Η πολιτική κρίση που ξέσπασε στη Λευκορωσία μετά το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών αποτέλεσε την αφορμή για ακόμη μία ωμή παρέμβαση των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στη χώρα. Η Λευκορωσία διαχρονικά βρίσκεται στο στόχαστρο των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ, αφού θεωρείται ότι ανήκει στη ρωσική σφαίρα επιρροής, ενώ αποτελεί και κρίκο στην αλυσίδα του μεγαλεπήβολου κινεζικού σχεδίου «μία ζώνη, ένας δρόμος».
Το έναυσμα έδωσε η αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος από την αντιπολίτευση σύμφωνα με το οποίο ο, επί 26 συνεχή χρόνια πρόεδρος, Λουκασένκο κέρδισε με ποσοστό 80%. Η αντιπολίτευση κατήγγειλε ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα νοθείας και κάλεσε σε μαζικές διαδηλώσεις που συνεχίζονται εδώ και ένα μήνα.
Ο Λουκασένκο ανταπάντησε με καταστολή και συλλήψεις 140 στελεχών και οπαδών της αντιπολίτευσης. Η 37χρονη υποψήφια της αντιπολίτευσης Σβετλάνα Τιχανόφσκαγια (που πήρε το 10% των ψήφων) κατέφυγε στη Λιθουανία από όπου και ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση να μην αναγνωρίσει το αποτέλεσμα. Οι τρεις χώρες της Βαλτικής, η Λετονία, η Λιθουανία και η Εσθονία, έχουν κηρύξει ανεπιθύμητα πρόσωπα τον πρόεδρο της Λευκορωσίας και άλλους 29 Λευκορώσους υψηλόβαθμους κυβερνητικούς αξιωματούχους.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σε έκτακτη τηλεδιάσκεψη αποφάσισε να επιβάλει κυρώσεις στην κυβέρνηση της Λευκορωσίας εξαντλώντας την «ευρωπαϊκή ευαισθησία» αφού κάτι τέτοιο δεν έπραξε προς την Τουρκία για τις πειρατικές της ενέργειες προς την Ελλάδα και την Κύπρο. Κατά την άτυπη σύνοδο των ΥπΕξ της ΕΕ ο Γερμανός υπουργός Χ. Μάας εξέφρασε απροκάλυπτα αυτή την πολιτική των «δύο μέτρων και δύο σταθμών» δηλώνοντας ότι «δεν μπορούμε να βάλουμε μαζί διενέξεις όπως αυτή στη Λευκορωσία με αυτή μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, διότι εάν αρχίσουμε με αυτό, ως ΕΕ δεν θα είμαστε ικανοί για δράση».
Επίσης και οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι προετοιμάζουν κυρώσεις κατά 7 Λευκορώσων αξιωματούχων για απάτη και νοθεία στις εκλογές, ενώ προειδοποίησαν και τη Ρωσία ότι θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στις κυρώσεις σε περίπτωση που «επέμβει πιο ανοιχτά στη Λευκορωσία».
Ο Λουκασένκο από τη μεριά του, κατηγόρησε τους δυτικούς ότι προσπαθούν να «παίξουν το χαρτί της Λευκορωσίας» ενάντια στη Ρωσία, υπενθυμίζοντας ότι η χώρα του αποτελεί τον «μοναδικό εναπομείναντα σύνδεσμο στο διάδρομο Βαλτικής – Μαύρης Θάλασσας», προσθέτοντας ότι «οι ΗΠΑ σχεδιάζουν και κατευθύνουν, και οι Ευρωπαίοι συμμετέχουν με ένα ειδικό επιτελείο που έχει στηθεί κοντά στη Βαρσοβία». Επισήμανε πως γι’ αυτούς «η Λευκορωσία είναι ακριβώς ένα τραμπολίνο προς τη Ρωσία, όπως πάντα».
Μπορεί ο Λευκορώσος Πρόεδρος να παίζει τώρα το ρωσικό χαρτί για την πολιτική του επιβίωση, όμως και ο ίδιος είχε κατηγορήσει τη Μόσχα, τον Ιούλη, ότι ήθελε να κάνει τη χώρα του «υποτελή της», στέλνοντας μισθοφόρους για να την αποσταθεροποιήσουν παρεμβαίνοντας στις εκλογές της 9ης Αυγούστου!
Επίσης ξεκαθάρισε ότι θα λάβει αντίμετρα εναντίον των κυρώσεων της Πολωνίας και της Λιθουανίας, που στηρίζουν την αντιπολίτευση. Απείλησε να αποκόψει τις διαδρομές διέλευσης μέσω της χώρας και να μποϊκοτάρει τα λιθουανικά λιμάνια. «Για να δούμε πώς θα ζήσουν με αυτό» τόνισε χαρακτηριστικά.
Η Μόσχα που στην αρχή της κρίσης κράτησε διακριτικές αποστάσεις από τον Λουκασένκο επικεντρώθηκε κυρίως στις ξένες παρεμβάσεις «στις εσωτερικές υποθέσεις της Λευκορωσίας». Η εκπρόσωπος του υπουργείου εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα σχολίασε πως «βλέπουμε τι κάνουν τα κράτη της Βαλτικής, η Πολωνία και πολλές άλλες χώρες της ΕΕ, τη στάση των ΗΠΑ, ακόμη και το ΝΑΤΟ. Είναι παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις ενός κυρίαρχου κράτους».
Ομοίως ο Ρώσος ΥπΕξ, Σεργκέι Λαβρόφ, σε συνάντηση που είχε με τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Στίβεν Μπίγκαν, υπογράμμισε το γεγονός ότι ορισμένες χώρες έχουν ενοχληθεί από τη σταθερότητα στη Λευκορωσία.
Στο μεταξύ στελέχη της αντιπολίτευσης προσπαθούν τουλάχιστον διακηρυκτικά να κρατήσουν τις ισορροπίες με την ρωσική πλευρά αν και συνεχίζουν τις εκκλήσεις προς τη δύση να συνεχίσει την πίεση.
Παράλληλα παρατηρούνται ρήγματα και διαφοροποιήσεις στο μέτωπο που έχουν συγκροτήσει, μετά και την εξαγγελία του Λουκασένκο σχετικά με την πρόθεσή του να προχωρήσει σε πολιτικές αλλαγές και συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, αφού -όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος- το ισχύον σύστημα στη χώρα είναι «λίγο αυταρχικό».