«…Χαρακτηριστικές γι’ αυτήν την εποχή δεν είναι μόνο οι δυο βασικές ομάδες χωρών: οι χώρες που κατέχουν αποικίες και οι αποικιακές χώρες, αλλά και οι ποικίλες μορφές των εξαρτημένων χωρών που πολιτικά, τυπικά είναι ανεξάρτητες, στην πράξη όμως είναι μπλεγμένες στα δίχτυα της χρηματιστικής και διπλωματικής εξάρτησης» (Λένιν, «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού»).
Τα τελευταία χρόνια διατυπώνεται από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού φάσματος η θέση ότι η ανάπτυξη της χώρας θα πρέπει να στηριχθεί, κατά κύριο λόγο, στις ξένες επενδύσεις, δηλαδή στο ξένο κεφάλαιο. Το επί πολλά χρόνια απονομιμοποιημένο και με βεβαρυμένο «ποινικό» παρελθόν (και μέλλον) «ξένο κεφάλαιο» φαίνεται τα τελευταία χρόνια ότι όχι μόνο βρίσκει επιτέλους τη «νομιμοποίησή του» στην Ελλάδα, αλλά προσλαμβάνεται ταυτόχρονα και ως ο κατεξοχήν αναγκαίος συντελεστής για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Μεγάλες ξένες εταιρείες, μονοπωλιακές ενώσεις, αρχίζουν να επενδύουν ενίοτε σημαντικά κεφάλαια ή να εκδηλώνουν έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον. Έτσι τα προηγούμενα χρόνια, έγιναν σημαντικές αντιδραστικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των αστικών κυβερνήσεων για την αλλαγή των λεγόμενων παθογενειών και εγγενών δυσλειτουργιών σε κρίσιμους τομείς και θεσμούς του συστήματος, που «ορθώνουν…» ακόμη εμπόδια ή «δυσχεραίνουν…» την προσπάθεια να καταστεί η Ελλάδα ελκυστικός επενδυτικός προορισμός έντασης παραγωγής υπεραξίας.
Η προσέλκυση των ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα ξεκίνησε με τη θέσπιση του Ν.Δ. 2687 το 1953, στο οποίο προβλεπόταν η προστασία των ξένων κεφαλαίων που εισέρρεαν από το εξωτερικό. Το νομοθέτημα παρείχε μία σειρά από ληστρικά κίνητρα για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων -όπως φορολογικά, συναλλαγματικά και δασμολογικά- προκειμένου να διασφαλιστούν οι ξένοι «επενδυτές». Υπήρξαν επίσης διάφορες ειδικές συμφωνίες -στην ουσία νεοαποικιακού τύπου- μεταξύ του Δημοσίου και των ξένων μονοπωλιακών επιχειρήσεων σε περιπτώσεις σημαντικών «επενδυτικών σχεδίων».
Η ανάλυση του ρόλου του ξένου κεφαλαίου στη διαμόρφωση του ελληνικού καπιταλισμού και της αστικής τάξης του, έχει μια προφανή σημασία και σπουδαιότητα για την κομμουνιστική Αριστερά. Πηγάζει από το γεγονός ότι η διείσδυση του ξένου κεφαλαίου στη χώρα διαμορφώνει και τη συνολική διαδικασία στρεβλής ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού και την ενσωμάτωσή του σε μια θέση μέσης ανάπτυξης στη διεθνή καπιταλιστική σκηνή.
Ειδικότερα μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο στις νέες ιμπεριαλιστικές συνθήκες κυριαρχίας των ΗΠΑ, η πρόσδεση στο ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και την ΕΕ, αλλά και η τελευταία μνημονιακή περίοδος αναδεικνύουν πλήρως το ζήτημα της εξάρτησης και της υποτέλειας και στρατιωτικά και πολιτικά. Έτσι προκύπτει το πιο σημαντικό και από μια άποψη μοναδικό στην πολιτική-οικονομική-στρατιωτική σκηνή ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας σε κάθε επίπεδο κρατικής ύπαρξης και παρουσίας της χώρας.
Αναδεικνύεται εκ των πραγμάτων η βεβαιότητα ότι η ανάπτυξη αυτού του είδους και ποιότητας πρόσθεσε νέα δεινά στον πολύπαθο ελληνικό λαό. Όλοι αυτοί που στηρίζουν μέτρα που ευνοούν κάθε είδους ληστρικές επενδύσεις και κάθε είδους αντεργατικά-αντασφαλιστικά μέτρα είναι υπόλογοι απέναντι στον ελληνικό λαό. Ο Μαρξ ειρωνευόταν όσους δεν μπορούσαν (ή δεν ήθελαν) να καταλάβουν την άνιση ανταλλαγή μεταξύ των εθνοκρατικών σχηματισμών: «Δεν πρέπει να απορούμε που οι οπαδοί του ελεύθερου εμπορίου δεν μπορούν να καταλάβουν πώς μπορεί μια χώρα να πλουτίζει σε βάρος μιας άλλης, αφού οι ίδιοι αυτοί κύριοι δεν θέλουν πια να καταλάβουν πώς, στο εσωτερικό μιας χώρας, μια τάξη μπορεί να πλουτίζει σε βάρος μιας άλλης τάξης».
Ας δούμε λοιπόν πώς εξελίσσεται ιστορικά η διείσδυση του ξένου κεφαλαίου με τη μορφή των άμεσων επενδύσεων στη χώρα.
Μέχρι το 1960, πραγματοποιήθηκαν σημαντικές άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) κύρια από τις ΗΠΑ, που στην πλειονότητά τους συγκεντρώθηκαν στους κλάδους των Χημικών, των Πετρελαιοειδών, των βασικών Μετάλλων, των Ηλεκτρικών Ειδών και των Μέσων Μεταφοράς σε ποσοστό πάνω από 80%.
Σημαντικό στοιχείο της περιόδου εκείνης ήταν οι νέες τεχνολογίες που εισήγαγαν οι ξένες επενδύσεις και η παραγωγή νέων προϊόντων στην ελληνική μεταποίηση.
Με την είσοδο στην ΕΟΚ τα πάγια κεφάλαια που προέρχονταν από τις χώρες της αυξήθηκαν κατά 105% σε αντίθεση με τα αμερικανικά. Από τις χώρες προέλευσης της ΕΟΚ, η Δ. Γερμανία παρουσίασε θεαματική αύξηση της τάξης του 306,4%. Ταυτόχρονα, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την εντατικοποίηση της διεθνούς ιμπεριαλιστικής επέκτασης των ΗΠΑ.
Στην επόμενη δεκαετία έχουμε επενδύσεις στους κλάδους των Τροφίμων, Ποτών και της Υφαντουργίας, οι οποίες ως ποσοστό των συνολικών εισροών αυξήθηκαν. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με τη φάση όπου το κεφάλαιο αναζητά αποτελεσματικότητα σε παγκόσμια κλίμακα, με σκοπό την αξιοποίηση του συγκριτικά φθηνότερου εργατικού κόστους και τη δυνατότητα ελεύθερης εξαγωγής από την Ελλάδα προς τις χώρες της ΕΟΚ. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι η όποια ανάπτυξη συντελείται εντάσσεται στα πλαίσια του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, προσδίδοντας στην Ελλάδα χαρακτηριστικά περιφερειακής χώρας, με τη βαριά βιομηχανία αλλά και τη μεταποίηση να αποδυναμώνονται.
Είναι λογικό ότι η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ συνετέλεσε στην αύξηση των ΑΞΕ την πρώτη πενταετία, ενώ αντίθετα τη δεκαετία του 1990 παρατηρήθηκε σημαντική αποκλιμάκωση. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό δε ότι οι ΗΠΑ ως χώρα προέλευσης επενδύσεων χάνει, σταδιακά, τη σημαντικότητά της, καθώς οι εισροές ΑΞΕ που προέρχονται από αυτήν μειώθηκαν. Σε αυτή την περίοδο παρατηρείται μια σημαντική αλλαγή στη σύνθεση των επενδύσεων που οδηγεί σε μια σταθερή αποβιομηχάνιση της χώρας. Οι νέες αγορές εργασίας στην ανατολική Ευρώπη και Ν.Α. Ασία παρέχουν νέες, μεγαλύτερες υπεραξίες και πιο ληστρικό επενδυτικό περιβάλλον, παρά τις «φιλότιμες προσπάθειες» των ελληνικών κυβερνήσεων να επιβάλουν νέα αντιδραστικά-αντεργατικά μέτρα με στόχο τη διατήρησή τους. Ταυτόχρονα η στρέβλωση της καπιταλιστικής παραγωγής μεγαλώνει, σε επίπεδο μάλιστα όπου τα καταναλωτικά αγαθά κάθε μορφής να είναι κυρίως εισαγωγής. Είναι η περίοδος όπου ο… τουρισμός αναδεικνύεται ως η… βαριά βιομηχανία της χώρας.
Μετά το 2000 διαφαίνεται προσανατολισμός των ΑΞΕ προς τους κλάδους υψηλής τεχνολογίας και υπηρεσιών σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο.
Ταυτόχρονα η δυναμική της Ελλάδας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε εξαγορές και ιδιωτικοποιήσεις υφιστάμενων επιχειρήσεων (ΟΤΕ, ΔΕΗ κλπ). Έτσι το 2022, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, μία στις 4 επιχειρήσεις στην Ελλάδα δραστηριοποιείται στον τομέα του εμπορίου. Επίσης, ένα άλλο 17% αφορά επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες (το 2022 το 84,9% των ελληνικών start-ups ελέγχονται από ξένα κεφάλαια), ενώ ένα ακόμη 12% αφορούν υπηρεσίες καταλύματος και εστίασης. Αυτή την περίοδο ισχυρή -και μάλιστα αυξημένη- ήταν η ζήτηση ακινήτων από ξένους επενδυτές -εταιρείες real estate, funds ακινήτων και φυσικά πρόσωπα (στοιχεία ΤτΕ).
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδα, οι (καθαρές) εισροές ΑΞΕ στην Ελλάδα για το σύνολο του 2021 ξεπέρασαν τα 5,3 δισ. ευρώ, έναντι 2,8 δισ. ευρώ το ίδιο διάστημα του 2020, καταγράφοντας αύξηση της τάξεως του 90,2%. Η ληστρική αυτή δραστηριότητα στη χώρα προέρχεται κατά κύριο λόγο από εταιρείες της ΕΕ, όπως επίσης από τις ΗΠΑ, Καναδά και Κίνα, με τις χώρες αυτές να αυξάνουν σημαντικά την επενδυτική τους παρουσία.
Μέσα από αυτά τα δεδομένα βλέπουμε την εξέλιξη των θέσεων του ρεβιζιονιστικού ΚΚΕ που έχει πλήρως απαρνηθεί τη θέση για την εξάρτηση της χώρας καθώς και τις θέσεις του ρεφορμισμού και της σοσιαλδημοκρατίας ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, παρατηρώντας τη σαφή αποδυνάμωση-συσκότιση των θέσεων που αφορούν την εξάρτηση και την υποτέλεια για λόγους που αφορούν νέους πολιτικούς και στρατηγικούς προσανατολισμούς. Το Μ-Λ ΚΚΕ οφείλει να αποκαλύψει πώς φτάσαμε ως εδώ και να αναδείξει το ζήτημα της εξάρτησης. Σε τελική ανάλυση η αποδυνάμωση του αιτήματος της πάλης για εθνική ανεξαρτησία δεν υπηρετεί καθόλου μα καθόλου την επαναστατική διαδικασία απελευθέρωσης του εργαζόμενου λαού από τα δεσμά της μισθωτής σκλαβιάς με την ανατροπή της διπλής κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης.