Πρωτοφανής διπλωματικός πυρετός, διασκέψεις σε Μόσχα και Βερολίνο, προγραμματισμός νέων διασκέψεων, πολυάριθμες και αλλεπάλληλες επισκέψεις κυβερνητικών και άλλων αξιωματούχων ΗΠΑ, Ρωσίας, ΕΕ, Τουρκίας κλπ., σε πρωτεύουσες των χωρών όλης της Μεσογείου σηματοδοτούν τα σκληρά παζάρια, που γίνονται και που είναι ενταγμένα σε μια ευρύτερη προσπάθεια επαναδιευθέτησης στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, με επίκεντρο τη Λιβύη και το ξαναμοίρασμα των πηγών ενέργειας.
Πρωταγωνιστές σε αυτή την επιχείρηση είναι αυτοί που ευθύνονται για τη ΝΑΤΟική επέμβαση του 2011 και τη διάλυση της Λιβύης, που δεν ενδιαφέρονται για τον λιβυκό λαό – όπως κόπτονται – αλλά για να ξαναρχίσει η παραγωγή και οι εξαγωγές πετρελαίου στις μεγαλύτερες πετρελαιοπηγές της Λιβύης. Αυτοί, αφού διέλυσαν τη Λιβύη, έρχονται τώρα να μοιράσουν τα «ιμάτιά» της και να διασφαλίσουν τις θέσεις τους στο πλαίσιο της ευρύτερης ιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης στην περιοχή. Και φαντάζει απέραντη η υποκρισία της ΕΕ ότι δήθεν επιθυμεί «ειρηνική επίλυση» και «σταθερότητα στην περιοχή» και ότι στηρίζει «σταθερά την κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (του Σάρατζ) ως τη νόμιμη κυβέρνηση της Λιβύης» (δηλαδή τον δοτό από αυτούς πρωθυπουργό).
Στη Μόσχα δεν επιτεύχθηκε η εξαγγελθείσα «βιώσιμη εκεχειρία», αλλά και η «εκεχειρία» του Βερολίνου (δεν ανακοινώθηκε ουσιαστικά συμφωνία εκεχειρίας, αλλά μόνο αναγνώριση «μείωσης των συγκρούσεων»), αποδείχτηκε «χάρτινη», αφού παραβιάστηκε την επομένη από τις πρώτες ρουκέτες που έπεσαν στο Αεροδρόμιο της Τρίπολης. Μάλιστα είναι αστεία η έκκληση της Συμφωνίας του Βερολίνου για «διεθνές εμπάργκο όπλων στην Λιβύη», όταν αυτό υποτίθεται ότι ισχύει εδώ και 10 χρόνια και έχει καταρρακωθεί από όλους, όταν στην χώρα υπάρχουν ήδη ξένα στρατεύματα.
Μάλιστα η κυβέρνηση Κόντε μελετά σχέδιο αύξησης των Ιταλών στρατιωτών που έχει αναπτύξει στο λιβυκό έδαφος. Πέρα από τους 250 Ιταλούς στρατιώτες που φρουρούν το νοσοκομείο στην πόλη Μισράτα, σχεδιάζεται αποστολή στρατευμάτων που θα στηρίξει τις επιχειρήσεις της λιβυκής ακτοφυλακής στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Ρωσία δηλώνει ότι δεν έχει στείλει δυνάμεις στη Λιβύη, παραδεχόμενη ωστόσο ότι Ρώσοι μισθοφόροι, μέσω ιδιωτικής εταιρείας, μάχονται στο πλευρό των δυνάμεων του Χάφταρ, ενώ και η Αίγυπτος μετά την Τουρκολιβυκή Συμφωνία απειλεί με αποστολή στρατευμάτων.
Ο αεικίνητος, πολυπράγμων και προκλητικός Πρόεδρος της Τουρκίας, Ερντογάν που κινείται ευέλικτα, μέσα στα περιθώρια που του δίνουν οι αντιθέσεις μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας και με την ανάδειξη της χώρας του σαν ισχυρής περιφερειακής δύναμης, προέβη σε μια χαρακτηριστικά εύστοχη δήλωση: «Η παγκόσμια τάξη πάνω στην οποία οικοδομήθηκε όλος ο προηγούμενος αιώνας τώρα διαταράσσεται θεμελιακά, με τρόπο που δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη καμιά χώρα και καμιά περιοχή».
Στα πλαίσια αυτά και στην αναζήτηση νέου πιο ουσιαστικού ρόλου για την αστική τάξη της χώρας του, προέβη -πέραν όλων των άλλων- και στην υπογραφή της Τουρκολιβυκής συμφωνίας για την διευθέτηση των ΑΟΖ και την αποστολή τουρκικών στρατευμάτων στη Λιβύη. Σύμφωνα με την βρεττανική εφημερίδα «Guardian», οι Τούρκοι έστειλαν στην Τρίπολη της Λιβύης με αερομεταφορά τουλάχιστον 650 Σύρους μισθοφόρους του λεγόμενου «Ελεύθερου Συριακού Πολέμου» και αναμένεται η αερομεταφορά περίπου 1.300 άλλων.
Προσπαθώντας να δικαιολογήσει την αποστολή τουρκικών στρατευμάτων ο Τούρκος Πρόεδρος ισχυρίστηκε ότι στη Λιβύη «υπάρχουν απόγονοι Τούρκων, ενάντια στους οποίους ο Χάφταρ θέλει να κάνει εθνοκάθαρση. Αυτοί είναι απόγονοι από τον Μπαρμπαρόσα, των Οθωμανών και 1 εκατομμύριο απόγονοι Τούρκοι-Κιορόγλου και άλλοι απόγονοι Τούρκων στη Λιβύη … Είναι καθήκον μας να υποστηρίξουμε τα εγγόνια των προγόνων μας, όπως κάνουμε σε όλη τη Βόρεια Αφρική»!!!
Από εκεί άλλωστε ξεκίνησαν όλα, όσα αναζωπύρωσαν την εξελισσόμενη σύγκρουση στην πολύπαθη χώρα και τις αντιπαραθέσεις και άλλων ισχυρών «παικτών» που «ενδιαφέρονται» για την περιοχή. Η Γερμανίδα καγκελάριος Μέρκελ, κατά την επίσκεψή της στην Μόσχα, το δήλωσε άλλωστε ανοιχτά, ότι δηλαδή η κατάσταση στη Λιβύη «επιδεινώθηκε μετά την απόφαση της Τουρκίας να παρέμβει ενεργά στην εμφύλια σύγκρουση». Και ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Ζοζέπ Μπορέλ, επέκρινε την αυξανόμενη επιρροή της Τουρκίας και της Ρωσίας στη Λιβύη, δηλώνοντας ότι «Τουρκία και Ρωσία άλλαξαν την ισορροπία στο ανατολικό τμήμα της Μεσογείου και δεν μπορούμε να δεχτούμε η ίδια κατάσταση να αναπαραχθεί στη Λιβύη».
Αυτή ακριβώς η ενίσχυση των θέσεων του ρώσικου ιμπεριαλισμού είναι και το κυρίαρχο ζήτημα που «διαταράσσει θεμελιακά την παγόσμια τάξη που οικοδομήθηκε τον προηγούμενο αιώνα». Ούτε τυχαίο ήταν το γεγονός ότι Σάρατζ και Χάφταρ κλήθηκαν πρώτα στην Μόσχα για διαπραγματεύσεις, πράγμα που δείχνει ότι η τελευταία, παρά την επέμβαση της Δύσης στη Λιβύη, έχει ενεργή παρέμβαση και στη χώρα αυτή.
Βέβαια οι εξελίξεις στη Λιβύη δεν προέκυψαν ως «κεραυνός εν αιθρία». Ήδη στην γειτονική Μέση Ανατολή «το καζάνι βράζει», με την επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράν, με τον πόλεμο στη Συρία κλπ. Με την υπογραφή της τριμερούς Συμφωνίας για τον αγωγό EastMed. Ακολούθησε στο Κάιρο η πενταμερής συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας, Αιγύπτου, Κύπρου, Γαλλίας και της Ιταλίας (με καθεστώς παρατηρητή, που είχε επισκεφτεί προηγούμενα την τουρκική πρωτεύουσα), που συμφώνησαν ότι οι δύο Τουρκολιβυκές Συμφωνίες υπονομεύουν περαιτέρω την περιφερειακή σταθερότητα και θεωρούνται αμφότερες «άκυρες και κενές περιεχομένου».
Σε δύσκολη θέση – «εκτός νυμφώνος» – βρέθηκε η ελληνική κυβέρνηση που δεν κλήθηκε στο Βερολίνο, παρά το γεγονός ότι το ζήτησε, όπου παραβρέθηκαν οι πάντες (Γερμανία, ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Κίνα, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Τουρκία, γειτονικές χώρες της Λιβύης, Αλγερία, άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, ο απεσταλμένος του ΟΗΕ, εκπρόσωποι του Αραβικού Συνδέσμου, Αφρικανικής Ένωσης και της ΕΕ). Η Συμφωνία του Βερολίνου, ενώ απαίτησε «εμπάργκο όπλων», απέφυγε να καταδικάσει την «πέτρα του σκανδάλου», την Τουρκολιβυκή Συμφωνία αποστολής τουρκικών στρατευμάτων στη Λιβύη.
Σε μια κίνηση αντιπερισπασμού, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κάλεσε τον Χάφταρ στην Αθήνα, ενώ επανέλαβε ότι θεωρεί τις ΗΠΑ ως «εγγυητές» της ασφάλειας των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων παραπέμποντας σε όσα ειπώθηκαν στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον, στις δηλώσεις του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Πομπέο και του Αμερικανού πρέσβη Πάϊατ.
Ο τελευταίος μάλιστα, ερωτώμενος για το αν οι ΗΠΑ θα εμπλακούν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, δήλωσε: «Φυσικά και θα εμπλακούμε. Φυσικά και δεν θέλουμε να ξεσπάσει κάποια κρίση. Δεν θέλουμε Ελλάδα και Τουρκία να φτάσουν σε κρίσιμο σημείο και έχουμε επέμβει ξανά στο παρελθόν». Ερωτώμενος ακόμη για την «παράνομη» συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης, ξεκαθάρισε πως «δεν έχουμε αποδώσει ακόμα αυτόν το χαρακτηρισμό, μένουμε στο ότι είναι αντιπαραγωγική και προκλητική». Αναγνώρισε ότι «τα νησιά, και κυρίως του μεγέθους της Κρήτης, έχουν τα ίδια δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες με τις ηπειρωτικές περιοχές», παραγράφοντας εμμέσως, πλην σαφώς κυριαρχικά δικαιώματα για τα υπόλοιπα και ανοίγοντας την πόρτα για τις σχετικές «διευθετήσεις».
Στο ίδιο μήκος κύματος ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Ντόναλντ Τραμπ, Ρόμπερτ Ο’ Μπράιεν, διευκρίνισε ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες ενθαρρύνουν την Ελλάδα να διαχειριστεί τις σχέσεις της με την Άγκυρα με τρόπο που δεν θα πλήξει τη σημαντική συμμαχία μας, το ΝΑΤΟ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελλάδα μοιράζονται κοινά συμφέροντα σε σχέση με την Τουρκία», αποκαλύπτοντας ποιοι τροφοδοτούν την επιθετικότητα της Τουρκίας και τις αυταπάτες της ελληνικής κυβέρνησης.
Είναι προφανής η επιθυμία των υπερατλαντικών κηδεμόνων να μη διαταραχτεί η ισορροπία στη Νοτιανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και έχοντας δεδομένη την υποτελή στάση της μεγαλοαστικής τάξης της χώρας μας και του πολιτικού της προσωπικού, δεν θέλουν σε καμιά περίπτωση να υπονομευτεί η στρατηγική σχέση με το καθεστώς της Άγκυρας, που λοξοκοιτάει προς την πλευρά της Ρωσίας. Εξ ου και οι κατά καιρούς αμφίσημες δηλώσεις αμερικανών αξιωματούχων. Σε ανταπόδοση των φραστικών «εγγυήσεων» των ΗΠΑ, η ελληνική κυβέρνηση, βάζοντας την χώρα μας όλο και πιο βαθιά στη δίνη των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, «τα δίνει όλα» σε ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ: Ανανέωση-αναβάθμιση της Συμφωνίας για τις Βάσεις. Χρησιμοποίηση της βάσης της Σούδας σε όλες τις αμερικανικές επεμβάσεις στην περιοχή.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, την ώρα που μαίνονται οι πολεμικές απειλές των ΗΠΑ ενάντια στο Ιράν, ετοιμάζεται να στείλει συστοιχίες πυραύλων «Πάτριοτ» με προσωπικό στη Σαουδική Αραβία και μια ελληνική φρεγάτα στη Μεσόγειο, σαν συνοδεία του γαλλικού αεροπλανοφόρου «Σαρλ Ντε Γκώλ». Ακόμη εμφανίζεται έτοιμη να στείλει στρατιωτικές δυνάμεις και στη Λιβύη, με τον Υπ. Εξ. Ν. Δένδια να δηλώνει: «Είπα επίσης ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να βοηθήσει την επόμενη μέρα στη Λιβύη, είτε με τη συμμετοχή στις δυνάμεις εκείνες οι οποίες χρειάζονται για να υπάρξει η ανακωχή είτε με τη συμμετοχή ελληνικών δυνάμεων στην ευρωπαϊκή επιχείρηση επιβολής της».
Στην ίδια λογική -και παρά τις φραστικές διαφοροποιήσεις και την κριτική για επιμέρους χειρισμούς- κινείται και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, που διαγκωνίζεται με τη ΝΔ για το ποιος μπορεί να υπηρετήσει καλύτερα την ίδια πολιτική της επικίνδυνης εμπλοκής, της υποτέλειας και της εξάρτησης. Χαρακτήρισε «θετική» την επίσκεψη Χάφταρ, «θετική» την επιστολή Πομπέο, «θετική» την συμμετοχή της χώρας σε τέτοιες αποστολές, αρκεί να έχουν στην ούγια την ταμπέλα «ειρηνευτικές». Την ίδια λογική συναίνεσης είχε επιδείξει στην εκλογή του Προέδρου της Βουλής, ενώ πρόσφατα επέδειξε «ευρύτατη συναίνεση και στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας».
Ενώ λοιπόν έτσι εξελίσσονται τα πράγματα, εμφανίζονται δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά να υποτιμούν τον ρόλο του ιμπεριαλιστικού παράγοντα, να βλέπουν κυρίως τα συμφέροντα του κεφαλαίου και των αστικών τάξεων της περιοχής, να υποβαθμίζουν τον ρόλο και την επιθετικότητα της Τουρκίας, που -αμφισβητώντας την Συνθήκη της Λωζάνης- επιδιώκει να χαράξει αυθαίρετα τα θαλάσσια σύνορα στη Μεσόγειο και όχι μόνο.
Στο πλαίσιο αυτό οι εφημερίδες «ΠΡΙΝ» και «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» βρέθηκαν σε διαμάχη, με το πρώτο να κατηγορεί το ΚΚΕ ότι στην κοινή ανακοίνωση με το ΚΚ Τουρκίας «δεν περιλαμβάνεται η επαναλαμβανόμενη θέση του ΚΚΕ για μονομερή τουρκική επιθετικότητα και για παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας» και τον δεύτερο να απαντάει για «κουτοπονηριές του ΠΡΙΝ», να προσπαθεί να ελιχθεί και να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, μέσα από την γνωστή διγλωσσία, («επιθετικότητα» για «εσωτερική κατανάλωση», «διεθνισμός» χωρίς «επιθετικότητα» στο εξωτερικό).
Το αφήγημα των «εγγυήσεων των ισχυρών συμμάχων» της Ελλάδας και ο εφησυχασμός που καλλιεργεί η ελληνική κυβέρνηση έχουν χρεοκοπήσει. ΗΠΑ – ΕΕ – ΝΑΤΟ θεωρούν την Τουρκία στρατηγικό εταίρο και με την στάση τους οξύνουν την επιθετικότητά της. Οι ανταγωνισμοί των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ με Ρωσία και Κίνα, με την εμπλοκή άλλων δυνάμεων, Τουρκίας, Ισραήλ, Αιγύπτου και άλλων χωρών για τον έλεγχο της ενέργειας, διαμορφώνουν εκρηκτική κατάσταση στη Λιβύη και στην ευρύτερη περιοχή. Όλα αυτά τα παραμύθια των αστικών επιτελείων της χώρας μας, για να αφοπλίσουν το λαό, περί «σταθερών συμμάχων», όπως αυτά τα περί «συμμαχίας του Νότου» ή «Ελλάς-Γαλλία συμμαχία» κλπ., θα καταρρεύσουν, όταν οι εξελίξεις -με την μεγάλη ρευστότητα της περιόδου που διανύουμε- υπαγορεύσουν άλλες επιλογές για τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Αυτά είναι τα μόνα σταθερά των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών. Είναι πρόσφατο άλλωστε το παράδειγμα της εγκατάλειψης των Κούρδων από τους Αμερικάνους. Όσα ιμπεριαλιστικά παζάρια και να γίνουν σε Μόσχα, Βερολίνο ή οπουδήποτε, τίποτε θετικό δεν μπορεί να προκύψει για τους λαούς. Καμιά ιμπεριαλιστική «ειρήνη» δεν μπορεί να διαφυλάξει τα συμφέροντα των λαών. Απεναντίας, σύμφωνα με την ιστορική εμπειρία και τις λενινιστικές παρακαταθήκες, μια τέτοια «ειρήνη» περιέχει το σπέρμα της κλιμάκωσης του πολέμου. Απάντηση σε αυτήν την επικίνδυνη για του λαούς κατάσταση, είναι η ανάπτυξη της αντιπολεμικής – αντϊμπεριαλιστικής πάλης, για να φύγουν όλοι οι στρατοί από τη Λιβύη, τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, καμιά αλλαγή συνόρων και σεβασμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων, για να ακυρωθεί η Συμφωνία Ελλάδας – ΗΠΑ και να φύγουν όλες οι Βάσεις από τη χώρα μας, για να φύγει η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, καμία εμπλοκή και μετατροπή της χώρας μας σε προγεφύρωμα ιμπεριαλιστικών-πολεμικών επεμβάσεων, για την ειρήνη, τη φιλία και την αλληλεγγύη των λαών.