Με αμείωτη ένταση συνεχίζονται οι κινήσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν στην Μέση Ανατολή με σκοπό την αποκατάσταση και ενίσχυση των θέσεων και της επιρροής των ΗΠΑ, έναντι των ανταγωνιστών τους, σε όλα τα ενεργά μέτωπα. Από τη Συρία και το Ιράκ, μέχρι το Αφγανιστάν και από το Ισραήλ μέχρι το Ιράν, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός δηλώνει παρών και αυτό το κάνει είτε με διπλωματικά, είτε με στρατιωτικά μέσα.
Νέες επιδρομές στα σύνορα Συρίας και Ιράκ πραγματοποίησαν οι ΗΠΑ, με το Πεντάγωνο να ισχυρίζεται ότι στόχος ήταν «παραστρατιωτικές οργανώσεις υποστηριζόμενες από το Ιράν» που εμπλέκονται σε επιθέσεις «εναντίον αμερικανικού προσωπικού και εγκαταστάσεων στο Ιράκ». Ηταν η δεύτερη φορά μετά την ορκωμοσία Μπάιντεν που οι ΗΠΑ προχωρούν με το ίδιο πρόσχημα σε βομβαρδισμούς στην περιοχή, επιβεβαιώνοντας τη σταθερή επιδίωξη της Ουάσιγκτον για συνέχιση των επεμβάσεων και των πολέμων στην ευρύτερη περιοχή.
Τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς καταδίκασαν η Συρία, με το υπουργείο Εξωτερικών να καταγγέλλει «κατάφωρη παραβίαση των συριακών και ιρακινών εδαφών», αλλά και ο εκπρόσωπος των Ενόπλων Δυνάμεων του Ιράκ, ο οποίος χαρακτήρισε την επίθεση των ΗΠΑ «παραβίαση κυριαρχίας». «Οι ΗΠΑ διαταράσσουν την ασφάλεια στην περιοχή και ένα από τα θύματα αυτής της διαταραχής θα είναι οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες», δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών του Ιράν.
Με φόντο τους νέους αμερικανικούς βομβαρδισμούς, πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη υπουργική σύνοδος του «Παγκόσμιου Συνασπισμού κατά του Ισλαμικού Κράτους», στον οποίο συμμετέχουν 83 κράτη υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Μάλιστα, πέρα από το διευρυμένο σχήμα, συγκλήθηκε και μια πιο «στενή» σύσκεψη για τη Συρία, με τη συμμετοχή ορισμένων μόνο χωρών, περιλαμβανομένης της Ελλάδας, με ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία, Ιαπωνία, Τουρκία, Αίγυπτο κ.ά., για την οποία ο Έλληνας ΥΠΕΞ Δένδιας υπερηφανεύτηκε για «βήμα επανόδου» της χώρας στις εξελίξεις. Μεταξύ άλλων, στην υπουργική Σύνοδο συμφώνησαν στην ανάγκη «να δοθεί περισσότερο βάρος στην καταπολέμηση του ISIS στην Αφρική», «φωτογραφίζοντας» το επόμενο θέρετρο των «αντιτρομοκρατικών» σχεδιασμών. Ο δε Αμερικανός ΥΠΕΞ, Μπλίνκεν, πέρα από την υπεράσπιση των νέων αμερικανικών βομβαρδισμών, έθεσε θέμα ότι «δεν μπορεί να συνεχιστεί» η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί από την κράτηση χιλιάδων τζιχαντιστών του «Ισλαμικού Κράτους» σε φυλακές που ελέγχουν κουρδικές δυνάμεις.
Παράλληλη κινητικότητα παρατηρείται και στο μέτωπο του Αφγανιστάν που οι Αμερικανοί όλο φεύγουν και όλο εκεί είναι. «Οι ηγέτες ΗΠΑ και Αφγανιστάν συμφωνήσαμε σθεναρά ότι αν και τα αμερικανικά στρατεύματα αποχωρούν από το Αφγανιστάν, η ισχυρή διμερής σχέση θα συνεχιστεί», σημειώνει η ανακοίνωση που εκδόθηκε μετά τη συνάντηση που είχαν στο Λευκό Οίκο, οι Πρόεδροι των ΗΠΑ Μπάιντεν και του Αφγανιστάν, Γάνι. Στο μεταξύ, Αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι ακόμα και όταν ολοκληρωθεί η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων, θα μείνουν στο Αφγανιστάν περίπου 650 Αμερικανοί στρατιωτικοί που θα ασχολούνται με την ασφάλεια της πρεσβείας των ΗΠΑ, καθώς και κάποιες εκατοντάδες που θα «συνεισφέρουν» στην ασφάλεια του αεροδρομίου της Καμπούλ, μέχρι να οριστικοποιηθεί η νέα αποστολή που θα ξεκινήσει στις εγκαταστάσεις του με ευθύνη της Τουρκίας.
Παράλληλα, «τρέχουν» σκληρά παζάρια για να διατηρήσει το ΝΑΤΟ κρίσιμο ρόλο στο ίδιο το Αφγανιστάν, μέσα από την παραμονή στρατευμάτων της Τουρκίας. Την ίδια στιγμή, αρπάζοντας τις ευκαιρίες που προσφέρει η αναβάθμιση του ρόλου της και στο Αφγανιστάν, η Τουρκία εντείνει διάφορες παράλληλες επαφές, όπως έδειξε και η τριμερής συνάντηση που είχαν οι υπουργοί Εξωτερικών Τουρκίας – Αφγανιστάν – Ιράν. Πάντως, η Ρωσία εξέφρασε ανοιχτά τις αντιρρήσεις της για την παραμονή τουρκικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν. Η εκπρόσωπος του ρωσικού ΥΠΕΞ, Μαρία Ζαχάροβα, χαρακτήρισε τη «διατήρηση στρατιωτικής αποστολής στο Αφγανιστάν» «αντίθετη από νομική σκοπιά στη συμφωνία ΗΠΑ – Ταλιμπάν» το Φλεβάρη του 2020.
Την ίδια στιγμή πολιτικές εξελίξεις είχαμε και στο Ιράν. Εν μέσω παζαριών γύρω από τη διεθνή συμφωνία του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και υπό την πίεση των ασφυκτικών αμερικανικών οικονομικών κυρώσεων, έγιναν στο Ιράν τέσσερις εκλογικές διαδικασίες: Για την εκλογή νέου Προέδρου, την εκλογή των 290 μελών της Βουλής, την ανάδειξη νέου 88μελούς Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων, που αναλαμβάνει μεταξύ άλλων την εκλογή του επόμενου Σιίτη ανώτατου ιερωμένου και δημοτικές εκλογές.
Ο ανώτατος δικαστικός Εμπραχίμ Ραϊσί εξελέγη Πρόεδρος του Ιράν, λαμβάνοντας ποσοστό 61,95% από τον πρώτο γύρο. Ακολούθησαν στη δεύτερη θέση ο πρώην διοικητής των Φρουρών της Επανάστασης, Μ. Ρεζαΐ, με 11,5%, και στην τρίτη θέση ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας, Α. Χεματί, με 8,3%. Σημειώνεται ότι ο Ε. Ραϊσί κατά το παρελθόν έγινε στόχος αμερικανικών κυρώσεων και συμπεριλαμβάνεται στη «μαύρη λίστα» των ΗΠΑ για Ιρανούς αξιωματούχους.
Έντονη ήταν η αντίδραση του Ισραήλ, με εκπρόσωπο του υπουργείου Εξωτερικών να αναφέρει ότι η εκλογή Ραϊσί «θα πρέπει να προκαλεί μεγάλη ανησυχία στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας», προσθέτοντας ότι το Ιράν εξέλεξε «τον πλέον εξτρεμιστή Πρόεδρο» από το 1979. Σε κάθε περίπτωση, παρά το πιο «σκληρό» προφίλ του νέου Προέδρου, από τις πρώτες του δηλώσεις επιβεβαιώνεται ότι θα δοθεί συνέχεια στις βασικές επιδιώξεις της Τεχεράνης για άρση των αμερικανικών κυρώσεων για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και για αποκλιμάκωση των σχέσεων της χώρας με ανταγωνιστές στην περιοχή, όπως η Σαουδική Αραβία.