Αργήσαμε, σύντροφε. Αργήσαμε πολύ.
Πρέπει να πούμε το δικό μας τραγούδι.
Υπάρχει ένας κατακαημένος τύπος στη γνωστή γαλλική σειρά κόμικ «Αστερίξ και Οβελίξ», των Γκοσινί -Ουντερζό. Σειρά κατάλληλη για μικρούς και, κυρίως για μεγάλους. Πρόκειται για ένα δυστυχή Ρωμαίο λεγεωνάριο, που οι ανυπόταχτοι Γαλάτες τον ξυλοφορτώνουν κάθε φορά που τον βρίσκουν μπροστά τους. Οι λεγεωνάριοι ήταν επαγγελματίες στρατιώτες στο Ρωμαϊκό στρατό, έπρεπε να είναι Ρωμαίοι πολίτες και στρατολογούνταν για είκοσι πέντε έτη υπηρεσίας και βέβαια, τους έστελναν στην πρώτη γραμμή της μάχης. Κάτι σαν τους μόνιμους οπλίτες του δικού μας στρατού.
Δεν έχει όνομα στη σειρά, είναι ανώνυμος. Ένας από τους ξεγελασμένους πολλούς. Κάθε φορά που βρίσκει τον εαυτό του κατατσαλακωμένο από τις γαλατικές φάπες, με μια μοιρολατρική διάθεση εσωτερικής ενδοσκόπησης ή αυτοκριτικής, ομολογεί εξουθενωμένος: «Καταταγείτε, καταταγείτε, θα γνωρίσετε καινούργιους κόσμους, μας έλεγαν». Η πικρή συνειδητοποίηση της αλήθειας, δεν τον οδηγεί να εγκαταλείψει τις λεγεώνες, αλλά να συμμετέχει και σε νέες εκστρατείες, για τον Καίσαρα, με το μαθηματικά επιβεβαιωμένο συμπέρασμα. Πολύ ξύλο.
Τον ανώνυμο λεγεωνάριο θυμηθήκαμε όταν έσκασε το κανόνι του τουριστικού κολοσσού της Τόμας Κουκ. Μόνο που στην περίπτωσή μας δεν υπάρχουν Γαλάτες. Μόνο Καίσαρες.
«Καταστρέψτε, καταστρέψτε», «Θα δείτε καινούργιους κόσμους. Θα φάτε με χρυσά κουτάλια». Μας έλεγαν οι σύγχρονοι Καίσαρες. Και καταστρέψαμε τα καΐκια, τα πορτοκάλια, τα αμπέλια, τις ελιές. Πουλήσαμε τις βιομηχανίες που παρήγαν γάλα, πουλήσαμε τις σοδιές το στάρι. Αγοράσαμε πορτοκάλια από το Ισραήλ, γάλα από την Ολλανδία και πάει λέγοντας. Ακριβά. Και κάθε φορά, που συνειδητοποιούσαμε πως αυτό δεν άντεχε στην παραμικρή λογική, μουρμουρίζαμε: «Καταστρέψτε, καταστρέψτε, μας είπανε». Και ξανά υποτασσόμασταν στον Καίσαρα.
«Μα δεν καταλαβαίνετε πως ο κόσμος αλλάζει και δεν μπορούμε να μείνουμε στα παλιά;», μας είπανε. Από τη δεκαετία του 1980, μας πιπιλάνε το μυαλό με την κακόφημη Παγκοσμιοποίηση. Πολλοί την πίστεψαν τότε… «Στο παγκόσμιο χωριό, η δική σας βαριά βιομηχανία, είναι ο Τουρισμός», μας είπανε με περίσσια σιγουριά. Και παρατήσαμε παραμυθιασμένοι την αγροτική οικονομία, γεμίσαμε με μπετονένια κουφάρια τις όμορφες παραλίες, για να γίνουμε γκαρσόνια και καμαριέρες. Γιατί μόνο συμπαθητικά γκαρσόνια μπορούσαμε να γίνουμε σε αυτή τη «βιομηχανία» που δεν την ορίζαμε εμείς, αλλά οι Καίσαρες της γης. Η τουριστική βιομηχανία παραγόταν από τα διεθνή μονοπωλιακά κέντρα, που την κατεύθυναν πολιτικά και οικονομικά, στις χώρες – μπουλόνια. Γιατί αν παράγεις μόνο μπουλόνια και όχι την ατμομηχανή, τότε στην καλύτερη περίπτωση, έχεις μόνο ελαφρά «βιομηχανία», στην κατηγορία φτερού. Φτερό στον άνεμο.
Ο άνεμος πήρε και σήκωσε την Παγκοσμιοποίηση και αυτό που έμεινε είναι η βαριά πραγματικότητα του λυσσασμένου εμπορικού πολέμου, που διεξάγουν οι παγκόσμιοι Καίσαρες.
Πολλοί άνθρωποι στη χώρα μας, (και όχι μόνο σε αυτή), για σχεδόν σαράντα χρόνια τώρα «συνήθισαν» να βγάζουν τη χρονιά τους κυρίως από τον τουρισμό και να ψιλοτσοντάρουν από αγροτικές ή άλλες ασχολίες του χειμώνα, διαμορφώνοντας έτσι τον ετήσιο οικογενειακό κορβανά. Οι ντόπιοι εκατόνταρχοι της λεγεώνας, μας διαβεβαίωναν: «πολύ καλά πάει ο τουρισμός». Και τόσα εκατομμύρια τουρίστες ήρθαν πέρσι και τόσα φέτος και τόσα περιμένουμε του χρόνου. Στα εκατομμύρια των επισκεπτών καλά πηγαίναμε. Ο τουρισμός έλυνε το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, σαν βαριά βιομηχανία όμως; Φυσικά και όχι. Οι φαμίλιες εξακολουθούν να ματώνουν οικονομικά. Αυτό το χειμώνα θα προστεθούν στους οικονομικά μαραζωμένους, πολλοί. Οι απλήρωτοι της Τόμας Κουκ. Οι οικογένειες που δούλευαν στην οικογενειακή τουριστική επιχείρηση, οι φοιτητές που έβγαζαν το συμπλήρωμα των σπουδών τους στις ανασφάλιστες τουριστικές εργασίες, οι εργαζόμενοι μόνιμα και εποχιακά στη «βαριά βιομηχανία».
Μας είπαν ψέματα πολλά. Καιρός να πάψουμε να λέμε μεμψίμοιρα «έτσι μας είπαν».
Ας βγούμε από τα καρέ της σειράς του Οβελίξ και το ρόλο του ανώνυμου λεγεωνάριου. Ας παλέψουμε για τη ζωή μας.
Τάνια