Αμερική, 1964. Δύο πράκτορες του FBI καταφτάνουν στο Μισισιπή, όπου η ρατσιστική βία είναι σε καθημερινή διάταξη, προκειμένου να εντοπίσουν τρεις νεαρούς ακτιβιστές της NAACP (Αμερικανική Οργάνωση για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εγχρώμων), έναν Αφροαμερικανό και δύο λευκούς, εξαφανισμένους κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες.
Πρόκειται για περιοχή όπου δρα ανεμπόδιστα η Κου-Κλουξ-Κλαν, με ισχυρή κατά τα φαινόμενα επιρροή στον ντόπιο λευκό πληθυσμό, η οποία διώκει, βασανίζει και λυντσάρει συλλήβδην ανυπεράσπιστους μαύρους, βυθίζοντας την κοινότητά τους στον τρόμο.
Μια προσεκτικά εξυφασμένη συνωμοσία αποσιώπησης των γεγονότων που σφράγισαν τη μοίρα των τριών αγνοούμενων, υποκινούμενη κατά μείζονα λόγο από τις τοπικές αρχές, δυναμιτίζει σταθερά το έργο των ομοσπονδιακών πρακτόρων. Κι ενώ η έρευνα βαλτώνει για μέρες λόγω αδυναμίας εύρεσης ικανοποιητικών στοιχείων, η σύζυγος του βοηθού του σερίφη σπάει απροσδόκητα τη σιωπή.
Οι συγκλονιστικές πορείες των ημερών στην Αμερική, με τα ατέλειωτα πλήθη των εξεγερμένων διαδηλωτών να κάνουν σύνθημα-κραυγή τον αγωνιώδη ρόγχο του Τζωρτζ Φλόιντ “δεν μπορώ ν’ ανασάνω”, επικαιροποιούν τα μέγιστα την εξαιρετική αντιρατσιστική ταινία του ’88, δια χειρός Άλαν Πάρκερ.
Το 1964, υπήρξε εξαιρετικά κρίσιμο για την εξέλιξη του κινήματος των μαύρων της Αμερικής. Έχει προηγηθεί η ιστορική πορεία της Αλαμπάμα (Απρίλης 1963) με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στην κεφαλή της, η οποία βάφτηκε στο αίμα. Η επιμονή των κινηματιών επί 40 συνεχόμενες μέρες, παρά τη βαναυσότητα της αστυνομίας και τις μαζικές φυλακίσεις, δρέπει καρπούς, καθώς στις 10 του Μάη υπογράφεται συμφωνία για την απελευθέρωση των 3000 συλληφθέντων που κρατούσε στα μπουντρούμια του ο διαβόητος ρατσιστής Σερίφης Κόνορς, αλλά και για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων στους δημόσιους χώρους και στις προσλήψεις.
Θ’ ακολουθήσει η μεγάλη πορεία προς την Ουάσιγκτον τον Αύγουστο του ’63, με βασικό σύνθημα “δουλειά κι ελευθερία”, όπου ο Κινγκ θα εκφωνήσει απευθυνόμενος σε πάνω από 200.000 διαδηλωτές, τη γνωστή ομιλία του που ξεκινάει με τη φράση «Έχω ένα όνειρο». Η εκστρατεία ετούτη στέφεται με ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία: Η κυβέρνηση του προέδρου Τζόνσον υποχρεώνεται να ικανοποιήσει αρκετές από τις διεκδικήσεις της μαύρης κοινότητας, θεσπίζοντας στα 1964 το διάταγμα Civil Rights Act, που απονομιμοποιούσε τις διακρίσεις στη βάση του φύλου, του χρώματος του δέρματος, της θρησκείας και της εθνικής καταγωγής. Ο δρόμος ωστόσο για την εφαρμογή του είναι απογοητευτικά μακρύς και πρακτικά ατέρμονος, όπως αποδεικνύουν τα στατιστικά στοιχεία που αφορούν στη σύγχρονη πραγματικότητα:
45% των παιδιών (ένα στα δύο περίπου) που γεννιούνται σε μαύρες οικογένειες καταλήγουν να ζουν σε συνθήκες φτώχειας. 73% των μαύρων παιδιών πηγαίνουν ακόμα σε φυλετικά διαχωρισμένα σχολεία. Από τα 2,3 εκατ. φυλακισμένων στις ΗΠΑ το 1,3 εκατ. αποτελείται από μαύρους και μαύρες. Και κάθε 28 ώρες ένας μαύρος δολοφονείται στις ΗΠΑ από την αστυνομία ή από κάποιον ρατσιστή.
Στα 1988, οπότε ο προοδευτικός και ιδιαζόντως δημιουργικός Άλαν Πάρκερ αποφασίζει να δραματοποιήσει για τη μεγάλη οθόνη την πραγματική ιστορία της δολοφονίας των τριών ακτιβιστών, η αμερικανική κοινωνία βρίσκεται σε έντονα συντηρητική φάση: Η Νέα Χριστιανική Δεξιά αυξάνει διαρκώς την επιρροή της, καθώς λύνει και δένει στον κρατικό μηχανισμό, η νεοφιλελεύθερης ντιρεκτίβας επίταση της αυθαιρεσίας της αγοράς διευρύνει τα κοινωνικά χάσματα, η πολιτική Ρήγκαν ενάντια στη δήθεν τρομοκρατία κεντρίζει αισθητά τα ρατσιστικά ένστικτα κι η φτώχεια εξακοντίζεται στα ύψη.
Η πιο σημαντική ίσως κουβέντα που ακούγεται στην ταινία, είναι αυτή που ο σεναριογράφος Κρις Τζερόλμο βάζει εμβόλιμα στα χείλη του πράκτορα Άντερσον (Χάκμαν), καθώς αναφέρεται στο ρατσιστικό παρελθόν του πατέρα του: “Ο γέρος μου ήταν τόσο γεμάτος μίσος, που δεν καταλάβαινε ότι αυτό που τον σκότωνε ήταν η φτώχεια”.
Ο Πάρκερ απεικονίζει με ανατριχιαστικό ρεαλισμό τη φρίκη και την κτηνωδία του ρατσισμού-φασισμού που βίωναν στα ’60 οι μαύροι του Νότου· όψη η οποία εξισορροπείται οριακά από τους νευρώδεις διαλόγους, την καλοζυγισμένη αντίθεση ανάμεσα στον νομοταγή Γουώρντ και τον “βρώμικο” Άντερσον, τον εξαίσιο ήχο των μπλουζ και τα πυρακτωμένα βλέμματα περήφανων ανθρώπων που νιώθουν την ταπείνωση ως το μεδούλι των κοκάλων τους.
Το “Ο Μισισιπής καίγεται” δεν προκρίνει κατ’ ανάγκην την αυτοδικία. Προκρίνει όμως τον ανελέητο, μέχρις εσχάτων αγώνα· δικαίως, δεδομένου του διακυβεύματος και της ιστορίας της επιβολής των “λευκών Αγγλοσαξόνων” στ’ αμερικανικά εδάφη. Όσο για την ομολογία ενοχής του Γουώρντ-Νταφόε, δύσκολα μπορεί ν’ αναχθεί σε συλλογική ενοχή μιας ολόκληρης κοινωνίας, που σε κάθε περίπτωση επέτρεψε – και πλείστες φορές υποδαύλισε -ένα ανυπολόγιστων διαστάσεων μαζικό έγκλημα, το οποίο μόνο με το ναζισμό μπορεί ν’ αντιπαραβληθεί σε αγριότητα. Ένα στοιχείο που διατρέχει την ταινία σ’ όλη της την έκταση, είναι ένας βαθύς σκεπτικισμός για την “ειρηνική αντιμετώπιση” και τη “λευκή κατανόηση”, μια μεταφορά στο πανί, θα μπορούσαμε να πούμε, της απάντησης του Μάλκολμ Χ στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ: «Εσύ έχεις ένα όνειρο, ο λαός μας όμως ζει έναν εφιάλτη».
Σε συνέντευξη που ο εβδομηνταεξάχρονος σήμερα Πάρκερ παραχώρησε προ καιρού στην Guardian, διαβάζουμε: «Εύρισκα την όλη διαδικασία συγκέντρωσης χρημάτων παραλυτική. […] Υπάρχουν σίγουρα σενάρια που θα μπορούσαν να ξαναγραφτούν. Πολλά περισσότερα όμως παρα-γράφονται, […] με αμέτρητα δαχτυλικά αποτυπώματα επάνω τους. Κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με το φιλί του θανάτου για την κινηματογραφική δημιουργία που θέλει να διατηρήσει τον πρωτότυπο χαρακτήρα της […]. Οι σοβαρές ταινίες επιπέδου -το πεδίο που με αφορούσε όσο δούλευα- είναι όλο και πιο σπάνιες πια […]».
Πολιτικό θρίλερ ολκής, αμείλικτο στον καταγγελτικό του λόγο και σπαρακτικό στο θρήνο του για τις χαμένες ζωές, το “Ο Μισισιπής καίγεται”, που συγκαταλέγεται οπωσδήποτε στις μεγάλες ταινίες του Πάρκερ – μαζί με το “Εξπρές του Μεσονυκτίου” (1978), το “Pink Floyd: The Wall” (1982), το “Μπέρντι: Ο άνθρωπος πουλί” (1984) και το “Δαιμονισμένος άγγελος” (1987), δεν έτυχε, ευνόητα ιδιαίτερων διακρίσεων στην Αμερική, πλην του Όσκαρ διεύθυνσης φωτογραφίας για τον Πήτερ Μπίζιου. Απέσπασε όμως τρία βραβεία BAFTA μεταξύ των οποίων βραβείο καλύτερου μοντάζ για τον Τζέρι Χάμπλινγκ, και σημαντικές βραβεύσεις από τις Ενώσεις κριτικών.