Εδώ και καιρό είναι εμφανείς οι εσωτερικές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις που εξελίσσονται ανάμεσα στις συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μετά τις διακριτές παρουσίες στις συγκεντρώσεις, τα ξεχωριστά “συντονιστικά σωματείων”, τη σκυτάλη παίρνουν τώρα οι επερχόμενες περιφερειακές και δημοτικές εκλογές. Στις επικείμενες λοιπόν εκλογές οι βασικές συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που οραματίζονται “ενιαία μέτωπα ανατροπής της επίθεσης του κεφαλαίου”, καλώντας κάθε τόσο σε κοινές δράσεις όλες τις δυνάμεις της “ριζοσπαστικής, αντιΕΕ, αντιιμπεριαλιστικής και κομμουνιστικής αριστεράς”, αποφάσισαν πως θα πρέπει να παρέμβουν με χωριστά εκλογικά ψηφοδέλτια στους μεγαλύτερους Δήμους της χώρας, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Έτσι, στην Αθήνα οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα εμφανιστούν με δύο παρατάξεις. Η πρώτη, που είναι και η παλαιότερη, πρόσκειται προς το ΣΕΚ, τη μια βασική συνιστώσα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η δεύτερη κινείται στα πλαίσια του ΝΑΡ, του άλλου βασικού εταίρου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μια από τα ίδια και στο δήμο της Θεσσαλονίκης, μόνο που εκεί οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εμφανίζονται με τρία (!) διαφορετικά εκλογικά σχήματα, εμπλέκοντας σε κάποια από αυτά και δυνάμεις και συνιστώσες της ΛΑΕ. Φαίνεται, δηλαδή, πως στη Θεσσαλονίκη εκδηλώνονται σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και τις διαθέσεις διαφόρων ρευμάτων και συνιστωσών της για συμπόρευση με το ρεφορμιστικό κόμμα της ΛΑΕ.
Είναι βέβαιο πως αυτά που βλέπουν το φως της δημοσιότητας αποτελούν ένα δείγμα της πραγματικής κατάστασης που επικρατεί στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Τα όσα διαδραματίζονται στους δύο μεγαλύτερους Δήμους της χώρας επαναλαμβάνονται και σε μικρότερους με τα ίδια ή παρόμοια χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του Βύρωνα, όπου από το τοπικό σχήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΝΑΡ) αποχώρησαν μέλη – διαφωνούντες του ΝΑΡ – για να σχηματίσουν μια νέα παράταξη με τοπικά στελέχη της ΛΑΕ.
Το κλίμα στο εσωτερικό της επιβεβαιώνει άλλωστε και η πρόσφατη ανακοίνωση μιας εκ των συνιστωσών της (Αριστερή Συσπείρωση, 17.2.2019), όπου ανάμεσα στ’ άλλα ενδιαφέροντα διαβάζουμε πως στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ “αντί να συζητάμε για τον τρόπο και το πλαίσιο διεκδικήσεων (…) ανακαλύπτουμε τεχνικές διαφωνίες, αστικού περιεχομένου για τη μάχη της μαρκίζας”. Ακόμα πιο αποκαλυπτικό είναι το σημείο όπου γίνεται λόγος για φαινόμενα παραγοντισμού.
Βέβαια πρέπει να σημειώσουμε πως την ίδια στιγμή που οι συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ διασπώνται και προχωρούν σε χωριστές εκλογικές καθόδους σε επίπεδο δημοτικών εκλογών, την ίδια ώρα δεν φαίνεται να έχουν καμιά απολύτως δυσκολία να συγκροτήσουν κοινό ψηφοδέλτιο και να διασφαλίσουν την ενιαία κάθοδό τους στις ευρωεκλογές, όπου οι πολιτικές απαιτήσεις συνεργασίας είναι πολύ μεγαλύτερες απ’ ό,τι στις δημοτικές εκλογές.
Σε κάθε περίπτωση το συμπέρασμα είναι πως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν παύει να είναι τίποτα περισσότερο από μια ευκαιριακή σύμπραξη διαφόρων δυνάμεων έξω από αρχές, διανθισμένη με υπερβολικές δόσεις κούφιου αντικαπιταλισμού και καραμπινάτου ρεφορμισμού. Οι εκλογές που έχουμε μπροστά μας επιβεβαιώνουν για μια ακόμα φορά πως το “αντικαπιταλιστικό ρεύμα” της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δεν είναι τίποτα άλλο από ένας μικροαστικός εκλογικός μηχανισμός, ένα πουκάμισο αδειανό.