Από τα πρώτα μελήματα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, όταν εκλέχτηκε το 2019, ήταν να ξεκινήσει αλλαγές στην εκλογική νομοθεσία για να διαμορφώσει όρους μιας μακρόχρονης παραμονής της στην εξουσία.
Το 2020 προχώρησε στην αντιδημοκρατικότερη τροποποίηση του εκλογικού συστήματος για τις βουλευτικές εκλογές, με ισχυρή ενίσχυση σε έδρες του πρώτου σε ψήφους κόμματος.
Το 2019 πέρασε με τη συναίνεση όλης της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης το νόμο για την «διευκόλυνση της άσκησης εκλογικού δικαιώματος εκλογέων που βρίσκονται εκτός Ελληνικής Επικράτειας».
Το 2023 με νέο νόμο ακύρωσε τις προϋποθέσεις που υπήρχαν στον πρώτο για την εγγραφή στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους κατοίκων εξωτερικού, έτσι ώστε στους εκλογείς να συμπεριληφθούν πολλοί, που αν και δεν έχουν καμία ουσιαστική σύνδεση με την εσωτερική πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, να μπορούν να ψηφίσουν.
Κάνοντας το λογαριασμό η ΝΔ ότι στους κατοίκους του εξωτερικού έχει εκλογική υπεροχή, με αυτά τα δύο νομοθετήματα άνοιξε το δρόμο σε μια αλλοίωση του εκλογικού σώματος που την ευνοεί. Και τώρα με το νέο νόμο για την «Εκλογή ευρωβουλευτών, διευκόλυνση εκλογέων μέσω επιστολικής ψήφου, εκκαθάριση εκλογικών καταλόγων και λοιπές διατάξεις του Υπουργείου Εσωτερικών», που ψηφίστηκε στη Βουλή αυτή την εβδομάδα, κάνει ένα παραπέρα νομοθετικό βήμα εκλογικού αντιδημοκρατισμού.
Διάτρητη εκλογική διαδικασία
Με το νέο νόμο η κυβέρνηση εισάγει στην εκλογική διαδικασία την ψήφο με επιστολή, η οποία, μάλιστα, δεν θα εφαρμόζεται μόνο για «τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια», όπως προβλέπει το Σύνταγμα, αλλά και για τους κατοίκους εντός της ελληνικής Επικράτειας.
Αρχικά στο νομοσχέδιο ανέφερε ότι αυτή θα εφαρμοστεί «αποκλειστικά για τις εκλογές για την ανάδειξη εκπροσώπων της χώρας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και για τη διεξαγωγή εθνικού δημοψηφίσματος» αλλά, ύστερα από λίγο, η υπουργός Εσωτερικών έφερε «τροπολογία» για την επέκταση της εφαρμογής της και στις εθνικές εκλογές, λέγοντας, μάλιστα, πως η κυβέρνηση αποφάσισε να το κάνει αυτό επειδή κατά τη συζήτηση του σχεδίου νόμου στην επιτροπή της Βουλής «έγινε κάτι ιστορικό, κάτι πρωτοφανές: διαφάνηκε μια σημαντική πλειοψηφία σε ό,τι αφορά την επιστολική ψήφο στις Ευρωεκλογές»…
Είναι φανερό πως επιδίωξη της κυβέρνησης της ΝΔ είναι η γενική εφαρμογή της επιστολικής ψήφου σε όλες τις εκλογές και για όλους τους εκλογείς. Όχι, όπως δημαγωγικά ισχυρίζεται, λόγω «ευαισθησίας» για το εκλογικό δικαίωμα «όλων των Ελλήνων» αλλά επειδή υπολογίζει ότι από μια τέτοια εφαρμογή θα έχει αυξημένο εκλογικό κομματικό όφελος.
Ο σχετικός νόμος που ψήφισε προωθεί μια εκλογική διαδικασία που είναι διαβλητή για μια σειρά λόγους:
Πρώτο, στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους εκλογέων επιστολικής ψήφου θα εγγράφεται κάθε κάτοικος του εξωτερικού σύμφωνα με το νόμο του 2023, που δεν ζητά προϋποθέσεις πραγματικής σχέσης του με την Ελλάδα (πάρα μόνο να είναι «ελληνικής καταγωγής»), οπότε με την επιστολική ψήφο θα ανοίξει διάπλατα ο δρόμος για μια διογκωμένη αλλοίωση του εκλογικού σώματος, καθώς θα μπορεί με ευκολία να ψηφίζει στις εκλογές και να επηρεάζει τα αποτελέσματά τους μια μεγάλη μάζα ανθρώπων που δεν έχει δεσμούς με τη χώρα, δεν ζει και δεν υφίσταται τα όσα συμβαίνουν σε αυτήν.
Δεύτερο, δίνει τη δυνατότητα μεγαλύτερης καταστρατήγησης των ουσιαστικών προϋποθέσεων της μυστικότητας και του μη επηρεασμού της ψηφοφορίας που, ως ένα βαθμό, εξασφάλιζε η άμεση παραλαβή των ψηφοδελτίων από εφορευτική επιτροπή και η αυτοπρόσωπη παρουσία του εκλογέα μέσα σε παραβάν εκλογικού τμήματος όπου ψηφίζει μόνος τους. Η διαδικασία να ψηφίζει ο εκλογέας στο σπίτι του ή σε άλλο χώρο, όπου παραλαμβάνει ταχυδρομικά τα ψηφοδέλτια, μεταφέρει την άσκηση του εκλογικού δικαιώματός του σε ένα περιβάλλον (οικογενείας ή εργασίας ή πολιτικού και κοινωνικού περίγυρου) στο οποίο μπορεί πολύ πιο εύκολα και έντονα να υποστεί άμεσο επηρεασμό ή πίεση ή εκβιασμό ή ακόμα και εξαγορά (γνωστό είναι το κρούσμα των περσινών εκλογών όπου εργοδότης παρουσία του Αδ. Γεωργιάδη εκβίαζε εργαζόμενούς του να ψηφίσουν ΝΔ).
Τρίτο, δεν εξασφαλίζει την εγκυρότητα της εκλογικής διαδικασίας. Ο νόμος καθορίζει πως «με ευθύνη του αναδόχου ή των αναδόχων παροχής ταχυδρομικών ή ταχυμεταφορικών υπηρεσιών, ο φάκελος μπορεί να παραληφθεί μόνο από τον εκλογέα ή από ρητά εξουσιοδοτημένο για τον σκοπό αυτό πρόσωπο με εξακρίβωση της ταυτότητάς του από τον διανομέα». Η ανάθεση σε ιδιωτικές ταχυμεταφορικές εταιρείες της αρμοδιότητας να ταυτοποιούν τον εκλογέα ή «το ρητά εξουσιοδοτημένο για τον σκοπό αυτό πρόσωπο», στο οποίο παραδίδουν τον φάκελο με τα ψηφοδέλτια και παραλαμβάνουν το φάκελο με το σταυρωμένο ψηφοδέλτιο, είναι μια εντελώς επισφαλής διαδικασία, με πολλούς κινδύνους και συνέπειες, σε βαθμό που και η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής στην έκθεσή της για τη συνταγματικότητα του νόμου να γράφει πως «… η εξακρίβωση της ταυτότητας του εκλογέα αποτελεί κρίσιμη παράμετρο προς διασφάλιση της εγκυρότητας της διαδικασίας, της μυστικότητας της ψήφου και, εν τέλει, της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης […] Υπό το φως των ανωτέρω, δημιουργείται προβληματισμός ως προς τη δυνατότητα εξουσιοδότησης τρίτου προσώπου για την παραλαβή και αποστολή του φακέλου [….] δημιουργείται προβληματισμός ως προς τη διαφορετική αντιμετώπιση της ευθύνης του αναδόχου για τις περιπτώσεις παραλαβής και αποστολής του φακέλου (άρθρο 11 παρ. και 13 παρ.5), αλλά και για τις αποστολές εκλογικών φακέλων εκτός της Επικράτειας».
Τέταρτο, παραβιάζει το ταυτόχρονο της εκλογικής ψηφοφορίας, καθώς σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου ένας ψηφοφόρος μπορεί να ψηφίσει ακόμα και 25 ημέρες πριν την ημέρα της διεξαγωγής των εκλογών, άλλος πριν 20 ή 10 μέρες, δηλαδή, σε απέχουσες χρονικές στιγμές, ενώ θα βρίσκεται σε εξέλιξη η προεκλογική περίοδος. Η διαπίστωση αυτή ανάγκασε και την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής να σημειώσει πως «ανακύπτει ζήτημα συμβατότητας με την αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών εντός της Επικράτειας».
Να σημειώσουμε ακόμα πως, ενώ το Σύνταγμα γράφει πως «νόμος που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών μπορεί να ορίζει τα σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια», η κυβέρνηση Μητσοτάκη ψήφισε το νόμο με απλή πλειοψηφία (158 ψήφους) επικαλούμενη το άρθρο 28 του Συντάγματος, όπως θέλει να κάνει και με το σχέδιό της για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Πρόκειται για μια άθλια πρακτική η οποία χρησιμοποιεί το ξενόδουλο άρθρο του Συντάγματος για να ξηλώσει εγχώρια θεσμικά και δημοκρατικά κεκτημένα που θέλει να παρακάμψει ή να τα ανατρέψει.
Νέα αντιδημοκρατικά εκλογικά μέτρα
Η νέα νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην εκλογική διαδικασία επεκτάθηκε και σε αντιδημοκρατικές τροποποιήσεις το νόμου για την εκλογή ευρωβουλευτών, που αποβλέπουν στον περιορισμό ή και στον αποκλεισμό των μικρότερων κομμάτων και στην πριμοδότηση του πρώτου σε ψήφους κόμματος.
Όσον αφορά το πρώτο θέσπισε διάταξη που αναφέρει πως «Στην πρόταση κάθε συνδυασμού επισυνάπτεται ηλεκτρονικό παράβολο ποσού είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ, η έλλειψη του οποίου καθιστά την πρόταση απαράδεκτη. Το ποσό αυτό επιστρέφεται στα κόμματα ή τους συνασπισμούς συνεργαζόμενων κομμάτων, των οποίων οι συνδυασμοί έλαβαν ποσοστό ένα κόμμα πέντε τοις εκατό (1,5%) τουλάχιστον του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων σε ολόκληρη την Επικράτεια».
Με τη διάταξη αυτή το παράβολο συμμετοχής στις ευρωεκλογές ενοποιείται και δεν χωρίζεται σε παράβολο συνδυασμού (3.000 το 2019) και σε παράβολο για κάθε υποψήφιο(150€ το 2019). Έτσι για ένα συνδυασμό που κατεβάζει υποψήφιους όσους και ο αριθμός των ευρωβουλευτών που εκλέγει η Ελλάδα (21) το χρηματικό ποσό υπερτριπλασιάζεται! (Από 6.150€ που ήταν στις ευρωεκλογές του 2019 ανεβαίνει στα 20.000€). Για συνδυασμό που κατεβάζει το μέγιστο επιτρεπόμενο αριθμό υποψηφίων (42) υπερδιπλασιάζεται! (Από 9.300€ που ήταν στις ευρωεκλογές του 2019 ανεβαίνει στα 20.000€).
Προκλητικό είναι και το ότι όσα κόμματα θα βγάλουν ευρωβουλευτές θα πάρουν πίσω τα χρήματα του παράβολου αλλά στα μικρότερα κόμματα δεν θα επιστραφούν!
Ο στόχος αυτής της διάταξης είναι προφανής: να περιορίσει ή και να πετάξει εκτός της ευρωεκλογικής αναμέτρησης τα μικρότερα κόμματα, ασκώντας τους οικονομική πίεση με μια μεγάλη αύξηση του παράβολου.
Παράλληλα, ο νέος νόμος τροποποιεί τον τρόπο κατανομής των εδρών ανάμεσα στα κόμματα που θα βγάλουν ευρωβουλευτές, δίνοντας πλεονέκτημα στη λήψη εδρών στο κόμμα που θα πάρει τις περισσότερες ψήφους σε όλη την επικράτεια.
Δεν πρέπει, τέλος, να παραλειφθεί ότι το νέο νομοθέτημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη θεσπίζει και την εντονότερη αστυνόμευση της προεκλογικής δραστηριότητας, προσθέτοντας στο νόμο για τις βουλευτικές εκλογές και το άρθρο που ορίζει ότι «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Προστασίας του Πολίτη ρυθμίζονται θέματα δημόσιας τάξης και ασφάλειας, κατά τις βουλευτικές εκλογές, τις ευρωεκλογές, καθώς και κάθε άλλη εκδήλωση της λαϊκής ετυμηγορίας, που αφορούν στη διαδικασία ίδρυσης και λειτουργίας εκλογικών κέντρων των κομμάτων και των συνδυασμών, τη σειρά προτεραιότητας ίδρυσης αυτών, τη σειρά προτεραιότητας για την πραγματοποίηση των προεκλογικών ομιλιών και κάθε άλλο συναφές θέμα».
Είναι σαφές πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη για να διατηρήσει τα εκλογικά πρωτεία προωθεί συστηματικά μια αντιδραστική αναμόρφωση της εκλογικής νομοθεσίας που πολλαπλασιάζει τους αντιδημοκρατικούς περιορισμούς και ανοίγει νέες πόρτες νόθευσης των εκλογικών αποτελεσμάτων.