκρανία.
Με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία να επιμένουν στους στόχους τους, ο πόλεμος στην Ουκρανία σπρώχνεται στις ράγες μιας συνεχιζόμενης και αναβαθμιζόμενης στρατιωτικής σύγκρουσης, όπως τις τελευταίες μέρες, με τον Πούτιν να το επιβεβαιώνει με τη νέα προειδοποίησή του, που απηύθυνε στις 7/12, πως θα χρησιμοποιήσει «όλα τα μέσα που διαθέτει» για να επιτύχει τις επιδιώξεις της Ρωσίας και πως η ρώσικη εισβολή στην Ουκρανία μπορεί να είναι «μακρά διαδικασία»…