«Μπροστά στις προεδρικές εκλογές, οι ΗΠΑ βρίσκονται διχασμένες όσο ποτέ -τόσο στην κορυφή όσο και στη βάση της κοινωνίας- και είναι αμφίβολο αν οι εκλογές θα αντιμετωπίσουν ή θα περιπλέξουν και θα οξύνουν ακόμη περισσότερο τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις. Η κυβέρνηση Τραμπ προωθεί στο εσωτερικό τον εκφασισμό του αμερικανικού κράτους, διεγείρει τον εθνικισμό, το ρατσισμό και την ξενοφοβία, καλύπτοντας και συγκαλύπτοντας ρατσιστικά εγκλήματα, όπως η στυγερή δολοφονία του Τζόρτζ Φλόιντ που πυροδότησε πρωτοφανή λαϊκή εξέγερση στις ΗΠΑ πριν λίγους μήνες.» (Από την απόφαση της ΚΕ του Μ-Λ ΚΚΕ, Οκτώβρης 2020).
Οι τελευταίες εξελίξεις στην Ουάσιγκτον, με την εισβολή των οπαδών – συμμοριών του Τράμπ στο Καπιτώλιο για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ, τους πέντε νεκρούς και όσα επακολούθησαν, δείχνουν πραγματικά το βαθύ διχασμό που κυριαρχεί στην κορυφή και στη βάση της αμερικάνικης κοινωνίας, τη βαθιά και παρατεταμένη πολιτική κρίση που βρίσκεται ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός τα τελευταία χρόνια. Όλα αυτά αποτελούν έκφραση των μεγάλων προβλημάτων και αδιεξόδων με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπος ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, της μεγάλης φθοράς και εξασθένησης που έχει υποστεί, της κατάπτωσης και παρακμής στην οποία σταδιακά εισέρχεται.
Τα γεγονότα στο Καπιτώλιο περισσότερο συμβολικό – οπερετικό χαρακτήρα έχουν. Το βασικό ζήτημα είναι ποια κατάσταση επικρατεί στους κυρίαρχους πολιτικούς κύκλους και στους νευραλγικούς μηχανισμούς του αμερικάνικου κράτους, στο στρατό και τις μυστικές υπηρεσίας. Όταν πριν μια εβδομάδα βγήκαν με κοινή ανακοίνωση 10 πρώην υπουργοί εθνικής άμυνας των ΗΠΑ, ρεπουμπλικάνοι και δημοκρατικοί, προειδοποιώντας και καταγγέλλοντας να μην υπάρξει καμιά “ανάμειξη” του στρατού στις πολιτικές εξελίξεις γιατί όσοι στρατιωτικοί αναμειχθούν θα υποστούν το ανάλογο τίμημα, αυτό σημαίνει πως το πρόβλημα δεν είναι κάποιες συμμορίες ακροδεξιών δολοφόνων που περιφέρονται, αλλά ο μεγάλος αναβρασμός και η υπόγεια σύγκρουση που σοβεί στα ανώτερα πολιτικά και στρατιωτικά κλιμάκια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Το βέβαιο είναι πως όποια έκβαση κι αν έχει η αντιπαράθεση σε αυτή τη φάση -και όλα δείχνουν πως μεγάλος χαμένος πολιτικά βγαίνει ο Τραμπ- δεν πρόκειται να ξεπεραστούν τα προβλήματα, αντίθετα θα ενταθούν και θα κλιμακωθούν οι εσωτερικές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις το επόμενο διάστημα.
Αναμφισβήτητα το διεθνές γόητρο των ΗΠΑ υπέστη τεράστιο πλήγμα και είναι χαρακτηριστικές οι ανακοινώσεις που εξέδωσαν τα δυτικά κράτη και οι ηγέτες τους, αλλά και το σοκ στο οποίο βρέθηκαν οι απανταχού θιασώτες, προπαγανδιστές και λακέδες της αμερικάνικης υπερδύναμης. Το λούστρο της “Αμερικάνικης Δημοκρατίας” θάμπωσε για τα καλά, όχι μόνο τις τελευταίες μέρες αλλά τους τελευταίους μήνες, όταν τα δυο βασικά κόμματα καθυβρίζονται και αλληλοκαταγγέλλονται για εκλογές απάτης και νοθείας, κουρελιάζοντας σε διεθνή θέα τούς περίφημους “δημοκρατικούς θεσμούς” και διαδικασίες στην “πρώτη χώρα της ελευθερίας και δημοκρατίας”. Αποδείχνεται έτσι μπροστά στα μάτια όλης της δημοκρατικής ανθρωπότητας πως ο βασιλιάς είναι γυμνός, πως ό,τι κάνει στον υπόλοιπο πλανήτη, δηλαδή αμέτρητα εγκλήματα, στρατιωτικοφασιστικά πραξικοπήματα, πολέμους, καταπάτηση κάθε έννοιας δημοκρατική αρχής, τα ίδια κάνει και στο εσωτερικό της χώρας του ενάντια στον ίδιο το λαό του.
Για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν
Όλο το προηγούμενο διάστημα, ο Τραμπ προσπαθούσε να εκβιάσει τα στελέχη του κόμματός του να μην αναγνωρίσουν το αποτέλεσμα και ως ένα βαθμό τα είχε καταφέρει, τουλάχιστο σύμφωνα με πληροφορίες που έκαναν λόγο για 12 Γερουσιαστές και 100 Βουλευτές έτοιμους να τον ακολουθήσουν στην πραξικοπηματική κίνησή του. Καθοριστική θεωρείται η στάση του Αντιπρόεδρου Μάικ Πενς, ο οποίος αποφάσισε… να κατέβει από το τρένο προτού αυτό φτάσει στην τελευταία χωρίς επιστροφή στάση, δηλώνοντας ότι θα σεβαστεί το Σύνταγμα, αναγνωρίζοντας το εκλογικό αποτέλεσμα. Σχεδόν αμέσως ο Τραμπ τον κατηγόρησε για δειλία, όπως όλους όσους από το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων δεν τον ακολούθησαν.
Αυτό το έκανε μία ώρα περίπου πριν την εισβολή, καθώς μιλούσε σε συγκεντρωμένο πλήθος σκληροπυρηνικών οπαδών του έξω από τον Λευκό Οίκο. Από ’κει κάλεσε τους οπαδούς του να διαδηλώσουν προς το Καπιτώλιο “ειρηνικά και πατριωτικά” προκειμένου “να σώσουμε τη δημοκρατία μας”.
Το εξαγριωμένο πλήθος, που εδώ και χρόνια είχε δηλητηριαστεί με την ιδέα ότι οι Δημοκρατικοί θα κλέψουν τις εκλογές ό,τι και να γίνει, για να επιβάλουν… το σοσιαλισμό(!), έκανε έφοδο, υπερίσχυσε μάλλον εύκολα των δυνάμεων φύλαξης του Καπιτώλιου, οι οποίες -όπως πολλοί παρατηρούν- ήταν πολύ πιο ισχνές από την περίοδο των αντιρατσιστικών διαδηλώσεων, εισέβαλε στο εσωτερικό του κτηρίου, επιβάλλοντας τη διακοπή της συνεδρίασης του Κονγκρέσου, το οποίο προσήλθε πάλι αργά το απόγευμα για να συνεχίσει τη διαδικασία, αφού κινητοποιήθηκαν και 1000 εθνοφρουροί, προκειμένου να αποκατασταθεί η τάξη. Ο Τραμπ μέσω Twitter συνεχάρη ανοικτά το τάγμα εφόδου: “Πάτε σπίτι, είστε μοναδικοί, σας αγαπάμε” έγραψε αρχικά, κάνοντας λόγο αργότερα για αδικημένους πατριώτες που τους στέρησαν τον εκλογικό θρίαμβο και για… μέρα που θα τη θυμούνται για πάντα! Σε αυτό μάλλον έχει δίκιο…
Είναι άραγε αυτά τα γεγονότα οι τελευταίοι σπασμοί ενός ξοφλημένου πολιτικού κυκλώματος που στήριξε τον Τραμπ ή πρόκειται για τα μαντάτα ενός ταραγμένου πολιτικού μέλλοντος στις ΗΠΑ; Το Ρεπουμπλικάνικο κόμμα αποφάσισε το 2016 να βγάλει ένα τζίνι από το λυχνάρι, προκειμένου να κερδίσει τις εκλογές τότε. Φαίνεται πως το τζίνι δεν πρόκειται να επιστρέψει μέσα σε αυτό, τουλάχιστο όχι προτού γκρεμίσει τους τοίχους του παλατιού, είτε πρόκειται για το Ρεπουμπλικάνικο κόμμα είτε για κάτι πολύ ευρύτερο…
Μέχρι στιγμής, κορυφαίοι πολιτικοί παράγοντες του κόμματος -όπως ο Μιτς Μακ Κόνελ, πρόεδρος της Γερουσίας, και ο Μιτ Ρόμνεϊ- έχουν καταδικάσει τον Τραμπ ως υπαίτιο της κατάστασης και το ίδιο έχουν κάνει λίγο πολύ όλοι οι ηγέτες της ΕΕ και όχι μόνο. Ο γενικός γραμματέας του NATO επίσης καταδίκασε τα γεγονότα καλώντας σε αναγνώριση και σεβασμό του εκλογικού αποτελέσματος.
Οι πιστοί στον Τραμπ -όπως ο Τεντ Κρουζ- είναι σε δύσκολη θέση. Από τη μεριά του, ο Μπάιντεν δε φάνηκε ιδιαίτερα ανήσυχος. Δήλωσε πως δε φοβάται ούτε για τον εαυτό του, ούτε για την ανακήρυξή του σε πρόεδρο των ΗΠΑ. Καταδίκασε την “πρωτοφανή επίθεση στη Δημοκρατία”, όπως χαρακτήρισε τα γεγονότα, και κάλεσε τον Τραμπ να κάνει το χρέος του, δηλαδή να καλέσει τους οπαδούς του να σταματήσουν την “πολιορκία”.
Με όλα αυτά, η νίκη και των δύο υποψήφιων Γερουσιαστών των Δημοκρατικών στην πολιτεία της Τζόρτζια πέρασε σε δεύτερο πλάνο, αλλά είναι σημαντική εξέλιξη. Η ανάδειξη των Ράφαελ Γόρνοκ και Τζον Όσοφ σε Γερουσιαστές σημαίνει ότι τελικά τον έλεγχο της νέας Γερουσίας θα τον έχουν οι Δημοκρατικοί, κάνοντας -σε πρώτη ανάγνωση- το έργο του Μπάιντεν ευκολότερο. Σε πρώτη ανάγνωση, διότι ταυτόχρονα αυτό σημαίνει ότι ο Μπάιντεν στερείται πλέον μιας βασικής δικαιολογίας προκειμένου να αθετήσει επίσημες υποσχέσεις προς τον Σάντερς και την πτέρυγα των “προοδευτικών” σχετικά με διάφορες φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις. Όχι ότι και οι τελευταίοι και ο Σάντερς δεν στερούνται και αυτοί μια βολική δικαιολογία για μια ενδεχόμενη, αρκετά πιθανή αποτυχία του.
Άλλωστε πριν από τα γεγονότα της Τετάρτης, οι “προοδευτικοί” κλήθηκαν από τη βάση τους να “επιβάλουν την ψηφοφορία”. Ποια ψηφοφορία; Αυτή για δημόσια και δωρεάν Υγεία για όλους. Ουσιαστικά αυτό που έγινε είναι ότι ασκήθηκε πίεση σε 15 Βουλευτές της “προοδευτικής” πτέρυγας των Δημοκρατικών, ώστε αυτοί να μην ψηφίσουν τη Νάνσι Πελόσι ως πρόεδρο της Βουλής, αν αυτή δεν υποσχεθεί πρώτα δημόσια να φέρει σχετικό νομοσχέδιο για ψήφιση σε αυτή. Η πρωτοβουλία ξεκίνησε από τον δημοφιλέστατο δημοσιογράφο και κωμικό Τζίμυ Ντορ, ο οποίος συχνά βάλλει εναντίον των “προοδευτικών” χαρακτηρίζοντάς τους πολιτικούς απατεώνες. Τελικά οι περισσότεροι -αν όχι όλοι από αυτούς- την ψήφισαν χωρίς κάποια υπόσχεση σχετικά με το ζήτημα.