Συνέντευξη με τον Κώστα Παπαδάκη, Συνήγορο πολιτικής αγωγής των Αιγύπτιων ψαράδων στη δίκη της Χρυσής Αυγής
Απαίτηση όλων των αντιφασιστών είναι η καταδίκη της Χρυσής Αυγής. Η παραδειγματική τιμωρία των φασιστών δολοφόνων, των συνεργών και των ηθικών αυτουργών τόσο για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα όσο και για όλα τα άλλα εγκλήματα, δολοφονικές απόπειρες, επιθέσεις και άλλες τρομοκρατικές δραστηριότητες της ναζιστικής οργάνωσης.
Λίγες ημέρες πριν από την έκδοση της απόφασης στη δίκη της Χ.Α., ο Λαϊκός Δρόμος πήρε συνέντευξη από τον Κώστα Παπαδάκη, συνήγορο πολιτικής αγωγής των Αιγύπτιων ψαράδων. Δημοσιεύουμε παρακάτω τις ερωτήσεις (του Λ.Δ.) και αντίστοιχα τις πολύ διαφωτιστικές απαντήσεις (του Κ.Π.).
Λ.Δ.: Σε ποια κοινά συμπεράσματα μπορούν να συνοψιστούν οι αγορεύσεις των συνηγόρων πολιτικής αγωγής στη δίκη της Χ.Α.;
Ύστερα από τις πολύπλευρα και συστηματικά τεκμηριωμένες απόψεις που διατύπωσαν για την εγκληματική δράση της ναζιστικής οργάνωσης, ποιες δικαστικές αποφάσεις θα έπρεπε «λογικά» να αναμένουμε;
Κ.Π.: Όπως είναι γνωστό, το ζητούμενο στη δίκη είναι εάν οι τρεις βασικές υποθέσεις (δολοφονία Φύσσα και απόπειρες δολοφονίας εναντίον ψαράδων και συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ), καθώς και δεκάδες άλλες εγκληματικές ενέργειες που συνεξετάζονται, αλλά και εκατοντάδες περιστατικά φασιστικής βίας που αναδείχθηκαν στο δικαστήριο, αποτελούν μεμονωμένα, τυχαία και ασύνδετα περιστατικά ή αποτελούν εγκληματικές πράξεις, οι οποίες τελέστηκαν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης με δομή, διάρκεια και σκοπό την τέλεση ανθρωποκτονιών και βαριών σωματικών βλαβών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής είχαμε ζητήσει από την προδικασία ήδη και πετύχαμε την συνεκδίκαση όλων αυτών των υποθέσεων, παράγοντας στον οποίο οφείλεται εν μέρει η μεγάλη διάρκεια της δίκης.Οι αγορεύσεις αυτό ακριβώς ανέδειξαν, ότι αντίθετα από το αφήγημα των συνηγόρων υπεράσπισης -που δυστυχώς υποστήριξε και η εισαγγελέας-οι ενέργειες αυτές δεν είναι μεμονωμένες και ασύνδετες, αλλά υπακούουν σε ένα ενιαίο πλαίσιο δράσης. Συνεπώς και οι ευθύνες δεν πρέπει να εξαντληθούν στα εκτελεστικά όργανα, αλλά να διαπεράσουν όλο το φάσμα της ηγεσίας και να αποδοθούν ποινικές ευθύνες ανάλογα με την συμμετοχή του καθενός. Συνεπώς, στο βασικό ζητούμενο που είναι εάν το δικαστήριο θα αναγνωρίσει ότι η Χρυσή Αυγή αποτελεί εγκληματική οργάνωση δεν μπορεί κανείς «λογικά» να απαιτεί οποιαδήποτε άλλη απόφαση πλην καταδικαστικής. Το πλαίσιο ποινής για το αδίκημα της ένταξης είναι 5-10 χρόνια και για το αδίκημα της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης 5-15 χρόνια. Σημειώνω εδώ, ότι με τον νέο Ποινικό Κώδικα εξισώθηκε το ελάχιστο όριο ποινής του απλού μέλους με το ελάχιστο όριο ποινής του «διευθυντή», που με τον παλιό κώδικα ξεκινούσε από 10 χρόνια και πάνω.
Λ.Δ.: Τα πρωτοπαλίκαρα του Μιχαλολιάκου, όπως είναι γνωστό, τον εγκατέλειψαν, έγιναν λαγοί, κάποιοι απολαμβάνουν ασυλία στο Ευρωκοινοβούλιο, άλλοι έφτιαξαν για να ξεπλυθούν δικό τους νέο μαγαζί, άλλοι φρόντισαν να λουφάξουν ή να τρυπώσουν κάπου αλλού ώσπου να περάσει η μπόρα. Η Χ.Α. σκόρπισε και ουσιαστικά διαλύθηκε. Πού αποδίδετε την εξέλιξη αυτή;
Κ.Π.: Η Χρυσή Αυγή στη διάρκεια της δίκης απομυθοποιήθηκε και εξευτελίστηκε στα μάτια του ελληνικού λαού. Κατ’ αρχήν, η ποινική δίωξη είχε ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη μείωση της δραστηριότητας των ταγμάτων εφόδου και την ανατροπή της εικόνας της «λεβεντιάς» και «παλικαριάς» -όσο ψεύτικης και αν ήταν-, αφού είναι γνωστό ότι όταν το παρακράτος αισθάνεται ότι στερείται έστω και προσωρινά την ανοχή και την ασυλία από το επίσημο κράτος υποχωρεί και αναδιπλώνεται. Η Χρυσή Αυγή δεν μπόρεσε να αντιτάξει κανέναν πειστικό υπερασπιστικό λόγο στο δικαστήριο και κανένα κίνημα συμπαράστασης έξω από αυτό. Απομονώθηκε, περιθωριοποιήθηκε και απαξιώθηκε στα μάτια του κόσμου, ενώ αποτελεί πλέον καμένο χαρτί για το σύστημα ακόμα και ως εφεδρεία. Επόμενο ήταν ύστερα από μία πολύχρονη δίκη, στην οποία μάλιστα κάθε στέλεχος κοιτούσε να σώσει τον εαυτό του, αυτό να εκφραστεί και πολιτικά μετά την εκλογική αποτυχία του 2019 που έμεινε εκτός Βουλής, όπου ακόμα και τα δεξιά χέρια του Μιχαλολιάκου αισθάνονται την ανάγκη να παύσουν να ταυτίζονται με την Χρυσή Αυγή και να προσπαθούν να χαράξουν νέα καριέρα στον ακροδεξιό χάρτη, χωρίς ωστόσο καμία ουσιαστική πολιτική διαφορά ακόμα και στις διακηρύξεις τους και αυτοκριτική για την Χρυσή Αυγή. Αναμφισβήτητα πρόκειται για την μεγαλύτερη νίκη του λαϊκού κινήματος, που επέβαλε την πολιτική της απομόνωση. Αλλά φυσικά δεν αρκεί αυτό, αλλά απαιτείται και η δίκαιη τιμωρία των εγκληματικών της πράξεων.
Λ.Δ.: Στον τίτλο του βιβλίου σας, περιλαμβάνεται η φράση «Δικαιοσύνη ή ατιμωρησία ξανά;». Το ανησυχητικό ερώτημα είναι εύλογο. Τι σημαίνει και πού οδηγεί η πρόταση της εισαγγελέως της έδρας; Η τυχόν αποδοχή της από το δικαστήριο ποιες πρακτικές συνέπειες θα είχε;
Είναι δυνατόν, παρά τα αναρίθμητα αποδεικτικά στοιχεία και μαρτυρίες που κατατέθηκαν στη δίκη, οι ναζιστές ιθύνοντες, οι επιτελείς και ο ίδιος ο εγχώριος «φύρερ», να μείνουν τελικά άθικτοι και ατιμώρητοι;
Κ.Π.: Όλα είναι δυνατά όσο υπάρχει μία εξουσία, η οποία λειτουργεί χωρίς να νιώθει έκθετη απέναντι στο λαό, πολύ δε περισσότερο όταν αισθάνεται υπόλογη απέναντι στο βαθύ κράτος, δηλαδή τους μηχανισμούς διαχείρισης της έννομης τάξης, τους φορείς εξουσίας και ιδιαίτερα τους κατασταλτικούς φορείς, οι οποίοι στην Ελλάδα είναι ταγμένοι πάντα στην υπηρεσία του κράτους της δεξιάς και το έχουν αποδείξει με μία διαρκή κατά κανόνα ατιμωρησία της εγκληματικής φασιστικής βίας από την δεκαετία του 1930 μέχρι σήμερα. Υπάρχουν βεβαίως και εξαιρέσεις, όπου το αντιφασιστικό κίνημα επέβαλε στη δικαστική εξουσία άλλους δρόμους, πχ η απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου τον Αύγουστο του 1975, που καταδίκασε σε θάνατο τους τρεις πρωταίτιους της Απριλιανής Δικτατορίας για εσχάτη προδοσία, ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ, διότι την ίδια ημέρα ο Καραμανλής παρενέβη και εξήγγειλε την αναστολή της, αλλά και καμία κυβέρνηση δεν τόλμησε να τους χορηγήσει αμνηστία ή χάρη και αυτό τερμάτισε τουλάχιστον τη -διαχρονική επίσης στην Ελλάδα- ατιμωρησία των πραξικοπηματιών, έστω και αν οι συνεργάτες τους κατά εκατοντάδες είχαν προηγουμένως απαλλαγεί με το στιγμιαίο το Σεπτέμβριο 1974. Ο αποφασιστικός παράγοντας ήταν και πάλι το λαϊκό κίνημα, αυτό που επέβαλε μετά την δολοφονία του Φύσσα τον τερματισμό της ανοχής και την ποινική δίωξη της Χρυσής Αυγής και που είμαι βέβαιος ότι θα κατακλύσει την Αθήνα γύρω από το Εφετείο, την ημέρα της έκδοσης της απόφασης.
Είμαστε πιο δυνατοί από κάθε εξουσία, μπορούμε και πρέπει να νικήσουμε.
Λ.Δ.: Το βιβλίο σας αποτελεί αναμφισβήτη συμβολή στο φώτισμα των ζητημάτων. Ποια ήταν ευρύτερα η ανταπόκριση του κοινού στην έκδοση του βιβλίου;
Κ.Π.: Σας ευχαριστώ για τα καλά λόγια. Κίνητρο για την έκδοση του βιβλίου δεν αποτέλεσε καμία συγγραφική φιλοδοξία, αλλά η ανάγκη δημοσιοποίησης του περιεχομένου των αγορεύσεων εξαιτίας της ελλιπέστατης και αναντίστοιχης προς την ιστορικοπολιτική της βαρύτητα δημοσιότητας της δίκης, που οφείλεται στη διατήρηση του νομοθετικού πλαισίου, το οποίο περιορίζει μέχρι κατάργησης τη δυνατότητα ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης και δεν επιβάλλει την φωνοληπτική τήρηση πρακτικών, καθώς και επίσης η επιλογή της εξορίας του Κορυδαλλού ως τόπου διεξαγωγής της δίκης.
Η έκδοση του βιβλίου είχε την ατυχία να συμπέσει με την έναρξη των μέτρων για τον κορονοϊό, τον Μάρτιο 2020, και αυτό λειτούργησε αρκετά ανασταλτικά στην κυκλοφορία του μέσα από τα βιβλιοπωλεία, πράγμα το οποίο ακόμα δεν έχει ξεπεραστεί. Το γεγονός, όμως, ότι παρά την δυσκολία αυτή, η διακίνησή του στηρίχθηκε και πάλι από τον κόσμο του κινήματος χέρι με χέρι και μπόρεσε να εξαντλήσει δύο εκδόσεις και αυτήν την στιγμή εξαντλεί και την τρίτη είναι χαρακτηριστικό της θετικής του ανταπόκρισης, όπως παρόμοια ανταπόκριση έχει και το βιβλίο του Θανάση Καμπαγιάννη «Με τις μέλισσες ή με τους λύκους».
Ακόμα, θα πρέπει να σημειώσω ότι η ανταπόκριση του κοινού δεν εκδηλώθηκε μόνο με την έκδοση του βιβλίου, αλλά όλα τα χρόνια της δίκης με την συμμετοχή μου σε εκατοντάδες πλέον ενημερωτικές εκδηλώσεις σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας, όπου το ενδιαφέρον και η ηθική συμπαράσταση που υπήρξε είναι πραγματικά ανεκτίμητη. Η θερμή απήχηση των βιβλίων είναι ένα πολύ μικρό μέρος του τεράστιου ενδιαφέροντος που εκδηλώνεται από παντού για το αποτέλεσμα της δίκης και που πιστεύω ότι θα ενεργοποιήσει ακόμα και εκείνους που ήταν αδρανείς θεατές κατά την διάρκειά της, έτσι ώστε όλοι να είναι παρόντες την ημέρα της απόφασης.