Είναι γνωστή η διαχρονική και πάγια τακτική όλων των κυβερνήσεων να προωθούν για ψήφιση τα αντιδραστικά μέτρα εν μέσω καλοκαιριού για να έχουν τις λιγότερες δυνατές λαϊκές αντιδράσεις και να διαμορφώσουν τετελεσμένα γεγονότα. Αυτή την τακτική επέλεξε η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ για να επιβάλει ένα από τα πιο σαρωτικά αντιεκπαιδευτικά νομοσχέδια εδώ και δεκαετίες. Η επιλογή του συγκεκριμένου χρόνου μόνο τυχαία δεν είναι. Στα επιτελεία της κυβέρνησης και του ΥΠΑΙΘ είναι νωπές ακόμα οι μνήμες από τη μαζική αντίσταση του εκπαιδευτικού κινήματος στα μέτρα της περίφημης «αυτοαξιολόγησης» της σχολικής μονάδας που ενεργοποίησαν πριν από μερικούς μήνες και η σχεδόν καθολική συμμετοχή των δασκάλων και καθηγητών στην αποχή από τις διαδικασίες αυτές. Είναι ακόμα νωπές οι μνήμες από την καθολική αποχή των εκπαιδευτικών από τη φαρσοκωμωδία των ηλεκτρονικών εκλογών τον περασμένο Νοέμβρη κάτω από τις σημαίες των εκπαιδευτικών σωματείων. Μέσα σε συνθήκες απαγορεύσεων και άγριας καταστολής, η πολιτική της κυβέρνησης στην εκπαίδευση συνάντησε δύο φορές τη μαζική και αγωνιστική αντίσταση του εκπαιδευτικού κινήματος. Γι’ αυτό και επιλέγει τη συγκεκριμένη συγκυρία -μέσα στο κατακαλόκαιρο-να φέρει, σαν τον διαρρήκτη, για ψήφιση το νέο αντιεκπαιδευτικό οδοστρωτήρα, ποντάροντας ότι θα συναντήσει τις λιγότερες δυνατές αντιδράσεις.
Κομμένο και ραμμένο
κατά τις επιταγές ΕΕ και ΟΟΣΑ
Εδώ και πολλά χρόνια, πολύ πριν τη μνημονιακή δεκαετία, τα επιτελεία της ΕΕ και του ΟΟΣΑ απαιτούσαν από τις ελληνικές κυβερνήσεις να προωθηθούν αντιδραστικά μέτρα ακραίας νεοφιλελεύθερης κοπής στη Δημόσια Εκπαίδευση. Η περίφημη «αυτονομία» της σχολικής μονάδας, όπως και η ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών αποτελούσαν για σχεδόν τρεις δεκαετίες πάγια ντιρεκτίβα των δύο αυτών ιμπεριαλιστικών οργανισμών, στοχεύοντας στο πέρασμα της Δημόσιας Εκπαίδευσης κάτω από τη διαχείριση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κατά τα αγγλοσαξονικά πρότυπα, αλλά και στο σπάσιμο του «ταμπού» της μονιμότητας στο Δημόσιο. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 μέχρι και τις μέρες μας, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ, οι μνημονιακές συγκυβερνήσεις ως και του ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησαν να επιβάλουν τα μέτρα αυτά και προσέκρουσαν στη μαζική αντίσταση του εκπαιδευτικού κινήματος που αναχαίτισε τη νεοφιλελεύθερη επέλαση στη Δημόσια Εκπαίδευση.
Σήμερα για μια ακόμα φορά, μετά το Γαβρόγλου, τον Αρβανιτόπουλο, τη Διαμαντοπούλου, τη Γιαννάκου και τον Αρσένη, η Κεραμέως, υπηρετώντας την κυβερνητική πολιτική και όχι δικές τις προσωπικές επιλογές -όπως σκόπιμα την παρουσιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ- προωθεί την «αυτονομία της σχολικής μονάδας» και την «ατομική αξιολόγηση» των εκπαιδευτικών.
Πίσω από τις επικοινωνιακές φλυαρίες περί «αυτονομίας» μεθοδεύονται μια σειρά αντιδραστικές αλλαγές στο σώμα της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που στοχεύουν στην παραπέρα ιδιωτικοποίησή της, στη μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που θα αναζητούν τους χορηγούς τους για να καλύψουν τους πόρους τους. Ανοίγει ο δρόμος για να περάσουν ακόμα περισσότερες αρμοδιότητες στους Δήμους που θα συμπεριλαμβάνουν ακόμα και τα εργασιακά ζητήματα των εκπαιδευτικών (προσλήψεις, μισθολογικά κλπ). Με όχημα την «αυτονομία» η κυβέρνηση αλλοιώνει την παρεχόμενη εκπαίδευση παρεμβαίνοντας στον ενιαίο χαρακτήρα του αναλυτικού προγράμματος σπουδών, με μέτρα όπως το «πολλαπλό βιβλίο» και καινοφανείς αντιεκπαιδευτικές και αντιπαιδαγωγικές μεθόδους όπως η λεγόμενη «ανεστραμμένη μάθηση». Η «αυτονομία» μαζί με την αυτοαξιολόγηση αποτελούν τα βασικά εργαλεία της κυρίαρχης πολιτικής για την κατηγοριοποίηση των σχολείων με ταξικά κριτήρια, για την επιβολή λουκέτων, για να απαλλαγεί η κυβέρνηση από την υποχρέωσή της να παρέχει αυτή την απαραίτητη χρηματοδότηση στο δημόσιο σχολείο, μεταθέτοντας την ευθύνη της στην ίδια τη σχολική μονάδα για αυτό.
Με την επιβολή της ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών η κυβέρνηση γυρίζει το χρόνο πίσω στις πιο γκρίζες εποχές του επιθεωρητισμού στη Δημόσια Εκπαίδευση. Ο διευθυντής και ο σχολικός σύμβουλος αποτελούν τους νέους αξιολογητές, οι οποίοι θα επιβλέπουν σε ασφυκτικό βαθμό τον εκπαιδευτικό, καταστρατηγώντας οποιαδήποτε έννοια παιδαγωγικής ελευθερίας. Όσο κι αν ορκίζεται η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ ότι «η αξιολόγηση δεν είναι τιμωρητική» η πραγματικότητα επιβεβαιώνει ακριβώς το αντίθετο. Στο ν/σ που κατατίθεται στη Βουλή θεσπίζονται αυταρχικά μέτρα πειθαρχικών και οικονομικών κυρώσεων σε όσους αντιτίθενται στην «ατομική αξιολόγηση», όπως η περικοπή μισθού. Οι πραγματικές όμως στοχεύσεις τις κυβέρνησης είναι ακόμα βαθύτερες. Η αξιολόγηση θα αξιοποιηθεί ώστε στον κατάλληλο χρόνο να προωθηθεί η διάλυση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, η μισθολογική τους καθήλωση, ακόμα και η απόλυσή τους. Θα αποτελέσει επίσης βασικό εργαλείο για τη χειραγώγηση και την υποταγή των εκπαιδευτικών στα προστάγματα της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής, για να χτυπηθεί ακόμα και η συνδικαλιστική δράση. Αυτό επιβεβαιώνεται από την πληθώρα μέτρων και διατάξεων τα οποία τη φωτογραφίζουν και προβλέπουν κάθε είδους κυρώσεις για τους εκπαιδευτικούς που «δεν συμμορφώνονται» προς τις υποδείξεις της κυβερνητικής πολιτικής αλλά αντίθετα συστρατεύονται με τα σωματεία τους και τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις που την αμφισβητούν (βλ. απεργία – αποχή από την αυτοαξιολόγηση κλπ). Είναι πολύ χαρακτηριστική η αναφορά στους νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς, για τη μονιμοποίηση των οποίων είναι προαπαιτούμενο η ατομική τους αξιολόγηση και η συμμετοχή τους στην αυτοαξιολόγηση του σχολείου τους. Διαφορετικά δεν μονιμοποιούνται. Τόσο απλά.
Το αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο προβλέπει ακόμα τη δημιουργία μιας νέας ιεραρχικής διοικητικής δομής, ενός σώματος αξιολογητών σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο που φτάνει μέχρι τη σχολική μονάδα, που θα εποπτεύει με αυστηρό τρόπο την πορεία υλοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής στην εκπαίδευση, της ατομικής αξιολόγησης και της αυτονομίας της σχολικής μονάδας. Την ίδια στιγμή ανατρέπεται όλο το δημοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας των σχολείων. Ο Διευθυντής, πέρα από αξιολογητής-επιθεωρητής, αποκτά πλέον και το ρόλο απόλυτου άρχοντα, παραγκωνίζοντας τον -μέχρι τώρα- κυρίαρχο ρόλο των Συλλόγων Διδασκόντων στην καθημερινή εκπαιδευτική και παιδαγωγική λειτουργία του σχολείου. Ακόμα παραπέρα γίνεται πιο καθαρό ότι οι διευθυντές των σχολείων αποκτούν και αρμοδιότητες «manager» στα σχολεία, αφού είναι πλέον οι αρμόδιοι για την εμπορευματική αξιοποίηση των σχολείων μετά το πέρας των μαθημάτων, την παραχώρησή τους δηλαδή στα χέρια ιδιωτών με τα ανάλογα οικονομικά ανταλλάγματα.
Ο λόγος στο εκπαιδευτικό
κίνημα και τα σωματεία
Απέναντι στα προωθούμενα αντιεκπαιδευτικά σχέδια της κυβέρνησης χρειάζεται τα εκπαιδευτικά σωματεία να ενεργοποιηθούν και να πάρουν αποφάσεις απόρριψης του νέου νομοσχεδίου και πάλης ενάντιά του. Ακόμα κι αν η τωρινή συγκυρία δεν είναι ευνοϊκή για το εκπαιδευτικό κίνημα, η υπόθεση της πάλης για να ανατραπούν τα αντιεκπαιδευτικά μέτρα στην εκπαίδευση δεν σταματά εδώ. Η νέα σχολική χρονιά θα βρει τους χιλιάδες εκπαιδευτικούς των δύο βαθμίδων και μαζί μ’ αυτούς και τη νεολαία σε ένα νέο, ριζικά διαφορετικό και αντιδραστικό καθεστώς στην εκπαίδευση. Τα εκπαιδευτικά σωματεία έχουν την ευθύνη λοιπόν να ενεργοποιηθούν, να συσπειρώσουν μαζικά τον κόσμο της εκπαίδευσης στη βάση του ανυποχώρητου αγώνα για να ανατραπούν τα αντιεκπαιδευτικά μέτρα, κόντρα στη λογική του συμβιβασμού και της ηττοπάθειας.
Μόνο ένα ισχυρό και μαζικό πανεκπαιδευτικό κίνημα μπορεί να βάλει φραγμό στην αντιεκπαιδευτική πολιτική κυβέρνησης – ΕΕ – ΟΟΣΑ!