Μια ομάδα τροφίμων των φυλακών υψίστης ασφαλείας Ρεμίμπια δοκιμάζεται στο ανέβασμα του “Ιούλιου Καίσαρα” του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Τοπικές διάλεκτοι και ιδιώματα βρίσκουν βήμα κι ερμηνευτικά ταλέντα ξεδιπλώνονται, καθώς η διαδικασία ακολουθεί την πάγια, τετριμμένη οδό:
Ακροάσεις, μοίρασμα ρόλων, κοπιώδεις, πολύμηνες πρόβες μέχρι την πρεμιέρα και την ενθουσιώδη υποδοχή του κοινού.
Οι αφοσιωμένοι συντελεστές δεν επιστρέφουν ωστόσο στο πολύχρωμο, καθησυχαστικό περιβάλλον της οικογενειακής εστίας και των ανοιχτών δρόμων, αλλά στη βουβή, μαυρόασπρη παγωμάρα των κελιών μιας φυλακής
.

Η γαλλική ταινία “Ένας θρίαμβος”, που περιστρέφεται γύρω από τον εγκλεισμό και την τέχνη και κυκλοφόρησε πρόσφατα στον τόπο μας, αποτέλεσε εξαιρετική αφορμή για να θυμηθούμε την τελευταία ταινία των αδερφών Ταβιάνι (2012), “Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει”, με απολύτως αντίστοιχη θεματική, αλλά πολύ διαφορετική κινηματογραφική γλώσσα και ύφος.

Σε ηλικία 81 και 83 αντίστοιχα, ο Πάολο και ο Βιτόριο Ταβιάνι, οι δημιουργοί του «Χά­ους» και του «Padre Padrone», οι ευκατάστατοι αστοί που δήλωναν μαρξιστές και μέλη του Κ.Κ. Ιταλίας, επέστρεψαν δριμύτατοι, με μια δημιουργία που γοήτευσε πολύ περισσότερους από τους τυπικούς σινεφίλ, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμα φορά τον Βασίλη Ραφαηλίδη, που θεωρούσε τους αδελφούς Ταβιάνι «τους υπ’ αριθμόν ένα στυλίστες του ευρωπαϊκού σινεμά και εξπέρ της πολυσημικής έκφρασης».
Στοχασμός πάνω στα όρια αλλά και τη σχέση ελευθερίας και τέχνης, αλληγορία για τη βία και την εξουσία (κάποιοι από τους ερμηνευτές είναι πρώην μαφιόζοι, και όλοι ή σχεδόν κρατούνται για εγκληματικές πρά­ξεις), κριτική στο σωφρονιστικό σύστημα και τις πολλαπλές όψεις του εγκλεισμού, οπτική πανδαισία με μαυρόασπρα γκρο-πλαν που θα κάνουν τους νεόκοπους Σκορσέζε να χλομιάσουν, φόρος τιμής στον Σαίξπηρ και το πολύπτυχο έργο του, η ταινία των Ταβιάνι αποτυπώνει με μοναδική μαεστρία και ανθρωπιά, τις αντιφατικές διαστάσεις και την απύθμενη θλίψη που περικλείνει η καθηλωτική κουβέντα του ερμηνευτή – κρατούμενου: «Από τότε που γνώρισα την τέχνη, το κελί μου έγινε φυλακή».

Με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας, τα δύο αδέρφια υπήρξαν ιδιαίτερα αποκαλυπτικά σε σχετική συνέντευξή τους: «Προερχόμαστε από αστική οικογένεια του Σαν Μινιάτο, υπέροχη κωμόπολη, αλλά φεουδαρχική. Υπήρχαν οι ευγενείς, οι μαρκήσιοι, η άρχουσα τάξη, και μετά υπήρχε η αστική τάξη στην οποία ανήκαμε κι εμείς. Ο λαϊκός κόσμος δεν είχε καμία εξουσία. Θεωρούνταν σχεδόν παρίες. Κάποιοι φτωχοί, στο Σαν Μινιάτο, ζούσαν στους στάβλους. […] Πάνω απ’ όλα αυτά υπήρχε ο φασισμός. Ο πατέρας μας ήταν ένας από τους ελάχιστους – τους μετρούσες στα δάχτυλα τους ενός χεριού – που δεν πήρε ποτέ φασιστική ταυτότητα, […] και μια μέρα, ανεβαίνοντας στο Σαν Μινιάτο, μας εξήγησε τα πάντα. Καταλάβαμε γιατί έπρεπε να μισούμε το φασισμό. […] O κινηματογράφος μας έκανε να ανακαλύψουμε τον “κόκκινο” κόσμο, […] έναν κόσμο που δεν γνωρίζαμε ως αστοί, τον κόσμο των καταπιεσμένων, τον εργατικό κόσμο, και πάνω απ’ όλα τον αγροτικό κόσμο. Γεννηθήκαμε σε μια πολύ ιδιαίτερη περίοδο: φασισμός, ναζισμός, αντάρτες, αντίσταση, ανοικοδόμηση.  Ζήσαμε μέσα στη μεγάλη κίνηση της ιστορίας, της πολιτικής, της κοινωνίας. […] Ο άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό, επειδή ζει ανάμεσα στους άλλους και, αν έχει μια ελάχιστη σχέση με τους άλλους, αποκτά ακόμη και χωρίς να το θέλει μια συμπεριφορά, έναν τρόπο πολιτικό. Εμείς αφηγηθήκαμε τα πράγματα, τους ανθρώπους που βρίσκονταν γύρω μας, εμάς τους ίδιους, σε σχέση με τον καιρό μας. […] Το ’44 μέσα σε ένα καλοκαίρι αναποδογυρίστηκε ο κόσμος. Από τους ναζί στους αντάρτες και στην ελευθερία. Η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ οριστικά κλειστή. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα να αναποδογυριστεί στο αντίθετό της. Είναι μια εμπειρία που ζήσαμε πάνω στο πετσί μας, γιατί κι εμείς διαφύγαμε στους λόφους, μας πυροβόλησαν από πίσω, σκότωσαν τους φίλους μας, είδαμε τον πόνο, το αίμα, τους νεκρούς. […] Εμείς πιστεύαμε ότι όλη η ζωή μας έτεινε προς την αλλαγή. Το ουτοπικό στοιχείο υπήρχε πάντα. Δεν σκεφτόμασταν: αυτή η ταινία θα χρησιμέψει συγκεκριμένα για κάτι. Όταν γυρίσαμε τους «Ανατρεπτικούς» είχαμε φύγει από το ΙΚΚ λόγω των γεγονότων της Ουγγαρίας, ήμασταν όμως πάντα δεμένοι με το κόμμα. […] Δεν παραδινόμαστε, ποτέ. Λένε ότι γερνώντας γινόμαστε πιο γενναιόδωροι, πιο ανεκτικοί. Δεν είναι αλήθεια. Έχουμε και τώρα το ίδιο επαναστατικό ένστικτο που είχαμε πάντα. […] Ένας νέος που θέλει να κάνει κινηματογράφο σήμερα πρέπει να αντιγράψει, να αντιγράψει, να αντιγράψει. […] Αφού θα αντιγράψει ξανά και ξανά, μπορεί να αρχίσει να πειραματίζεται γράφοντας. […] Αυτή είναι η εμπειρία μας».
Κύκνειο άσμα του Βιτόριο Ταβιάνι, που άφησε την τελευταία το πνοή στις 15 Απριλίου του 2018, σε ηλικία 88 ετών.
Χρυσή Άρκτος στο φεστιβάλ Βερολίνου.