Μόνο οι αγώνες εγγυώνται την νομιμοποίηση και τη κατοχύρωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων
Το πικρό τέλος, το μόνο που θα μπορούσε να έχει, δόθηκε οριστικά από το ΣτΕ (4/10), στο θέμα των δικαστικών διεκδικήσεων αναδρομικών των συνταξιούχων και των εργαζομένων. Με αυτό τον τρόπο εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχοι και δημόσιοι υπάλληλοι που τα προηγούμενα χρόνια έγιναν αιμοδότες των δικηγορικών γραφείων, εμπέδωσαν -ξανά- την «ανεξαρτησία» και το πραγματικό περιεχόμενο της δικαιοσύνης του κράτους της μεγαλοαστικής τάξης.
Για την ιστορία…
Η υπόθεση των δικαστικών προσφυγών πήρε μεγάλες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια σε συνθήκες υποχώρησης του κινήματος, αλλά και πριμοδότησης της «νομικής οδού» από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Καθοριστικό όμως ρόλο έπαιξαν και οι κυρίαρχες παρατάξεις στο συνδικαλιστικό κίνημα (ΑΔΕΔΥ) που, χρησιμοποιώντας τα δικηγορικά γραφεία ως άλλοθι για την απραξία τους μπροστά στα όσα συνέβαιναν, κατεύθυναν τη δράση τους και τον κόσμο στις δικαστικές έδρες.
Συμφέρον του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ, όπως και της ΝΔ και κάθε διαχειριστή του αστικού συστήματος, είναι να κατευθύνει και να εκτονώνει τη λαϊκή αγανάκτηση στο λαβύρινθο των δικαστικών διαδρόμων. Έχουν κάθε λόγο οι εκάστοτε διαχειριστές του συστήματος να υφαίνουν τον μύθο της «υπερταξικής» και «ανεξάρτητης» δικαιοσύνης και να την παρουσιάζουν ως αντικειμενικό κριτή και πολέμιο των κοινωνικών αδικιών. Επειδή γνωρίζουν καλά ότι πρόκειται για… μύθο!
Γι’ αυτό έστησαν πολύ καλά όλο αυτό το γαϊτανάκι, στη βάση μιας δικαστικής απόφασης, από αυτές που κανένα πρόβλημα δεν έχει να εκδίδει η δικαιοσύνη, που έκρινε αντισυνταγματική την περικοπή συντάξεων και δώρων των δημοσίων υπαλλήλων. Και τότε οι ίδιοι (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, κλπ) που ψήφιζαν και εφάρμοζαν τις περικοπές και αυτούσια την πολιτική των μνημονίων, πανηγύριζαν(!), υποτίθεται, για τη δικαστική απόφαση, που αμφισβητούσε την… πολιτική τους.
Από δίπλα σε ρόλο αφελή συνοδοιπόρου και η ΑΔΕΔΥ, όπου πέρσι τέτοιο καιρό εξέδιδε ανακοινώσεις στη βάση… δικαστικών αποφάσεων.
«Με την παρούσα αίτησή μου ζητώ να μου καταβληθούν τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, για το χρονικό διάστημα 2013-2018, λόγω του ότι καταργήθηκαν αντισυνταγματικώς με τις διατάξεις των ν.4093/2012 και ν.44354/2015, επιφυλασσόμενος για την άσκηση παντός νόμιμου δικαιώματος μου.»
Αυτό είναι το κείμενο της «φόρμας» που η ΑΔΕΔΥ καλούσε τους δημοσίους υπαλλήλους να συμπληρώσουν, για να διεκδικήσουν(!) τα χαμένα επιδόματα των μνημονιακών χρόνων! Για να πάρουν πίσω όσα έχασαν από τους νόμους που επιβλήθηκαν, μέσα από ένα όργιο τρομοκρατίας και καταστολής, στον ελληνικό λαό. Και στη βάση αυτού του κειμένου και σε συνεργασία με δικηγορικά γραφεία, καλούσε τους εργαζόμενους να ακολουθήσουν τις νομικές συμβουλές των δικηγόρων που αναγορεύτηκαν σε πρωτοπορία του συνδικαλιστικού κινήματος. Με τις ευλογίες του κυβερνητικού συνδικαλισμού και με… το αζημίωτο πάντα, οι τελευταίοι, οδήγησαν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους και συνταξιούχους σε αλλεπάλληλες δικαστικές προσφυγές. Δεν μπορεί να περάσει ασχολίαστο ότι στην πλειοψηφία των εργασιακών χώρων, το σύνολο σχεδόν των παρατάξεων, από τη ΔΑΚΕ και την ΠΕΚ (ΠΑΣΚ) μέχρι τα ΣΥΝΕΚ (ΣΥΡΙΖΑ) αλλά και το ΠΑΜΕ, ακολούθησαν και προσυπέγραψαν την οδό των νομικών προσφυγών.
Για τη δικαιοσύνη… και τα δίκαια
Το ΣτΕ σε νέα συνεδρίασή του αναίρεσε(!) τελικά μια προηγούμενη απόφαση (2015) της ολομέλειάς του, με βάση την οποία είχαν κριθεί αντισυνταγματικές οι περικοπές των συντάξεων και η κατάργηση των δώρων. Με την τελευταία απόφαση του ΣτΕ λάμπει για μια ακόμη φορά η μόνη αλήθεια για τη δικαιοσύνη. Ότι η δικαιοσύνη του αστικού κράτους μοναδικό σκοπό έχει να υπηρετεί τα συμφέροντα της μεγαλοαστικής τάξης. Γι’ αυτό υπάρχει ως μια από τις μορφές της τρικέφαλης αστικής εξουσίας.
Οι αποφάσεις της «δικαιοσύνης» ορίζονται από τις πολιτικές σκοπιμότητες του κράτους της μεγαλοαστικής τάξης και των συμφερόντων της. Γι’ αυτό και μια απόφαση που σέρνονταν από το 2015, προκειμένου να καλλιεργεί φρούδες ελπίδες στους εργαζόμενους, αλλά και υπηρετώντας εσωτερικές ενδοαστικές αντιθέσεις, έτσι εύκολα και απλά, αναιρέθηκε… τέσσερα χρόνια μετά. Τώρα οι υμνητές των μνημονίων και η κυβέρνηση της ΝΔ, μπορούν να λένε ότι η πολιτική της κοινωνικής βαρβαρότητας που εφαρμόζει είναι… νόμιμη!
Τα δώρα και οι συντάξεις, οι διεκδικήσεις των εργαζομένων δεν ορίζονται ούτε ιστορικά, ούτε πολιτικά ως «νόμιμες» ή «παράνομες». Κόντρα στην αντιδραστική αντίληψη που επιχειρεί να εισάγει το σύστημα, ορίζονταν και ορίζονται ως δίκαιες. Στο σύστημα της αδικίας και της εκμετάλλευσης, στο σύστημα όπου τα εκατομμύρια παράγουν τον τεράστιο πλούτο που ιδιοποιούνται λίγες οικογένειες, τα «δικαιώματα» και τα «κεκτημένα» είναι αυτά που με την πάλη τους καταφέρνουν να αποσπάσουν κάθε φορά οι εργαζόμενοι, είναι ο καρπός των αγώνων που κάθε φορά δίνουν για να πάρουν κάτι παραπάνω από την τεράστια πίτα του πλούτου που τους κλέβουν οι 6-8 πιο ισχυροί της Γης, ή της χώρας… Σε όποια κλίμακα και αν μετρηθεί ο καπιταλισμός, η άδικη φύση του επαναλαμβάνεται αυτούσια.
Για τους «χαμένους» των δικαστικών προσφυγών… μένουν τα συμπεράσματα
Είναι βέβαιο ότι εκτός από τα λιγοστά δικηγορικά γραφεία που κέρδισαν εκατομμύρια ευρώ από τις προσφυγές των εκατοντάδων χιλιάδων πληβείων, οι τελευταίοι έχασαν πολλές δεκάδες και σε αρκετές περιπτώσεις εκατοντάδες ευρώ. Ακόμη περισσότερο, πρόσθεσαν νέες απογοητεύσεις σε αυτές που ήδη κυριαρχούσαν στους χώρους δουλειάς και συχνά, ακόμη περισσότερη αποστροφή στο συνδικαλιστικό κίνημα, στο βαθμό που η ηγεσία του ενίσχυε αυτές τις αδιέξοδες αυταπάτες.
Αυτό όμως που οφείλουν να κερδίσουν οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι από αυτό το επεισόδιο δικαστικών προσφυγών είναι κάποια βασικά συμπεράσματα που οφείλουν να εξάγουν. Και αν υποθέσουμε ότι για το αστικό κράτος, τη «δικαιοσύνη» και τις κυβερνήσεις του, που εφαρμόζουν την πολιτική των μνημονίων τα συμπεράσματα είναι προφανή, έχει σημασία να σταθούμε στο ρόλο του συνδικαλιστικού κινήματος και των παρατάξεών του σε όλα αυτά.
Είναι κατανοητό ότι, σε καιρούς υποχώρησης της συλλογικής συνείδησης, ο καθένας εξαντλεί τις -αδιέξοδες στην πραγματικότητα- «επιλογές» του ατομικού δρόμου του. Αυτό όμως δεν μπορεί να είναι αποδεκτό για όσους μιλούν από την πλευρά της συλλογικής στάσης και πάλης – και εν προκειμένω της ηγεσίας της ΑΔΕΔΥ και άλλων ομοσπονδιών που, όπως αποδείχθηκε, «πέφτουν» και ρίχνουν σε τέτοιες παγίδες τους εργαζόμενους. Η «αναίμακτη» φόρμα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της ΑΔΕΔΥ έστρεψε το βλέμμα του κόσμου της εργασίας… στις δικαστικές έδρες. Και ειδικά σε συνθήκες έντασης της επίθεσης όπως τις σημερινές, που απαιτείται η άμεση ανασύνταξη και αγωνιστική αντιπαράθεση του κινήματος με την βάρβαρη πολιτική κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ, οι «αθώες» φόρμες της ΑΔΕΔΥ μάλλον δεν ήταν τόσο αθώες όσο φαίνονταν και αντιμετωπίστηκαν και από πολλές δυνάμεις της αριστεράς. Γιατί τελικά αποπροσανατόλισαν το συνδικαλιστικό κίνημα από το κύριο ζήτημα της περιόδου, γιγαντώνοντας τις πιο φαιδρές αυταπάτες.
Σε σχέση με το κύμα προσφυγών που προηγήθηκε, αλλά… και αυτά που «προετοιμάζονται», πρέπει να απαντήσουμε καθαρά.
-Σε μια χώρα, που για την επιβολή της πολιτικής βαρβαρότητας των μνημονίων, ο ελληνικός λαός έγινε δέκτης της τρομοκρατίας και της πιο άγριας καταστολής, είναι το λιγότερο αστείο να θεωρεί κάποιος (και ειδικά ο οργανωμένος συνδικαλισμός) ότι θα ανατρέψει τα μνημόνια με δικαστικές προσφυγές.
-Δεν υπάρχει κανένα Σύνταγμα που να προβλέπει τη ληστεία ενός λαού για τα συμφέροντα των ξένων τοκογλύφων ή που να επιτρέπει την παράδοση του δημόσιου πλούτου της χώρας (από νησιά και λιμάνια μέχρι αρχαιολογικούς χώρους) ή που να μετατρέπει πολιτικά και στρατιωτικά τη χώρα σε αμερικάνικο έδαφος (βάσεις). Οι νόμοι όμως (όπως και τα συντάγματα), η εφαρμογή και η καταπάτησή τους υπακούει μόνο στον «κανόνα» των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης.
Δυστυχώς, ξανά, για όλους αυτούς που πίστεψαν στις προσφυγές, η συνταγματικότητα και η αντισυνταγματικότητα ενός νόμου κρίνεται «κατά το δοκούν» και σε κάθε περίπτωση δεν αρκεί για να ανατρέψει τα μνημόνια. Όσο και αν το σύνταγμα παρουσιάζεται σταθερό σαν δόγμα, η ερμηνεία του και η εφαρμογή του ορίζονται από τα συμφέροντα των ισχυρών και τίποτε άλλο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ίδιο το ΣΤΕ άλλαξε -για το ίδιο ζήτημα- την ερμηνεία του συντάγματος, κατά πώς του… παραγγέλθηκε.
– Η επιμονή στο «δρόμο της δικαιοσύνης» -που επιδιώκουν πάντα οι κυρίαρχοι- και που εμφανίζει τα τελευταία χρόνια η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν είναι τυχαία. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να εισάγει την ολέθρια και αντιδραστική αντίληψη της… υποταγής… στο «σύνταγμα και τους νόμους» και της «αντίστασης» μέχρι εκεί που αυτοί, το… επιτρέπουν. Γι’ αυτό και «διά πάσαν νόσον» και με κάθε αφορμή, η λύση αναζητείται στα δικαστήρια. Γι’ αυτό και κάθε πρόταση για στάση αντιπαράθεσης με αυτή την πολιτική, ο υποταγμένος συνδικαλισμένος προσπαθεί πλέον να την αιτιολογήσει ως «νόμιμη» μέσω των δικηγόρων, που πλέον αναλαμβάνουν ρόλο «πρωτοπορίας»! Όλα αυτά όμως μπορούν να έχουν ένα μόνο αποτέλεσμα. Να εμπεδώνουν την επικίνδυνη αντίληψη, ότι δίκαιο και σωστό, θεμιτό και «αγωνιστικά» επιτρεπτό, είναι μόνο αυτό που… επιτρέπουν οι νόμοι! Μια αντίληψη που ορίζει ως μπούσουλα των αγώνων και των διεκδικήσεων μας το νόμο… του αντιπάλου.
Η «ελπίδα» της «δικαιοσύνης» θα ξαναζεσταθεί
Σε μια περίοδο που τα αποτελέσματα της μνημονιακής πολιτικής παράγουν διαρκώς φτώχια και κοινωνική εξαθλίωση, σε μια περίοδο που η λαϊκή οργή γι’ αυτή τη πολιτική θα αναπαράγεται από την ίδια την πραγματικότητα, οι κυρίαρχοι θα προσπαθούν πάντα να τη διοχετεύουν σε ανέξοδα γι’ αυτούς κανάλια.
Η «δικαιοσύνη» και ο «δρόμος» της είναι ίσως το σημαντικότερο από αυτά. Γι’ αυτό και το τελευταίο διάστημα το παραμύθι της «ανεξάρτητης δικαιοσύνης» συντηρείται στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Για να εδραιώσουν στη συνείδηση του λαού την αντίληψη ότι κάθε πρόβλημα αυτής της κοινωνίας μπορεί και πρέπει να λύνεται στις δικαστικές αίθουσες και το ΣΤΕ. Για να συντηρούν την κάλπικη ελπίδα ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να ελπίζουν σε δικαστικές «λύσεις» των προβλημάτων τους.
Ήδη, μαζί με την απόφαση «ταφόπλακα στις αναδρομικές διεκδικήσεις» δώρων και συντάξεων του ΣΤΕ, σερβίρεται και μια άλλη που εκδόθηκε το 2016 για την «αντισυνταγματικότητα» της περικοπής των επικουρικών, αυτή τη φορά. Ήδη τα «ποσά που μπορούν να διεκδικήσουν» 2,5 εκατομμύρια συνταξιούχοι», παρουσιάζονται με τον ίδιο «σοβαρό» και αποκαλυπτικό δημοσιογραφικά τρόπο. Προκειμένου να ξαναζεστάνουν τις αυταπάτες της δικαστικής έδρας, συντηρώντας την κάλπικη ελπίδα, που λειτουργεί πάντα ανασταλτικά στην κατανόηση της ανάγκης.
Να μη το επιτρέψουμε. Κάθε τι που μας απομακρύνει από την πραγματικότητα και τις αλήθειες αυτού του συστήματος, μας απομακρύνει από την πίστη με την οποία πρέπει να οπλιστούμε. Την πίστη στην δύναμη των αγώνων μας.