Με το μέτρο της επίταξης, αιφνιδιαστικά, έθεσε τέρμα η κυβέρνηση στον ψευτοδιάλογο που διενεργούσε -μέσω του αρμόδιου υπουργού της Νότη Μυταράκη- με τις τοπικές κοινωνίες και που αφορά τη δημιουργία «κλειστών δομών» εγκλεισμού των προσφύγων στα νησιά του Β.Α. Αιγαίου.
Η επίταξη, μέτρο που εφαρμόζεται σε εξαιρετικά κρίσιμες περιόδους, όπως ο πόλεμος, δεν είναι μόνο ένα μέτρο γραφής μιας εξαιρετικά αυταρχικής κυβερνητικής πολιτικής αλλά και το μέτρο της απόλυτης δουλικότητας και υποταγής στην εξυπηρέτηση της συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας, που, υλοποιούν οι ελληνικές κυβερνήσεις στο προσφυγικό. Συμφωνία -που προσυπόγραψε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- και που, σε πολύ γενικές γραμμές, ως κεντρικό της άξονα έχει την παραμονή των προσφύγων στους τόπους εισόδου, την εξέταση των αιτημάτων πολιτικού ασύλου και στην αντίθετη περίπτωση στην επαναπροώθηση στην χώρα από την οποία εισήλθαν. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, στα πέντε τελευταία χρόνια, είναι ο εγκλεισμός δεκάδων χιλιάδων προσφύγων στα νησιά μας και κυρίως στη Λέσβο, Χίο, Σάμο, Λέρο. Ειδικά, την τελευταία χρονιά, οι ροές αυξάνονται με μεγάλους ρυθμούς.
Είναι γεγονός -και αυτό είναι το κύριο- πως η προσφυγιά και η μετανάστευση είναι το φρικτό αποτέλεσμα των πολέμων που προκαλούν οι ιμπεριαστικοί ανταγωνισμοί αλλά και της φτωχοποίησης που προκαλούν οι νεοαποικιοκρατικές πολιτικές σε διάφορες χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Η Τουρκία, έχει αναλάβει το ρόλο, με βάση την συμφωνία με την ΕΕ, της ανάσχεσης της εισόδου των προσφύγων στις χώρες της ΕΕ. Επί της ουσίας, ειδικά την τελευταία περίοδο,η Τουρκία, ανάλογα με την πορεία των σχέσεών της και των επιδιώξεών της με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα, χρησιμοποιεί το προσφυγικό -μέσω της ανεπίσημης ρύθμισης των ροών- ως διαπραγματευτικό και εκβιαστικό χαρτί.
Οι συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων είναι άθλιες. Για παράδειγμα, στην Μόρια, μέσα και πέριξ του Κέντρου υποδοχής -δυναμικότητας 3000 ανθρώπων- διαβιούν 27000 άνθρωποι. Στη Χίο, στην ΒΙΑΛ, δυναμικότητας 1500 ανθρώπων, ζουν πάνω από 9000. Στη Σάμο, σε κέντρο δυναμικότητας 600 ατόμων, ζουν 9500 ψυχές. Η στέγασή τους είναι υποτυπώδης, η σίτισή τους ελλιπής, οι συνθήκες υγιεινής και η περίθαλψή τους ανύπαρκτες, η πρόσβαση στην παιδεία, τον πολιτισμό, την εργασία μηδαμινές. Τα ίδια τα κέντρα έχουν εξελιχθεί σε υγειονομικές βόμβες. Η επίσημη πολιτεία έχει μια ελάχιστη συμμετοχή στην φιλοξενία τους και έχει υποκατασταθεί από το έργο δεκάδων ΜΚΟ που δρουν και χρηματοδοτούνται ανεξέλεγκτα – χωρίς κανένα κεντρικό συντονισμό. Σε κάθε περίπτωση, γύρω από τον πόνο και τη δυστυχία των ανθρώπων αυτών έχει στηθεί ένα πολυποίκιλο και ιδιόμορφο πανηγύρι κερδοσκοπίας.
Οι τοπικές κοινωνίες, που ειδικά στον πρώτο καιρό, κατά κανόνα, συμπαραστάθηκαν και στήριξαν τους πρόσφυγες, με ηρωικές προσπάθειες διάσωσης -αλληλεγγύης- περίθαλψης και οργάνωσης συσσιτίων, κτυπημένες από τη δεκαετή εφαρμογή των μνημονίων, αδυνατούν να αναλάβουν το υπέρογκο βάρος που τους επιβλήθηκε και που έχει αντίκτυπο σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Κυρίως, όμως, διαισθάνονται και διαπιστώνουν με την εμπειρία τους πως καθημερινά το πρόβλημα διογκώνεται -χωρίς προοπτική βελτίωσης του- με αποτέλεσμα να μετατρέπονται τα νησιά σε φυλακές μεταναστών. Στα πλαίσια αυτά, αλλά και με αφορμή κρούσματα παραβατικής συμπεριφοράς -αποτελέσματα του μακρόχρονου εγκλεισμού- που σκόπιμα υπερδιογκώνονται, δημιουργείται το έδαφος για την ανάπτυξη ρατσιστικών και φασιστικών απόψεων.
Η ΝΔ, ως αντιπολίτευση, σπεκουλάρισε πάνω στα αισθήματα δυσαρέσκειας, προκειμένου να τα καπηλευτεί. Χρησιμοποίησε μια ακροδεξιά ρητορική και καλλιέργησε υποσχέσεις και προσδοκίες, πως τάχα θα αποσυμφόριζε, με τον ερχομό της στην κυβέρνηση, τα νησιά.
Επί της ουσίας δεν αλλάζει η πολιτική διαχείρισης του προσφυγικού. Το «καινούργιο» της κυβερνητικής πολιτικής είναι η αναγγελία της δημιουργίας «κλειστών δομών», (διάβαζε φυλακών) και κλείσιμο των ανοικτών, η γρήγορη εξέταση των αιτήσεων ασύλου και η επαναπροώθηση στην Τουρκία των ατόμων που έτυχαν απορριπτική απάντηση. Είναι φανερό πως ακόμα και αν -όπως ισχυρίζονται- γίνει γρήγορη εξέταση των αιτήσεων, ακόμα και αν γίνουν επαναπροωθήσεις, αυτά δεν θα είναι αρκετά να αποσυμφορήσουν τα νησιά, αφού οι αιτίες που γεννούν την προσφυγιά εξακολουθούν να υπάρχουν και να αυξάνονται.
Επίσης, οι υποσχέσεις για κλείσιμο των υπαρχουσών δομών είναι τουλάχιστον υποκριτικές και ψεύτικες. Για παράδειγμα στη Λέσβο, η αναγγελθείσα κλειστή δομή θα είναι δυναμικότητας 4000 ατόμων. Στη Μόρια υπάρχουν 27000. Οι υπόλοιποι τι θα γίνουν; Είναι σαφές πως η αριθμητική δεν βγαίνει.
Δίπλα σ’ αυτά πληθαίνουν οι αντιρρήσεις για την καταλληλότητα των επιλεγμένων και επιταγμένων περιοχών αλλά και τη δυνατότητα τήρησης των χρονοδιαγραμμάτων κατασκευής τους, δίνοντας την αίσθηση ενός πρόχειρου σχεδιασμού, που δεν είναι τυχαίος, μιας και η κυβερνητική πρόθεση δεν είναι να βελτιώσει την ζωή των κατοίκων και των προσφύγων αλλά να παγιώσει μια κατάσταση – προσποιούμενη ότι την λύνει.
Στα πλαίσια αυτά, κάτω από την πίεση που υφίστανται από τις τοπικές κοινωνίες, οι Δήμαρχοι των νησιών αναγκάζονται να απορρίψουν τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς και να προβούν σε κάποιες κινητοποιήσεις. Την πρωτοβουλία συντονισμού ανέλαβε ο Περιφερειάρχης Β. Αιγαίου. Έτσι την Τετάρτη 22/1, έκλεισαν όλες οι υπηρεσίες των Δήμων και τα μαγαζιά και πολλοί φορείς κάλεσαν σε απεργία. Παράλληλα διοργανώθηκαν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας με πρωτοφανή μαζικότητα. Κεντρικό σύνθημα των διαμαρτυριών είναι «Να μην μετατραπούν τα νησιά σε φυλακές ψυχών». Οι εκδηλώσεις, συνοδεύτηκαν, εν πολλοίς, με ακροδεξιάς έμπνευσης ρητορική. Χαρακτηριστική η επαίσχυντη αφίσα της Περιφέρειας Β. Αιγαίου, που απεικονίζει τους πρόσφυγες να εισβάλλουν στα νησιά, δίνοντας το στίγμα πως ο εχθρός μας είναι οι ξένοι και όχι η πολιτική που τους ξερίζωσε από τον τόπο τους. Παράλληλα, έγινε προσπάθεια να αποκλεισθούν από τις κεντρικές ομιλίες, σύλλογοι και σωματεία που θα έδιναν ένα προοδευτικό τόνο και διάσταση, προσπάθεια που απέτυχε, μπρος στην κατακραυγή.
Το αιφνιδιαστικό μέτρο της επίταξης, έβαλε το οριστικό τέλος στις αυταπάτες για συνεννόηση με την κυβέρνηση και δημιούργησε μια μεγάλη κινητικότητα στις κοινωνίες. Άμεσα διακόπηκε ο «διάλογος» και έγινε συγκέντρωση διαμαρτυρίας, έξω από το Υπουργείο Εσωτερικών. Είναι χαρακτηριστικό πως οι νησιώτες, στην εμφάνιση Λαγού και Κασιδιάρη, αντέδρασαν έντονα με συνθήματα, αναγκάζοντάς τους να αποχωρήσουν. Στα χωριά, αρχής γενομένης από το Μανταμάδο στη Λέσβο και το Βροντάδο στην Χίο, γίνονται μαζικότατες λαϊκές συνελεύσεις με θέμα το συντονισμό και την κλιμάκωση του αγώνα. Σχεδόν καθημερινά γίνεται και μία εκδήλωση διαμαρτυρίας.
Είναι γεγονός πως με βάση το προσφυγικό, τα νησιά βράζουν. Εξελίσσεται σε ένα κρίσιμο θέμα, που οδηγεί σε αμηχανία, απομόνωση και κρίση την κυβέρνηση, οδηγώντας την σε απ’ ευθείας σύγκρουση και ακραίες καταστάσεις. Οι δημοτικές αρχές, παρόλο που κάτω από την πίεση που δέχονται αναγκάζονται να συμπλεύσουν με τα συναισθήματα του κόσμου, απέχουν πολύ από το οδηγήσουν τον αγώνα των νησιωτών. Άλλωστε -μην ξεχνάμε- ότι τους συνδέουν δεσμοί πολιτικής συγγένειας με την κυβέρνηση.
Διαμορφώνονται συνθήκες μαζικών αγώνων που ενοποιούνται στα αιτήματα:
«ΚΑΜΜΙΑ ΝΕΑ ΔΟΜΗ- ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΩΝ- ΑΠΕΓΚΛΩΒΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ- ΝΑ ΜΗΝ ΜΕΤΑΤΡΑΠΟΥΝ ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΣΕ ΦΥΛΑΚΕΣ ΨΥΧΩΝ».
Δίπλα σ’ αυτά, το προοδευτικό κίνημα πρέπει να απομονώσει τις ακροδεξιές απόψεις που βλέπουν τον ξένο σαν εχθρό και όχι την πολιτική των πολέμων και της αποικιοκρατίας που απελπισμένα τους έσπρωξε στην προσφυγιά. Να απαιτήσει την κατάργηση της επαίσχυντης συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας. Να διεκδικήσει ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης, ενάντια στην λογική του εγκλεισμού σε στρατόπεδα. Τέλος να βοηθήσει στο να δημιουργηθούν οι συνθήκες για κοινό μέτωπο αγώνα προσφύγων – κατοίκων στα αιτήματά τους.