Από την πρώτη στιγμή του ξεσπάσματος της πανδημίας η κυβέρνηση της ΝΔ δίχως να χάσει χρόνο ξεδίπλωσε τα αντιλαϊκά της σχέδια. Από το ένα χέρι επέτεινε προκλητικά το καθεστώς της κατερείπωσης της Δημόσιας Υγείας, εγκαταλείποντας το λαό εκτεθειμένο στο έλεος της πανδημίας. Ενώ με το άλλο χέρι προωθεί όλη την αντιλαϊκή της ατζέντα, μειώνει μισθούς και συντάξεις, εφορμά στα δημοκρατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα, επιβάλλει ένα καθεστώς απαγορεύσεων και αστυνομοκρατίας χουντικής έμπνευσης, γκρεμίζει όσες εργασιακές και λαϊκές κατακτήσεις έχουν απομείνει. Ιδιαίτερα η πολιτική της καραντίνας οδηγεί την καπιταλιστική οικονομία σε μια πρωτοφανή καθίζηση επιταχύνοντας το ξέσπασμα μιας νέας κρίσης, ενώ την ίδια στιγμή τα βάρη και οι συνέπειές της φορτώνονται στο λαό, την εργατική τάξη και τα φτωχομεσαία στρώματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα σε διάστημα δέκα μηνών η ανεργία έχει εκτοξευτεί σε πρωτοφανή ύψη, ξεπερνώντας ακόμα και αυτά της περιόδου του 2010 – 2012 των πρώτων χρόνων των μνημονίων. Σε όλο αυτό το διάστημα τα κοινοβουλευτικά κόμματα με την πολιτική τους πρόσφεραν ανοχή και τελικά στήριξη στο αντιλαϊκό έργο της κυβέρνησης.
Στο ίδιο αυτό διάστημα των δέκα μηνών μετά το ξέσπασμα της πανδημίας και ενώ η κυβέρνηση κλιμακώνει την επίθεσή της ενάντια στο λαό και τους εργαζόμενους, η κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος χαρακτηρίζεται από μια εκκωφαντική σιωπή και αφωνία. Ελπιδοφόρα εξαίρεση, μέσα στις συνθήκες του γενικού σιωπητηρίου, αποτέλεσαν οι κινητοποιήσεις πρώτα και κύρια των σωματείων των υγειονομικών καθώς και των εκπαιδευτικών. Οι γιατροί και νοσηλευτές από τις πρώτες στιγμές του ξεσπάσματος της πανδημίας βρέθηκαν σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις στα προαύλια των νοσοκομείων και στους δρόμους καταγγέλλοντας την εγκληματική πολιτική της κυβέρνησης, διεκδικώντας ουσιαστικά μέτρα για την ενίσχυση του ΕΣΥ. Παράλληλα τα εκπαιδευτικά σωματεία με μαζικούς όρους αντιπαρατέθηκαν στα αντιεκπαιδευτικά μέτρα της κυβέρνησης, το περασμένο καλοκαίρι.
Όσο όμως σημαντικές κι αν ήταν οι κινητοποιήσεις αυτές, το μαζικό κίνημα και οι φορείς του βρίσκονται σε μεγάλη και παρατεταμένη υποχώρηση, που εντάθηκε ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα κάτω από το βάρος των απαγορεύσεων, της τρομοκρατίας και καταστολής που επιβλήθηκε με άλλοθι την πανδημία. Η κατάσταση αυτή του εργατικού – συνδικαλιστικού κινήματος δεν οφείλεται στη χρεοκοπία ή το “τέλος των συνδικάτων” -όπως πολύ εύκολα λέγεται, ιδιαίτερα από ορισμένες δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά. Διότι αν ήταν έτσι τα πράγματα και τα συνδικάτα είχαν πραγματικά ξοφλήσει, τότε για ποιο λόγο η κυβέρνηση σπεύδει να φέρει νέο αντισυνδικαλιστικό νόμο ο οποίος επιδιώκει να ενταφιάσει τα συνδικάτα και να μετατρέψει σε ιδιώνυμο αδίκημα τη συνδικαλιστική δράση, την απεργία και τη διαδήλωση, τα κύρια όπλα δηλαδή του εργατικού κινήματος; Πρόκειται για μια λαθεμένη αντίληψη, της οποίας οι εκφραστές αρνούνται να δουν κατάματα τις βαθιές και παραλυτικές συνέπειες από την κυριαρχία της δεξιάς πολιτικής και του ρεφορμισμού μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, να αντιπαρατεθούν σ’ αυτή και να το προσανατολίσουν σε μια ταξική κατεύθυνση. Αντίθετα οι αντιλήψεις αυτές, σε συνδυασμό με διάφορες καινοφανείς ιδέες περί “συντονισμών από τα κάτω” -καρικατούρες του ΠΑΜΕ- που πρόβαλε ιδίως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και οι βασικές συνιστώσες της (ΝΑΡ – ΣΕΚ), καθώς και οι θεωρίες της “κοινής δράσης”, στην πράξη θεωρούν πως με ένα σάλτο θα προσπεραστεί ο σκόπελος της κυρίαρχης πολιτικής και των συνεπειών της.
Η σημερινή παρατεταμένη κρίση και υποχώρηση του εργατικού – συνδικαλιστικού κινήματος, ιδιαίτερα στις συνθήκες της πανδημίας, οφείλεται ακριβώς στην κυριαρχία αυτής της πολιτικής. Οι συνδικαλιστικές δυνάμεις, πρώτα και κύρια της ΝΔ, που η κυριαρχία τους διαπερνά το σ/κ από τις ανώτερες συνδικαλιστικές οργανώσεις (ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ) και φτάνει ως και τα πρωτοβάθμια σωματεία των εργαζομένων, έχουν επιβάλει μια βαθιά ηττοπαθή και συνθηκολόγα γραμμή, βρίσκοντας έδαφος και πρόσχημα την πανδημία. Από κοινού με τις συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, το οποίο παρά την συρρίκνωσή του διατηρεί σοβαρή επιρροή στο σ/κ, έχουν διαμορφώσει μια γραμμή συνώνυμη του κυβερνητικού σλόγκαν “μένουμε σπίτι”.
Χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα την πανδημία εφαρμόζουν, εδώ και μήνες, μια γραμμή που οδηγεί το σ/κ στον πλήρη αφοπλισμό του, οδηγεί τα συνδικάτα στην ασφυξία, την ίδια ώρα που η κυβερνητική πολιτική σαρώνει κατακτήσεις και δικαιώματα δεκαετιών και διαμορφώνει με ταχύτατους ρυθμούς μια νέα εργασιακή έρημο για τους εργαζόμενους.
Η πολιτική που εφαρμόζουν οι κυρίαρχες συνδικαλιστικές παρατάξεις της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, βρίσκει πρόθυμο σύμμαχο τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ. Παρά τις λεκτικές διαφοροποιήσεις και τους βερμπαλισμούς, οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούν εκφραστές της εξίσου συνθηκολόγας πολιτικής τού “μετά θα λογαριαστούμε”, όταν πλέον ο αντιλαϊκός οδοστρωτήρας της κυβέρνησης θα έχει συντρίψει τα πάντα στο διάβα του. Επί της ουσίας, από κοινού όλες αυτές οι δυνάμεις σέρνονται στην πολιτική της περίφημης “εθνικής ομοψυχίας” που χάραξε ο Μητσοτάκης μέσα στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα.
Αποκαλυπτικό στοιχείο της γραμμής τους ήταν η πρωτοφανής κατάσταση που δημιουργήθηκε στις 26 Νοέμβρη του 2020 όταν, μπροστά στην προκηρυγμένη 24ωρη απεργία της ΑΔΕΔΥ και του ΕΚΑ, οι δυνάμεις αυτές, με τις πλάτες του ΠΑΜΕ, δεν κάλεσαν σε απεργιακές συγκεντρώσεις. Το ίδιο και χειρότερο σκηνικό επαναλήφθηκε στις 15 Δεκέμβρη. Οι ηγεσίες των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, όπως επίσης και το σύνολο των Εργατικών Κέντρων και Ομοσπονδιών σιώπησαν μπροστά στον πιο αντιλαϊκό προϋπολογισμό των τελευταίων χρόνων. Με την ευθύνη αυτών των δυνάμεων η ηγεσία της ΓΣΕΕ έχει μετατραπεί πλέον σε εξάρτημα της κυβερνητικής πολιτικής, παίζει στην πράξη έναν άθλιο και υπονομευτικό ρόλο για τα πραγματικά συμφέροντα των εργαζομένων.
Άκρως επιζήμια όμως είναι και η πολιτική που έχει χαράξει η ηγεσία του ΠΑΜΕ, εγκαινιάζοντας την περασμένη πρωτομαγιά την τακτική των λεγόμενων “συμβολικών” κινητοποιήσεων, στα κρυφά και μακριά από τους εργαζόμενους. Οι εκατοντάδες Ομοσπονδίες, Εργατικά Κέντρα και Σωματεία της αυτοαποκαλούμενης ταξικής πτέρυγας του ΠΑΜΕ εδώ και δέκα μήνες είναι κυριολεκτικά άφαντα από το πεδίο των μαζικών αγώνων ενάντια στα κυβερνητικά μέτρα. Αντίθετα η ηγεσία του ΠΑΜΕ, εφαρμόζοντας μια γραμμή “υπεύθυνης δύναμης” και προσαρμογής προς τα κυβερνητικά προστάγματα, αρκείται σε μυστικές συμβολικές κινητοποιήσεις μερικών συνδικαλιστικών στελεχών για τα προσχήματα.
Όμως και η πολύ πρόσφατη μεταστροφή του ΠΑΜΕ, που υποχρεώθηκε για πρώτη φορά εδώ και πολλούς μήνες να καλέσει δημόσια σε συγκέντρωση ενάντια στα αντιεκπαιδευτικά μέτρα (21/01) δεν συνιστά αλλαγή πλεύσης, αλλά αντίθετα αποκαλύπτει τον οπορτουνισμό της ηγεσίας του. Αντιλαμβανόμενοι τον αναβρασμό που επικρατεί στην εκπαίδευση με επίκεντρο τα πανεπιστήμια, με αφορμή το νόμο για την πανεπιστημιακή αστυνομία, έσπευσαν να πιάσουν στασίδι για να μην βρεθούν στο περιθώριο. Η μεταστροφή αυτή οφείλεται όμως και σε έναν ακόμα παράγοντα. Είναι προϊόν της σταθερής και παρατεταμένης πίεσης των αγωνιστικών δυνάμεων στην εκπαίδευση, της αδιάκοπης κριτικής που ασκούν για την ηττοπαθή και συμβιβαστική πολιτική που ακολουθούν, η οποία υποχρεώνει σήμερα το ΠΑΜΕ να κινηθεί μ’ αυτό τον τρόπο.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες μόνο ο παλλαϊκός – πανεργατικός αγώνας με όχημα τα συνδικάτα μπορεί να φράξει το δρόμο στην κυβερνητική επέλαση. Πλάι στο μέτωπο της αντιπαράθεσης στους εκφραστές της δεξιάς πολιτικής και του ποικιλώνυμου ρεφορμισμού μέσα στα συνδικάτα, οι ταξικές δυνάμεις του σ/κ έχουν την ευθύνη να οργανώσουν και να συσπειρώσουν τους εργαζόμενους μέσα στα πρωτοβάθμια σωματεία, συγκαλώντας άμεσα γενικές συνελεύσεις, ασκώντας τη μέγιστη δυνατή πίεση προς τις συμβιβασμένες ηγεσίες των ανώτερων συνδικαλιστικών οργανώσεων για την προκήρυξη πανεργατικών απεργιακών κινητοποιήσεων. Απέναντι στα κάθε είδους προσχώματα που θέτει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, η οργάνωση και η ανάπτυξη τέτοιων αγώνων μπορεί και πρέπει να περάσει μέσα από την πραγματική και συντονισμένη δράση των πρωτοβάθμιων σωματείων αναλαμβάνοντας αγωνιστικές πρωτοβουλίες, όπως έδειξε και η πρόσφατη εμπειρία των κινητοποιήσεων ενάντια στον προϋπολογισμό. Παράλληλα μπροστά στην κλιμακούμενη κυβερνητική επίθεση, είναι ανάγκη να ενταθεί η πάλη ενάντια στη γραμμή του συμβιβασμού και της υποταγής για την ταξική και αγωνιστική ανασυγκρότηση του εργατικού – συνδικαλιστικού κινήματος.