Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-χωρίς ΑΝΕΛ, παίρνοντας τη σκυτάλη από την κυβέρνηση Ζάεφ, φέρνει σε πέρας την αποστολή της.
Με τη στήριξη βουλευτών – διασπάσεων και διαρροών άλλων μικρότερων αστικών κομμάτων, («Ποτάμι», «Ένωση Κεντρώων», «ΔΗΜΑΡ» κλπ.) και σε διατεταγμένη υπηρεσία των ένθεν και πέραν του Ατλαντικού εντολέων της, με 153 ψήφους στη σχετική ψηφοφορία στη Βουλή ολοκληρώνει τη διαδικασία έγκρισης της Συμφωνίας των Πρεσπών, εντός των χρονικών ορίων που της έθεσαν, ούτως ώστε τον Ιούνιο η πΓΔΜ-Βόρεια Μακεδονία πλέον, να γίνει και αυτή μέλος του ΝΑΤΟ και να ανοίξουν διάπλατα οι πόρτες των αγορών για διείσδυση της ΕΕ στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων.
Το ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής χώρας, επανήλθε «έκτακτα» και επιτακτικά και όχι τυχαία, πέρυσι το Γενάρη, μετά από 27 χρόνια και στον τελευταίο χρόνο της τετραετούς διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, από τον «διαπραγματευτή» του ΟΗΕ, Μάθιου Νίμιτς, εκπρόσωπο των δυτικών ιμπεριαλιστών. Με τελευταίο αυτόν, τον Μάθιου Νίμιτς, λίγο πριν αρχίσει η συζήτηση στην ελληνική Βουλή, έκλεισε και ο κύκλος των επισκέψεων, των πιέσεων και των εκβιασμών Δυτικών αξιωματούχων σε Σκόπια και Αθήνα, με μια απειλητική προειδοποίησή του, απροκάλυπτη επέμβαση στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις της χώρας μας: «Αν δεν περάσει η Συμφωνία των Πρεσπών μπορώ να προβλέψω ορισμένα αρκετά επικίνδυνα σενάρια».
Οι απροκάλυπτες παρεμβάσεις των ΗΠΑ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και οι πιέσεις τους σε πΓΔΜ και Ελλάδα για την υπογραφή της Συμφωνίας, ήταν ασφυκτικές. Οι επισκέψεις του Γ. Γ. του ΝΑΤΟ Σόλτενμπεργκ, των Μέρκελ, Μοσκοβισί, Γιούνκερ, Μογκερίνι, Χάαν κλπ, οι ασύδοτες παρεμβάσεις των Αμερικανών πρέσβεων σε Αθήνα και Σκόπια το επιβεβαιώνουν. Η μεγάλη όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, παγκόσμια, επιταχύνει τους αμερικανονατοϊκούς σχεδιασμούς και στα Δυτικά Βαλκάνια.
Η οξύτητα του ανταγωνισμού εκδηλώνεται και από άλλες παρεμβάσεις στα Δυτικά Βαλκάνια, αλλά και από την οξύτατη αντίδραση της Ρωσίας. Οι πιέσεις στη Σερβία, γίνονται αφόρητες, μέσα από τον ποδηγετημένο «διάλογο» Σερβίας-Κοσσυφοπεδίου και την επιμονή της ηγεσίας του Κοσόβου στους δασμούς προϊόντων από τη Σερβία, σαν διαπραγματευτικό «χαρτί» για την αναγνώρισή του από τη Σερβία, οι δηλώσεις Ράμα για Μεγάλη Αλβανία, αλλά και από την άλλη πλευρά, οι καταγγελίες Ρώσων αξιωματούχων για εξαγορά βουλευτών της γειτονικής χώρας, η ανοιχτή παρέμβαση του ρωσικού ΥΠΕΞ στα εσωτερικά της Ελλάδας – «η ελληνική κυβέρνηση αγνοεί τη γνώμη του ελληνικού λαού και δεν μιλάει για δημοψήφισμα στο θέμα αυτό» – η επίσκεψη Πούτιν στο Βελιγράδι και οι συμφωνίες για ολική επαναφορά της Ρωσίας στη Σερβία, είναι εκφράσεις αυτού του ανταγωνισμού.
Η κυβέρνηση με υπουργούς, βουλευτές και άλλους παρατρεχάμενους τα «έδωσε όλα» για τον εξωραϊσμό της συμφωνίας, φτάνοντας στο φαιδρό σημείο να τη χαρακτηρίσουν και «αντιιμπεριαλιστική» (Σία Αναγνωστοπούλου). Ο Αλ. Τσίπρας, έχοντας από καιρό αναλάβει δεσμεύσεις από την επίσκεψή του ακόμη στις ΗΠΑ, που τις χαρακτήρισε «στρατηγικό εταίρο», αποφεύγοντας «όπως ο διάολος το λιβάνι» να κάνει ακόμα και αναφορά στα σχέδια ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ στην περιοχή, τα οποία δρομολόγησαν τη συμφωνία, εξωραΐζει αυτούς τους φονικούς συνασπισμούς, φτάνοντας στο σημείο να βαφτίσει την ψήφισή της «πατριωτικό καθήκον».
Η δήλωση Καμμένου στον «ΣΚΑΪ» ήταν αποκαλυπτική της υποτέλειας και του «πατριωτισμού» και των δυο: «Είπα του πρωθυπουργού ότι εγώ θα κάνω μια προσπάθεια από τη μεριά μου να ικανοποιηθεί η πίεση η οποία μας ασκείται τα Σκόπια να περάσουν στον δυτικό κύκλο, με μια στρατιωτική συμφωνία, χωρίς αυτό να μας αναγκάσει να υποχωρήσουμε στο όνομα» ! Στην «Ολοκληρωμένη Έκθεση» του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών ομολογείται ρητά και κυνικά ο ρόλος τους και η ευρωατλαντική σφραγίδα της Συμφωνίας: «Η Ελλάδα είναι αφοσιωμένος εταίρος στην προώθηση των συμφερόντων των ΗΠΑ εντός και εκτός της Ελλάδας. Η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει την εμβάθυνση της στρατιωτικής συνεργασίας και προσφέρει επιπλέον τοποθεσίες για να υποστηρίξει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στην περιοχή».
Μέσα από τη διαδικασία έγκρισης της Συμφωνίας των Πρεσπών αποκαλύφθηκε η εξάρτηση των αστικών τάξεων των δυο χωρών, των κυβερνήσεων Τσίπρα – Ζάεφ και του υπόλοιπου αστικού πολιτικού τους προσωπικού, που προχώρησαν στην εφαρμογή των εντολών που έλαβαν, προσδοκώντας «αναβαθμισμένους» ρόλους στην περιοχή και τα ψιχία από το μεγάλο φαγοπότι των ισχυρών συνδαιτυμόνων. Η αντιμετώπιση-εγκατάλειψη των Κούρδων της Συρίας από τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές, προσδιορίζει και τις πιθανές τύχες και των κομπραδόρικων αστικών τάξεων των δυο χωρών, αλλά πολύ περισσότερο τους κινδύνους που εγκυμονούν για τους λαούς της περιοχής.
Η Συμφωνία αυτή μάλιστα, όχι μόνον δεν υποβάθμισε, αλλά επαύξησε τα προβλήματα εθνικισμού, σοβινισμού και αλυτρωτισμού στις δυο χώρες, όπως προκύπτει και από τα αλλεπάλληλα εθνικιστικά συλλαλητήρια και την ενεργοποίηση όλων των φασιστικών-ακροδεξιών ομάδων, συντηρητικών και εκκλησιαστικών κύκλων στις δυο χώρες, που δεν θέτουν καθόλου το ζήτημα του ιμπεριαλιστικού παράγοντα και της υποτέλεια των κυβερνήσεών τους.
Η ΝΔ, με έντονο πρόβλημα στο εσωτερικό της, χωρίς να αμφισβητεί στην ουσία της τη Συμφωνία και σηκώνοντας κουρνιαχτό με θέματα διαδικαστικά, προσπαθεί προεκλογικά και εκ του ασφαλούς, μέσα από μια πλειοδοσία πατριωτισμού, με ύμνους όμως στο ρόλο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, να ψαρέψει στα θολά νερά του εθνικισμού και του φασισμού, καλύπτοντας με τη στάση της και τη δράση της Χρυσής Αυγής.
Αποδείχτηκε ο πολιτικά άθλιος, ασταθής, άνευρος χαρακτήρας – και για τον λόγο αυτό υποκειμένων σε διαρροές και συναλλαγές – μικρότερων αστικών πολιτικών κομμάτων, («ΑΝΕΛ», «Ποτάμι», «Ένωση Κεντρώων», «ΔΗΜΑΡ» κλπ.), σαν εφεδρειών του συστήματος και συμπληρωματικών δυνάμεων των κυρίαρχων κομμάτων ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ.
Ταυτόχρονα η Συμφωνία των Πρεσπών, ενόψει μάλιστα αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων, λειτουργεί σαν πολιτικός καταλύτης, επιταχύνοντας τις διεργασίες αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, με στόχο τη συνέχιση της αστικής κυριαρχίας και της ιμπεριαλιστικής εποπτείας.
Ο Τσίπρας με αυτούς τους βουλευτές που τον στήριξαν και με άλλους, «πολιτικούς τυχοδιώκτες», διαπιστώνοντας «σε ένα τμήμα του προοδευτικού μεσαίου χώρου κρίση πολιτικής εκπροσώπησης», επαναφέρει την πρόταση δημιουργίας «προοδευτικού» πόλου, τη συγκόλληση ουσιαστικά – με την πρωτοκαθεδρία του ΣΥΡΙΖΑ – των δυνάμεων του χώρου της σοσιαλδημοκρατίας, ως απαραίτητης για τη χειραγώγηση του λαού στα προτάγματα του ιμπεριαλισμού, ξένου και ντόπιου κεφαλαίου, κατά τη «μεταμνημονιακή» περίοδο.
Το πολιτικό σκηνικό μετατοπίζεται σε μια ακροδεξιά κατεύθυνση. Με ισχυρά ερείσματα στη ΝΔ (Βορίδης, Σαμαράς, Γεωργιάδης), άλλες ακροδεξιές ομάδες και απολειφάδια κομμάτων (Καμμένος, Μπαλτάκος, πρώην σύμβουλος του Αντ. Σαμαρά, συνεργάτης του προέδρου του ΛΑΟΣ Γ. Καρατζαφέρη, με γνωστές τις σχέσεις του με τη ναζιστική Χρυσή Αυγή, Βελόπουλος κλπ), επιχειρούν να στήσουν ένα ακόμη ακροδεξιό κόμμα μεταξύ ΝΔ-Χρυσής Αυγής.
Το ποιον εξυπηρετεί η Συμφωνία των Πρεσπών φαίνεται από τους πανηγυρισμούς αυτών που την επέβαλαν και από το άρθρο 2 της Συμφωνίας που περιγράφει ξεκάθαρα τη διαδικασία ένταξης της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, που είναι η ουσία της. Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μια ΝΑΤΟϊκή-αμερικανική Συμφωνία, που όχι μόνον δεν λύνει το πρόβλημα των δυο λαών και χωρών, αλλά αντίθετα βαθαίνει την εξάρτησή τους και τους κινδύνους να γίνουν υποχείρια και θύματα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Οι απαντήσεις βέβαια που δόθηκαν από το κίνημα στο πρόβλημα αυτό, ήταν πολύ υποδεέστερες της σημασίας του. Αυτό ακριβώς είναι και το ζητούμενο.
Και η μόνη λύση – απάντηση για τους δύο λαούς είναι να οργανώσουν οι ίδιοι τον αγώνα τους ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τον πόλεμο και τον εθνικισμό, ενάντια στην πολιτική της υποτέλειας και της υποταγής που ακολουθούν οι κυβερνήσεις των χωρών τους, για να σταματήσει η αλυτρωτική προπαγάνδα, να υπάρξει αμοιβαία αναγνώριση του απαραβίαστου των συνόρων, της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας των χωρών, με στόχο το απαραβίαστο των συνόρων, τη διαφύλαξη της ειρήνης, την αλληλεγγύη και τη συνεργασία των λαών.