Η νέα χρονιά βρήκε τη Βραζιλία με τον Μπολσονάρου ορκισμένο πρόεδρο. Ήδη από τη μεταβατική περίοδο μετά τις εκλογές της 28ης Ωκτωβρίου, αυτός και όλο το ακροδεξιό συνοθύλευμα που τον περιστοιχίζει και ανέλαβε υπουργικές θέσεις, με χαιρεκακία και ρεβανσισμό διακήρυτταν την επερχόμενη πολιτική. Αυτή η πολιτική, που τώρα έφτασε η ώρα να εφαρμοστεί πάνω στο λαό της Βραζιλίας, συνίσταται στην ακύρωση οποιασδήποτε λαϊκής κατάκτησης της περιόδου του Λούλα και από ΄κει και πέρα στον περιορισμό των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Ένα παράλληλο πρόγραμμα ενταντικοποίησης της κρατικής καταστολής και τρομοκρατίας σε όλα τα επίπεδα θα εγγυηθεί την απρόσκοπτη εφαρμογή αυτής της πολιτικής. Όλα αυτά σ’ ένα πλαίσιο έντονης προσέγγισης με τις ΗΠΑ του Τραμπ.
Από τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου υπάρχουν οι πρώτες ενδείξεις, για το τι σημαίνουν όλα αυτά στην πράξη. Θέλοντας να επιβεβαιώσει τον χαρακτηρισμό «Ο Τραμπ των Τροπικών», ο Μπολσονάρου μιμήθηκε τον Τραμπ και χρησιμοποίησε το Twitter για να ανακοινώσει το πρώτο κύμα ιδιωτικοποιήσεων. Αυτό αφορά 12 αεροδρόμια και 4 λιμάνια. Για να δικαιολογήσει την πολιτική τού ξεδοντιάσματος της Βραζιλίας, παρουσιάζει τις ιδιωτικοποιήσεις τάχα ως αντίδοτο στη διαφθορά.
Η αντιλαϊκή επέλαση αναμένεται να ξεκινήσει και από τις συντάξεις. Η ακροδεξιά κυβέρνηση μιλάει για υπερβολικές συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις του κράτους, τις οποίες συνδέει με το υψηλό έλλειμα της οικονομίας περίπου 8 τοις εκατό. Θυμίζοντας λίγο πολύ τα δικά μας παραμύθια περί «ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς», που οδήγησε την Ελλάδα στα βράχια, ο Μπολσονάρου διατυμπανίζει ότι για την κατάσταση αυτή φταίει ο σοσιαλισμός. Στο μυαλό της ακροδεξιάς, μια μετριοπαθής διακυβέρνηση, όπως της περιόδου του Λούλα ή ακόμη και των Ρούσεφ και Τέμερ, φαντάζει «σοσιαλισμός» και το γεγονός πως οι απόμαχοι της εργασίας λαμβάνουν σύνταξη, ως πολυτελής παροχή.
Συνεπώς, δεν εκπλήσσει το πογκρόμ που ανακοινώθηκε ενάντια σε εκείνους τους συμβασιούχους κρατικούς λειτουργούς, οι οποίοι αντιμετωπίζονται ως αριστεροί συμπαθούντες των προηγούμενων κυβερνήσεων, ώστε να υπάρξει κάθαρση του κρατικού μηχανισμού από τις «σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδέες» κατά τα λεγόμενα του Όνιξ Λορενζόνι, υπουργού Εσωτερικών. Ήδη έχουν απολυθεί 300 ατόμα, κυρίως από το υπουργείο Εσωτερικών αρχικά και αναμένεται να γίνει το ίδιο παντού. Για την ώρα υποτίθεται ότι δεν κινδυνεύουν οι δημόσιοι υπάλληλοι που έχουν διορισθεί μέσω εξετάσεων, αλλά τίποτα δεν εμποδίζει μια κυβέρνηση, όπου ο ένας στους τρεις είναι πρώην στρατιωτικός και όλοι μαζί υμνητές της εικοσάχρονης δικτατορίας, να νομοθετήσει και προς αυτήν την κατεύθυνση.
Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, ο ακροδεξιός πρόεδρος δήλωσε ότι η χώρα του είναι ανοικτή στο ενδεχόμενο δημιουργίας αμερικάνικης στρατιωτικής βάσης στο έδαφός της, ως αντίβαρο στη ρώσικη επιρροή στη Λατινική Αμερική. Αυτό αφορά στην πραγματικότητα την κοινή στρατιωτική άσκηση μεταξύ Βενεζουέλας και Ρωσίας, που διεξήχθη τον περασμένο Δεκέμβριο και δείχνει μια σύσφιξη των σχέσεων των δύο χωρών, για την οποία δήλωσε ότι ανησυχεί. «Η προσέγγισή μου με τις ΗΠΑ είναι οικονομική, αλλά μπορεί να γίνει και πολεμική» δήλωσε, δίνοντας συνέχεια στις απειλές εναντίον της Βενεζουέλας, τόσο από την προεκλογική, όσο και από τη μεταβατική περίοδο. Ωστόσο υπάρχουν αναφορές, ότι το ενδεχόμενο μιας βάσης δεν αρέσει σε μερίδα του στρατού, όπου υπάρχει ανησυχία ότι ο Μπολσονάρου κινείται υπερβολικά γρήγορα στην ολόπλευρη προσέγγισή του με τις ΗΠΑ. Σ’ αυτό το πνεύμα, το υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε ότι το θέμα δεν έχει συζητηθεί επίσημα. Σε κάθε περίπτωση οι ΗΠΑ βλέπουν στη Βραζιλία του Μπολσονάρου μια ευκαιρία για να επιβάλλουν τα σχέδιά τους στην ευρύτερη περιοχή, «μια ευκαιρία να εργαστούμε από κοινού ενάντια σε αυταρχικά καθεστώτα», σύμφωνα με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, αναφερόμενο στις Βενεζουέλα, Κούβα και Νικαράγουα.