Στις 8 του Νοέμβρη έλαβαν χώρα στις ΗΠΑ οι λεγόμενες ενδιάμεσες εκλογές. Προς εκλογή ήταν όλες οι 435 έδρες της Βουλής των Αντιπροσώπων, 35 από τις 100 έδρες της Γερουσίας και 36 θέσεις κυβερνητών πολιτειών. Πριν τις εκλογές, οι Δημοκρατικοί του εν ενεργεία προέδρου, Τζο Μπάιντεν, είχαν 220 έδρες στη Βουλή των Αντιπροσώπων και 50 έδρες στη Γερουσία. Δηλαδή διατηρούσαν πλειοψηφία στη Βουλή, ενώ στη Γερουσία μπορούσαν να σπάνε τα αδιέξοδα ισοψηφίας με την ψήφο της αντιπρόεδρου Καμάλα Χάρις, όπως ορίζει ο νόμος.
Όσο πλησίαζαν οι εκλογές, τόσο αυξάνονταν τα δημοσιεύματα και οι φόβοι ότι οι Δημοκρατικοί οδεύουν προς μια μεγάλη εκλογική ήττα όπου θα κινδυνεύσουν να χάσουν τον έλεγχο και της Γερουσίας και της Βουλής, δηλαδή όλου του Κονγκρέσου. Από τα αποτελέσματα όμως που έχουν καταμετρηθεί μέχρι στιγμής δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Φαίνεται πως η κατάσταση στη Γερουσία θα παραμείνει ως έχει, αν και αναμένονται τα τελικά αποτελέσματα σε τρεις πολιτείες, Αριζόνα, Νεβάδα και Τζόρτζια. Όσον αφορά τη Βουλή, αυτή φαίνεται πιο πιθανό να περάσει στα χέρια των Ρεπουμπλικάνων με μικρή διαφορά εδρών.
Όσον αφορά τη Γερουσία, καθοριστική πρέπει να θεωρείται η ήττα του Ρεπουμπλικάνου υποψήφιου Μεχμέτ Οζ, γνωστού και ως «Δρ Οζ», στην Πενσιλβάνια, που αποτελούσε και μια από τις πιο προβεβλημένες προσωπικές επιλογές του Ντόναλντ Τραμπ.
Με βάση όλα αυτά, πολλοί και από τις δύο πλευρές κάνουν λόγο για αποτυχία των Ρεπουμπλικάνων και επιτυχία του Μπάιντεν, ο οποίος έσπευσε να δηλώσει ότι το «Ρεπουμπλικάνικο κύμα» δε συνέβη. Πράγματι φαίνεται ο αμερικάνικος λαός, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει υπό την διακυβέρνηση του Μπάιντεν, δεν πείσθηκε ότι η λύση βρίσκεται στους Ρεπουμπλικάνους, τουλάχιστο όχι όσο θα ήθελαν. Πρέπει ωστόσο να ληφθεί υπόψη ότι μόνο 35 έδρες στη Γερουσία ήταν προς ψήφιση. Ενώ στις εκλογές της Βουλής, όπου το σύνολο των εδρών ήταν εκτεθειμένο, οπότε και εκφράστηκε το σύνολο του αμερικάνικου λαού, φαίνεται πως όντως θα επιβεβαιωθεί μια αλλαγή συσχετισμών, αν και όχι τόσο ευρεία όσο ήλπιζαν οι Ρεπουμπλικάνοι και φοβούνταν οι Δημοκρατικοί. Σημαντικό είναι και το στοιχείο της συνολικής ψήφου για τη Βουλή, ασχέτως εδρών. Εκεί οι Ρεπουμπλικάνοι προβλέπεται να υπερέχουν με 51,9%. Αυτό σπάνια συμβαίνει και ίσως υποδηλώνει μια στροφή της κοινωνίας προς αυτούς.
Σε κάθε περίπτωση, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει αρχίσει και δέχεται επικρίσεις τόσο από φίλια μέσα, όπως το FOX, όσο και από παράγοντες των Ρεπουμπλικάνων ότι οδήγησε το κόμμα σε μια μέτρια επίδοση, όταν οι συνθήκες επέτρεπαν μεγαλύτερες προσδοκίες.
Παράλληλα φαίνεται να αναδύεται και διεκδικητής των ηνίων του Ρεπουμπλικάνικου κόμματος από τις ενδιάμεσες. Πρόκειται για τον Ρον Ντε Σάντις, ο οποίος επανεκλέχθηκε κυβερνήτης της Φλόριντα, πραγματοποιώντας ευρεία νίκη έναντι των Δημοκρατικών, αφού κατέγραψε υψηλότατες επιδόσεις στην ψήφο των Λατινοαμερικάνων. Τώρα οι Δημοκρατικοί φοβούνται ότι η σημαντική αυτή πολιτεία περνάει πιο σταθερά στα χέρια των Ρεπουμπλικάνων. Όλα τα μέσα παρουσιάζουν τον συγκεκριμένο πολιτικό ως εκείνον που συγκεντρώνει τις περισσότερες προϋποθέσεις για να εκθρονίσει τον Τραμπ από το Ρεπουμπλικάνικο κόμμα, ενόψει των προεδρικών του 2024.
Οι υποψήφιοι που στήριξε ο τελευταίος, δεν πήγαν καλά σε γενικές γραμμές, γεγονός που συγκεντρώνει επιπλέον πίεση στο πρόσωπό του. Σε πολλές περιπτώσεις, ο Τραμπ προώθησε υποψηφίους που υποστήριζαν το αφήγημα περί κλεμμένων εκλογών το 2020. Ίσως αυτή η ακραία στάση να απομάκρυνε κάποιους ψηφοφόρους.