Πολύς λόγος γίνεται την τελευταία περίοδο για την έξαρση της νεανικής παραβατικότητας, με καθημερινά ρεπορτάζ σε κανάλια και εφημερίδες, για την υπόθεση της 14χρονης στη Γλυφάδα, υποθέσεις ξυλοδαρμών σε σχολεία, μέχρι και την εξωφρενική καταγγελία για «βιασμό» 5χρονου από συμμαθητές του.
Σε αυτό το πλαίσιο ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξήγγειλε νέα μέτρα αυστηροποίησης των ποινών για τους μαθητές που εκδηλώνουν συμπεριφορές ενδοσχολικής βίας και επέκταση των ποινών στους γονείς τους, μία νέα εκδοχή δηλαδή της ατομικής ευθύνης που θα βαραίνει αποκλειστικά ανήλικα παιδιά και το οικογενειακό τους περιβάλλον. Οι κυβερνητικές εξαγγελίες και η αντίστοιχη μιντιακή κάλυψη δεν είναι δείγμα ευαισθησίας για το μαρασμό των σχολείων και της μαθητικής καθημερινότητας, αλλά αποτελούν μία ακόμα καλοκουρδισμένη επιχείρηση αποποίησης των κυβερνητικών ευθυνών και μία ευκαιρία διεύρυνσης της κρατικής καταστολής, αυτή τη φορά με στόχο το δημόσιο σχολείο.
Με την έναρξη της σχολικής χρονιάς ελάχιστη δημοσιότητα δόθηκε στους εκπροσώπους της σχολικής κοινότητας για να εκθέσουν τα πραγματικά προβλήματα των ερειπωμένων σχολείων της «Ελλάδας 2.0» του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενώ στα αζήτητα θάφτηκε ο νικηφόρος αγώνας μαθητών και εκπαιδευτικών ενάντια στις συγχωνεύσεις τμημάτων, το συνωστισμό των μαθητών κατά δεκάδες και την καταναγκαστική αλλαγή σχολείου για πολλούς μαθητές που επιχείρησε να επιβάλει το υπουργείο Παιδείας. Στον αντίποδα, η ψευδεπίγραφη ευαισθησία των ΜΜΕ για τη σχολική βία και τον εκφοβισμό δεν έχει σκοπό την πραγματική αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά είναι κομμάτι της πολιτικής διαχείρισης της κυβέρνησης.
Η εκτεταμένη δημοσιογραφική κάλυψη για τα φαινόμενα ενδοσχολικής βίας αναπαράγει το κυβερνητικό αφήγημα της ανάγκης για περισσότερη αστυνόμευση, μεγαλύτερη πειθάρχηση και καταστολή απέναντι στη νεολαία. Αυτό το αφήγημα εκκινά από ένα πραγματικό πρόβλημα, της βίας στο σχολικό περιβάλλον και το διαδίκτυο, της διακίνησης και της χρήσης ναρκωτικών ουσιών από μαθητές και μαθήτριες, όμως θέτει το ζήτημα στα μέτρα της κυβέρνησης για να υπηρετήσει συγκεκριμένες πολιτικές.
Η πραγματικότητα είναι πως οι καταγγελίες για περιστατικά ενδοσχολικής βίας δεν βρίσκονται σε έξαρση, αλλά μειώθηκαν από το 2019 μέχρι σήμερα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν πρέπει να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο προστασίας των μαθητών και μαθητριών, ένα πλαίσιο που καμία σχέση δεν έχει με τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού. Η κυβέρνηση εμπαίζει μαθητές και γονείς για το πρόβλημα της παραβατικότητας στα σχολεία, την ίδια στιγμή που για πρώτη χρονιά δεν έκανε ούτε μία πρόσληψη ψυχολόγων στα δημόσια σχολεία, την ίδια στιγμή που χιλιάδες αναπληρωτές εκπαιδευτικοί καλύπτουν μόνιμα κενά, την ίδια στιγμή που -λόγω των ελλείψεων προσωπικού- οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι παιδοψυχολόγοι κάνουν τους γυρολόγους από σχολείο σε σχολείο, προκειμένου να καλύψει ένας ειδικός τις ανάγκες εκατοντάδων παιδιών. Η κυβέρνηση εμπαίζει την κοινωνία, την ίδια στιγμή που νομοθετεί το ξήλωμα κάθε κρατικής υποδομής υποστήριξης των τοξικοεξαρτημένων ατόμων στο νέο νόμο για την ψυχική υγεία.
Οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού δεν έχουν καμία σχέση με τη μέριμνα για τη δημιουργία ενός ασφαλούς σχολικού περιβάλλοντος, αλλά αποτελούν μία βίαιη αποποίηση της κρατικής ευθύνης και της μετατόπισης του βάρους στις λαϊκές οικογένειες, δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα νέο κατασταλτικό πλαίσιο στοχοποίησης των μαθητών, που θα αξιοποιηθεί για την κατάπνιξη των αγωνιστικών διαθέσεων της νεολαίας όπως έχει γίνει προηγούμενα.
Είναι εντελώς υποκριτική η ευαισθησία μιας κυβέρνησης που είναι ο πρώτος διδάξας στη βία και την παραβατικότητα, μιας κυβέρνησης που υπηρετεί το δόγμα του ανταγωνισμού σε κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής, το δόγμα «ο θάνατος σου – η ζωή μου». Η κυβερνητική πολιτική νομιμοποιεί στις συνειδήσεις της κοινωνίας και των παιδιών της την πλήρη απαξίωση της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας, το κάνει όταν αφήνει να χάνονται ζωές στις φονικές πυρκαγιές και τις πλημμύρες, όταν πνίγει τους πρόσφυγες ή τους δολοφονεί στα αστυνομικά τμήματα, όταν συγκαλύπτει τα σκάνδαλα των «αρίστων» και θέτει σε καθεστώς ατιμωρησίας την παραβατικότητα της δεξιάς, από τους αποφυλακισμένους δολοφόνους του Τεμπονέρα και του Γρηγορόπουλου, μέχρι τους Μίχους και Λιγνάδηδες.
Η κυβέρνηση και η άρχουσα τάξη αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τις αιτίες της νεανικής παραβατικότητας, γιατί τα συμφέροντα που υπηρετούν είναι η πραγματική αιτία και η αντιμετώπισή τους θα υποχρέωνε το ξήλωμα της παρασιτικής τους υπόστασης από το σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Η εξαθλίωση εκτεταμένων λαϊκών στρωμάτων για να πλουτίζουν οι ευρωπαίοι δυνάστες και οι ντόπιοι ολιγάρχες, αυτή είναι η υλική βάση της νεανικής παραβατικότητας, η φτώχεια και το σμπαράλιασμα των νεανικών ονείρων για μια καλύτερη ζωή. Η πολιτική των κυβερνήσεων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει μετατρέψει τα σχολεία σε υποχρηματοδοτούμενα εξεταστικά κάτεργα, έχει μετατρέψει τη μόρφωση σε αγωνία για τους μαθητές και τους έχει συνηθίσει στην πιο απάνθρωπη αντιμετώπιση, με την αστυνομοκρατία και την καταστολή να διεισδύει ως και στο σχολικό περιβάλλον, όπου συλλαμβάνονται και ξυλοφορτώνονται νεαρά παιδιά επειδή κάνουν καταλήψεις.
Το πραγματικό αντίδοτο στα φαινόμενα της νεανικής παραβατικότητας, είτε αυτά βρίσκονται σε έξαρση είτε σε υποστολή, είναι το δυνάμωμα της λαϊκής αλληλεγγύης, η εξύψωση των μαθητών από το μίζερο «εγώ» στο «Εμείς», στην προοπτική του αγώνα για μια ζωή χωρίς βία και καταπίεση, ενάντια στην κρατική καταστολή και τον κοινωνικό κανιβαλισμό, για να διεκδικηθούν σχολεία που δεν θα είναι εγκαταλελειμμένα αλλά θα παρέχουν ουσιαστική εκπαιδευτική και ψυχολογική υποστήριξη για όλους και όλες.