Βγαίνοντας από το 2024, τα βασικά αστικά κόμματα, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, με τα «τραύματα» που έχει αφήσει η διευρυμένη λαϊκή αποστροφή προς την πολιτική τους, ξεκινούν το 2025 με τους πολιτικούς σχεδιασμούς τους, εμφανώς, να κοιτούν προς τη διαμόρφωση των κοινοβουλευτικών συσχετισμών στις επόμενες εκλογές, ανεξάρτητα από τις δηλώσεις Μητσοτάκη ότι αυτές θα γίνουν στο τέλος της κυβερνητικής θητείας, το 2027.
Κοινός παρονομαστής όλων αυτών των σχεδιασμών είναι ότι κινούνται σε ένα πλαίσιο που, ουσιαστικά, αφήνει άθικτη την αντιλαϊκή πολιτική αλλά διανθίζεται με απατηλές υποσχέσεις, πενιχρά φιλοδωρήματα «φιλόπτωχου ταμείου» και δημαγωγικές «προτάσεις», έτσι ώστε να παραπλανηθεί το λαϊκό σώμα.
Ένα πλαίσιο που, από τη μια, παρέχει το βαθμό «συναίνεσης» που χρειάζεται η λειτουργία του αστικού πολιτικού συστήματος για την εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής και, από την άλλη, επιδιώκει την επαναφορά της λαϊκής ψήφου στα βασικά αστικά κόμματα.
Ο σχεδιασμός της ΝΔ αναγκαστικά λαμβάνει υπόψη της ότι έχει μπει σε μια περίοδο φθοράς της εκλογικής κυριαρχίας της, την οποία συνεχίζουν να επιβεβαιώνουν οι δημοσκοπήσεις μετά τις ευρωεκλογές. Ότι αντιμετωπίζει προβλήματα ενός είδους εσωκομματικής αντιπολίτευσης, που εκδηλώθηκε, κυρίως, με τις δημόσιες κριτικές των πρώην πρωθυπουργών Κ. Καραμανλή και Α. Σαμαρά αλλά και κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις βουλευτών της, οι οποίες έχουν οξύνει τις εσωκομματικές αντιθέσεις της και έχουν φέρει διαγραφές και παραιτήσεις βουλευτών και στελεχών της, με αποκορύφωμα τη διαγραφή του Α. Σαμαρά. Ότι οι εξελίξεις έχουν αυξήσει τις πιέσεις που δέχεται η ΝΔ στο εκλογικό ακροατήριό της από τα ακροδεξιά (κόμμα Βελόπουλου, κόμμα Λατινοπούλου, «Νίκη» κλπ) και είναι ανοικτό το ζήτημα ποιες κινήσεις θα κάνει ο Α. Σαμαράς μπροστά στις επόμενες βουλευτικές εκλογές και τι διεργασίες μπορούν να γίνουν στο χώρο της ακροδεξιάς. Με βάση όλα αυτά, οι επόμενες πολιτικές κινήσεις του Κυρ. Μητσοτάκη προσπαθούν να συνδυασθούν σε ένα διπλό στόχο: στο να ανακόψουν τη φθορά της κυβέρνησής του και, παράλληλα, στο να διασφαλίσουν τη συνέχιση της αντιλαϊκών «μεταρρυθμίσεων».
Όσον αφορά τον πρώτο, έχει επιστρατευθεί, κατ’ αρχήν, η προπαγάνδα του ψεύδους για τα κυβερνητικά πεπραγμένα, όπως φάνηκε και από τα κυβερνητικά μηνύματα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανίων, στα οποία ο Κυρ. Μητσοτάκης μίλησε με στόμφο για «κατακτήσεις του 2024», για «ισχυρή οικονομία» και «Ελλάδα φάρο της σταθερότητας σε έναν ασταθή κόσμο», πλάθοντας μια φανταστική εικόνα για την κυβερνητική εσωτερική και εξωτερική πολιτική την οποία διαψεύδουν ακόμα και οι πρόσφατες εκθέσεις της Κομισιόν και της Eurostat, σημειώνοντας πως οι περισσότεροι κοινωνικοί δείκτες της Ελλάδας «υποδεικνύουν μια κρίσιμη κατάσταση», οι επικίνδυνες εμπλοκές της στους πολέμους της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής αλλά και οι έντονες κριτικές και ανησυχίες που έχουν υψωθεί ακόμα και μέσα στο εσωτερικό της ΝΔ για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης (ελληνοτουρκικά κλπ).
Ως μέσο χαλάρωσης των πιέσεων στην κυβέρνηση χρησιμοποιείται από τον Κυρ. Μητσοτάκη και η απόσπαση συναίνεσης της αστικής αντιπολίτευσης σε θέματα κυβερνητικής πολιτικής και αυτό φάνηκε και από την τελευταία συνάντηση που είχε με τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ Νίκο Ανδρουλάκη και τις δηλώσεις που επακολούθησαν. Με ανάλογη σκέψη φαίνεται να χειρίζεται και το ζήτημα της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, το οποίο έσπευσε να το ανοίξει πριν την ανακοίνωση που θα κάνει το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου. Με δεδομένο ότι η εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας -μετά τη συνταγματική αλλαγή που έκανε η δική του κυβέρνηση, σύμφωνα με την οποία Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να εκλέγεται από τη Βουλή και με σχετική πλειοψηφία- δεν έχει τις πολιτικές συνέπειες που είχε παλιότερα (μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και σε βουλευτικές εκλογές), το άνοιγμα του ζητήματος έχει άλλη σκοπιμότητα. Να προκαλέσει μια συζήτηση και συνδιαλλαγή με την αντιπολίτευση αλλά και με το εσωτερικό της ΝΔ (όπου είναι γνωστό ότι υπάρχουν αντιθέσεις για την επανεκλογή της Σακελλαροπούλου), ώστε αυτό το θέμα να προσπεραστεί χωρίς να υπάρξουν μη επιθυμητές παρενέργειες για τη ΝΔ, γιατί -όπως σημειώνει και η αστική αρθρογραφία- θα αποτελέσει και ένα «τεστ συσπείρωσής» της.
Στην ίδια κατεύθυνση της συγκράτησης της κυβερνητικής φθοράς, ο σχεδιασμός του Κυρ. Μητσοτάκη, όπως διέρρευσε, συμπεριλαμβάνει και έναν κυβερνητικό ανασχηματισμό που τοποθετείται προς τα μέσα του χρόνου και αποβλέπει σε ένα «ρετουσάρισμα» του κυβερνητικού προσώπου ενόψει των εθνικών εκλογών.
Όσον αφορά το δεύτερο στόχο, της διασφάλισης της συνέχισης των αντιλαϊκών «μεταρρυθμίσεων», εδώ τα πράγματα έχουν δρομολογηθεί με τον φορομπηκτικότερο κρατικό προϋπολογισμό του 2025 που ψηφίσθηκε το Δεκέμβρη, αλλά και με τη σωρεία νέων νόμων που έχει προγραμματίσει να ψηφίσει η κυβέρνηση αυτή τη χρονιά, οι οποίοι προαναγγέλθηκε ότι θα συμπεριλαμβάνουν «203 μεταρρυθμίσεις». Ωστόσο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν αρκείται σε αυτά, αλλά θέλει να διευρύνει και να «δέσει» το αντιλαϊκό πρόγραμμα «μεταρρυθμίσεών» της με μια συνταγματική αναθεώρηση. Ο Κυρ. Μητσοτάκης έχει δηλώσει ότι θα ανοίξει αυτή τη διαδικασία το δεύτερο εξάμηνο το 2025, επιδιώκοντας να αποσπάσει τη συναίνεση της αντιπολίτευσης στις διατάξεις που θέλει να αναθεωρήσει, ανάμεσα στις οποίες προεξέχει η αναθεώρηση του άρθρου 16, που θα επιτρέψει με τη συνταγματική νομιμοποίησή της ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Η παρούσα Βουλή θα προτείνει τις αλλαγές που θα γίνουν, οι οποίες θα εγκριθούν από τη Βουλή που θα βγει μετά τις εκλογές και θα είναι αναθεωρητική.
***
Στο στρατόπεδο της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης η ρευστότητα που δημιουργήθηκε μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2023, με τον κατακερματισμό του ΣΥΡΙΖΑ, οδήγησε μέσα στο 2024 σε ανακατατάξεις που με τη νέα χρονιά έχουν φέρει στη θέση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης το ΠΑΣΟΚ, με επικεφαλής τον Ν. Ανδρουλάκη. Η εξέλιξη αυτή πριμοδοτήθηκε και πριμοδοτείται από κέντρα του αστικού πολιτικού συστήματος, όχι μόνο γιατί το ΠΑΣΟΚ είναι πολύχρονα δοκιμασμένος εγγυητής των συμφερόντων της ντόπιας ολιγαρχίας και της πολιτικής της Δύσης, αλλά και για την αποκατάσταση της αστάθειας που δημιούργησε στη λειτουργία του αστικού πολιτικού συστήματος η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ. Αξιοποιώντας αυτές τις εξελίξεις, το ΠΑΣΟΚ σχεδιάζει τώρα πώς θα πλασαριστεί ως το κόμμα της «εναλλακτικής διακυβέρνησης», ενισχύοντας κι άλλο το εκλογικό ποσοστό του, παραγκωνίζοντας το ΣΥΡΙΖΑ και θέτοντας ως δημοσκοπικό στόχο του -όπως λέει- «να γράψει «2» μπροστά», να πιάσει δηλαδή πάνω από το 20% στις δημοσκοπήσεις της νέας χρονιάς. Ανεβάζοντας τώρα τη δημαγωγία του, διατυμπανίζει ότι θα κάνει «ανατρεπτική αντιπολίτευση», καταθέτοντας προτάσεις στη Βουλή, οι οποίες, ωστόσο, διαφοροποιούνται σε ελάχιστα επιμέρους και επουσιώδη ζητήματα της κυβερνητικής πολιτικής, αφήνοντας απείρακτο τον κύριο αντιλαϊκό κορμό της. Ταυτόχρονα, δηλώνει ανοιχτό στη «συναίνεση» δείχνοντας δείγματα τέτοιας γραφής τόσο στη συζήτηση του Ν. Ανδρουλάκη με τον Κυρ. Μητσοτακη άλλα και στη συζήτηση για Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Έχοντας χάσει μεγάλο έδαφος ο ΣΥΡΙΖΑ και διαγκωνιζόμενος όχι μόνο με το ΠΑΣΟΚ αλλά και με τα δύο άλλα κόμματα που άφησαν οι διασπάσεις του (Νέα Αριστερά, κόμμα Κασελάκη) και που απευθύνονται στο ίδιο εκλογικό ακροατήριο, επενδύει την προοπτική του στο «διάλογο με τον προοδευτικό χώρο», σε απευθύνσεις σε πρώην τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ -όπως το «Πράττω» του Κοτζιά και ο «Κόσμος» του Κόκκαλη- και προτείνει «να υπάρχει ένα προοδευτικό σχήμα στις επόμενες βουλευτικές εκλογές απέναντι στον κ. Μητσοτάκη». Στα πλαίσια αυτού του σχεδιασμού του ήδη κάλεσε «να κατατεθεί μια κοινή υποψηφιότητα για τον προοδευτικό χώρο» ενώ ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Φάμελλος, κριτικάροντας τους χειρισμούς Μητσοτάκη, ζήτησε «να προστατευτεί ο θεσμός», «να υπάρχει συνεννόηση» και να αποφευχθεί ο κίνδυνος «να ανατρέψουμε μια πιθανή συναίνεση».
***
Οι σχεδιασμοί των βασικών αστικών κομμάτων δείχνουν το βαθμό σύγκλισής τους στην αντιλαϊκή πολιτική που διαχειρίστηκαν και διαχειρίζονται ως κυβερνήσεις και και στην οποία έδωσαν και δίνουν συναινέσεις ως αντιπολίτευση. Δείχνουν πως σαν τμήματα του αστικού πολιτικού συστήματος συμβάλλουν στην εφαρμογή της, είτε καταστέλλοντας τις λαϊκές αντιδράσεις όταν κατέχουν την κυβέρνηση είτε εκτροχιάζοντας και απορροφώντας αυτές όταν ενεργούν ως κοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Αυτά θέλουν να εξυπηρετήσουν και οι σχεδιασμοί τους για τη νέα χρονιά. Από την άποψη αυτή, έχει μεγάλη σημασία και το 2025 να διατηρηθεί ισχυρή η τάση απεγκλωβισμού των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων από την επιρροή αυτών των κομμάτων που σημειώθηκε τον τελευταίο χρόνο, όπως και η προσπάθεια ο απεγκλωβισμός αυτός να μετασχηματισθεί σε μαζικό κίνημα ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική και για τη διεκδίκηση των λαϊκών αιτημάτων.