Ολοκληρώθηκαν την Πέμπτη 8 Δεκέμβρη οι εργασίες του 38ου τακτικού συνεδρίου της ΑΔΕΔΥ (6 – 8/12) και, όπως φάνηκε από όλο το τριήμερο, ήταν πολύ πίσω από τις ανάγκες της συγκυρίας. Μιας περιόδου που η φτώχεια και η ακρίβεια σαρώνουν τα λαϊκά εισοδήματα, η πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ τσακίζει τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των εργαζομένων, το 8ωρο, τις εργασιακές σχέσεις, που προωθεί την παραπέρα διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης. Την ίδια ώρα η κυβερνητική πολιτική ξεπουλά ό,τι απέμεινε από το δημόσιο πλούτο και τα δημόσια αγαθά για να τα παραδώσει στα αρπακτικά του μεγάλου κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου, αυτούς που εύσχημα παρουσιάζει ως «επενδυτές». Ταυτόχρονα, στο έδαφος του παρατεταμένου πολέμου στην Ουκρανία, βρίσκεται σε εξέλιξη αδυσώπητος ανταγωνισμός ανάμεσα στους ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ και Ρωσία-Κίνα που οδηγεί τις εξελίξεις στο παγκόσμιο στερέωμα, διαμορφώνει επικίνδυνες εξελίξεις για τους λαούς της Ευρώπης, κλιμακώνει τον πυρηνικό αλληλοεκβιασμό. Σε αυτό το φόντο η πολιτική της εξάρτησης και της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας που υπηρετεί η κυβέρνηση της ΝΔ και όλα τα αστικά κόμματα, εμπλέκουν το λαό και τον τόπο στα επικίνδυνα και φιλοπόλεμα σχέδια των ΗΠΑ, μετατρέπουν τη χώρα σε ΝΑΤΟϊκό προγεφύρωμα.
Παράλληλα, έχουν ήδη περάσει τρία πολύ πυκνά χρόνια από το προηγούμενο, το 37ο συνέδριο της ΑΔΕΔΥ, στα οποία μεσολάβησαν οι πρωτόγνωρες συνθήκες της πανδημίας. Η κυβέρνηση με την πολιτική της και την ανοχή όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων διαμόρφωσε ένα αντιδραστικό καθεστώς απαγορεύσεων και περιστολής των δημοκρατικών δικαιωμάτων, ποινών και προστίμων, τάχα για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Την ίδια ώρα εξαπέλυσε μια ανελέητη επίθεση σε εργασιακά, δημοκρατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα. Οι πολιτικές διάλυσης της Δημόσιας Υγείας – Παιδείας – Πρόνοιας, ο διαβόητος νόμος «Χατζηδάκη» και τα εκατοντάδες μέτρα που ψήφισε το διάστημα αυτό διαμορφώνουν ένα γκρίζο σκηνικό για τους εργαζόμενους και τα πλατιά λαϊκά στρώματα.
Μέσα σε αυτές, λοιπόν, τις συνθήκες το συνέδριο της ΑΔΕΔΥ όφειλε τουλάχιστον να σταθεί στο ύψος της επίθεσης που δέχονται οι εργαζόμενοι σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, να ορθώσει ανάστημα απέναντι στην αντιλαϊκή επίθεση, να χαράξει έναν αγωνιστικό προσανατολισμό, να δείξει το δρόμο του πανεργατικού ξεσηκωμού. Για μια ακόμα, όμως, φορά οι δυνάμεις του φιλοκυβερνητικού συνδικαλισμού, με πρωτοστάτες τη ΔΑΚΕ(ΝΔ), τη ΔΗΣΥΠ(ΠΑΣΟΚ – πρώην ΠΑΣΚ) και την ΕΑΕΚ(ΣΥΡΙΖΑ), επέβαλαν γενικό σιωπητήριο. Την ίδια ώρα οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ(ΚΚΕ) πανηγύριζαν αυτάρεσκα για την ενίσχυση των δυνάμεών τους και, παρά το λεκτικό κατακεραύνωμα ενάντια στην κυβέρνηση, έδειχναν το δρόμο προς τις επερχόμενες κοινοβουλευτικές κάλπες.
Σαν να μην συνέβη τίποτα τα τελευταία τρία χρόνια, οι δυνάμεις της ΔΑΚΕ ανέλαβαν «με παρρησία», όπως επαναλάμβαναν μονότονα, το θλιβερό έργο του κυβερνητικού εκπροσώπου. Προσπαθούσαν να παρουσιάσουν ως δικαίωση τη γραμμή της συνθηκολόγησης και της πλήρους υποταγής απέναντι στην κυβερνητική πολιτική. Σε σχεδόν πλήρη ευθυγράμμιση και παρά τις μικρές τους λεκτικές διαφοροποιήσεις οι βασικές συνδικαλιστικές δυνάμεις της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ επιχείρησαν να εξωραΐσουν και δικαιολογήσουν την αφωνία των δύο χρόνων της πανδημίας, την ευθυγράμμιση και τη συμμόρφωση απέναντι στα κυβερνητικά κατασταλτικά μέτρα και την υιοθέτηση του κυβερνητικού δόγματος πως «ο λαός κινδυνεύει από τους αγώνες» αλλά όχι από την αντιλαϊκή επίθεση.
Η παράταξη της ΔΗΣΥΠ με τις επαναλαμβανόμενες τοποθετήσεις, τόσο των κεντρικών στελεχών της όσο και των συνέδρων της, προσπαθούσε διακαώς να δικαιώσει «ιστορικά» το έργο της ΠΑΣΟΚικής περιόδου από το 1980 ως σήμερα, εξωραΐζοντας όλη την πολιτική των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, με υμνολογίες που ξεκινούσαν από το ΕΣΥ και έφταναν ως το συνδικαλιστικό νόμο 1264. Για τα καυτά προβλήματα της ακρίβειας και της φτώχειας και της διάλυσης των δημόσιων δομών σε Υγεία – Παιδεία – Πρόνοια παρίσταναν κυριολεκτικά το παγώνι, επαναλαμβάνοντας ευχολόγια για τους μισθούς, τα εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα, την υπεράσπιση της Δημόσιας Υγείας – Παιδείας και της Κοινωνικής Ασφάλισης.
Ιδιαίτερη σημασία είχε η στάση του ΠΑΜΕ το οποίο ενίσχυσε τις δυνάμεις του, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση (από 3η). Τόσο από την εναρκτήρια ομιλία του εκπροσώπου τους όσο και στις τοποθετήσεις των συνέδρων του, το πνεύμα και το περιεχόμενο της γραμμής τους ήταν στην πραγματικότητα η αναπαραγωγή των εκλογικών αυταπατών και μια ακατάσχετη ψηφοθηρία. Τυφλωμένο καθώς είναι και εγκλωβισμένο γύρω από τις κάλπες, θριαμβολογούσε για την «αλλαγή των συσχετισμών» στην Συνομοσπονδία ταυτίζοντάς την εξόφθαλμα στρεβλά με την ενίσχυση του ΠΑΜΕ. Παράλληλα, οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ κράτησαν μια εξοργιστικά προκλητική στάση παραποιώντας την πραγματικότητα των δύο τελευταίων χρόνων της πανδημίας. Κατά τη γνωστή πρακτική τους, που την εφαρμόζουν με κάθε ευκαιρία, επιχείρησαν να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους ως τη μοναδική δύναμη που «έσπασε τις απαγορεύσεις». Δίχως ίχνος ντροπής, εκείνοι που σχεδόν δύο χρόνια αποτέλεσαν τους πρωτεργάτες της γραμμής του «μετά θα λογαριαστούμε», που πρώτοι και καλύτεροι κατέθεσαν τα διαπιστευτήριά τους στην κυβέρνηση και συμμορφώθηκαν πλήρως στα κυβερνητικά προστάγματα, που επιδόθηκαν σε μυστικές και συμβολικές κινητοποιήσεις, εμφανίζονται τώρα τάχα και ψευδώς ως οι πρωτοστάτες των κινητοποιήσεων στον καιρό της πανδημίας.
Με λεκτικά τεχνάσματα και πυροτεχνήματα για την κατεδάφιση του ν. «Χατζηδάκη» επιχείρησαν να συγκαλύψουν τη συνθηκολόγα στάση τους, το σύρσιμό τους πίσω από την ανυπόληπτη ηγεσία της ΓΣΕΕ, το ξεπούλημα του αγώνα. Όπως πίσω από τα ίδια τεχνάσματα επιχείρησαν να συγκαλύψουν τη διγλωσσία τους και τις απανωτές αλλαγές στάσης στο ζήτημα της νομιμοποίησης των συνέδρων που είχαν προκύψει από ηλεκτρονικές ψηφοφορίες.
Οι δε δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ(ΕΑΕΚ) βλέποντας πως «μυρίζει εκλογές» εξαπέλυαν μύδρους ενάντια στην κυβέρνηση της ΝΔ και καλλιεργώντας τη θεωρία του «ώριμου φρούτου» κήρυξαν την αναμονή ως τις επερχόμενες κάλπες.
Οι αντιδημοκρατικές πρακτικές που έχει εφαρμόσει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία στην ηγεσία της ΑΔΕΔΥ, οι ατελείωτες παραταξιακές ομιλίες καθώς και οι διαδικαστικές ντρίπλες που κάθε τόσο ανασκαλίζουν οι δυνάμεις αυτές, έχουν στερήσει όλα αυτά τα χρόνια τη δυνατότητα να γίνει ένα ουσιαστικό συνέδριο, να δοθεί το βήμα και ο λόγος στους συνέδρους. Έτσι και στο φετινό 38ο Συνέδριο, και ενώ θεωρητικά υπήρχε ένα ολόκληρο διήμερο για να τοποθετηθούν σύνεδροι, με τις πρακτικές αυτές επιβλήθηκε πρακτικά η φίμωση του σώματος και ένα ελάχιστο μόνο κλάσμα από τους 636 συνέδρους κατόρθωσε να τοποθετηθεί. Αυτό το απαράδεκτο καθεστώς στέρησε τη δυνατότητα στους εκπροσώπους της «ΕΡΓΑΣ-Εκπαιδευτικός Όμιλος» να τοποθετηθούν και να παρουσιάσουν τις θέσεις τους.
Απαράδεκτη και προκλητική για το δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα ήταν η στάση των ΔΑΚΕ – ΔΗΣΥΠ – ΕΑΕΚ και ΠΑΜΕ κατά τη διάρκεια των ψηφοφοριών όπου με συνοπτικές διαδικασίες κήρυξαν τη λήξη του Συνεδρίου δίχως να συζητηθούν και να μπουν σε ψηφοφορία οι προτάσεις για γενική πανεργατική απεργία στις 15 Δεκέμβρη μπροστά στην ψήφιση του αντιλαϊκού προϋπολογισμού. Οι μόνες αποφάσεις που κατόρθωσε να πάρει το 38ο Συνέδριο ήταν αυτές που εναντιώνονται στο ν. «Χατζηδάκη» και την εφαρμογή του, στις ηλεκτρονικές ψηφοφορίες και την καταγραφή στο ΓΕΜΗΣΟΕ. Αν και οι αποφάσεις αυτές αποτελούν σημαντική κατάκτηση του Συνεδρίου, παρ’ όλα αυτά είναι πολύ αρνητική εξέλιξη το γεγονός ότι επιβλήθηκε για μια ακόμα φορά η αφωνία και οι δυνάμεις αυτές (ΔΑΚΕ – ΔΗΣΥΠ – ΕΑΕΚ – ΠΑΜΕ) μετέθεσαν για μια ακόμα φορά την όποια απεργιακή κινητοποίηση σε «εύλογο χρονικό διάστημα στο μέλλον». Για μια ακόμα φορά οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ ανέλαβαν το έργο του ξεπλύματος της συμβιβαστικής γραμμής του φιλοκυβερνητικού συνδικαλισμού και ταυτίστηκαν μαζί του δηλώνοντας πως στηρίζουν την πρόταση που κατέθεσε η ΔΗΣΥΠ να συζητηθεί η προκήρυξη νέας γενικής απεργίας στο αόριστο μέλλον, σφραγίζοντας έτσι τη λήξη του συνεδρίου.
Η «ΕΡΓΑΣ-Εκπαιδευτικός Όμιλος», με τους συνέδρους που συμμετείχαν και παρά το γεγονός ότι ουσιαστικά φιμώθηκαν από τις πρακτικές της γραφειοκρατίας, παρενέβησαν στο συνέδριο διακινώντας πλατιά τη διακήρυξη και άλλα υλικά. Οι δύο σύνεδροι της ΕΡΓΑΣ και του Εκπαιδευτικού Ομίλου αν και εκλέχθηκαν από τα πλατιά μετωπικά σχήματα των Παρεμβάσεων, εντούτοις δεν συμμετείχαν στο ψηφοδέλτιο των ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ Δημοσίου, διαχωρίζοντας τη θέση τους. Αιτία για το διαχωρισμό αυτό στάθηκε η πρακτική που επιλέγει η πτέρυγα του ΝΑΡ μέσα στις ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ η οποία συνειδητά επιχειρεί να επιβάλει την άποψή της και τις θέσεις της, με δεδομένες τις σοβαρές πολιτικές διαφορές που υπάρχουν σε μια σειρά από ζητήματα. Με τη στάση της η «ΕΡΓΑΣ=Εκπαιδευτικός Όμιλος» θέλει να στηλιτεύσει την πρακτική της επιβολής θέσεων και του καπελώματος, προβάλλοντας με ένταση την αρχή της Ομοφωνίας που οφείλει να ισχύσει σε τέτοιου είδους μετωπικές συνδικαλιστικές συνεργασίες και σχήματα.
Το 38ο Συνέδριο της ΑΔΕΔΥ ολοκληρώθηκε με τρόπο ιδιαίτερα αναντίστοιχο και σίγουρα κατώτερο των περιστάσεων, των προσδοκιών και των διαθέσεων των εργαζομένων στο δημόσιο -και όχι μόνο- τομέα. Ο λόγος πέφτει στα πρωτοβάθμια σωματεία, στις Γενικές Συνελεύσεις και στους εργαζόμενους να ασκήσουν τη μέγιστη δυνατή πίεση, να διατρανώσουν την απαίτησή τους να ανοίξει ο δρόμος για ενιαίο και παρατεταμένο απεργιακό αγώνα ενάντια στην πολιτική της ακρίβειας και της εξαθλίωσης.