Το μεταναστευτικό ζήτημα έχει γίνει ένα από τα “βαριά” προπαγανδιστικά όπλα του φιλελευθερισμού και της ακροδεξιάς σ’ όλο τον κόσμο. Ιδιαίτερα στην Ευρώπη, πολιτικοί σαν τον Όρμπαν, τον Σαλβίνι, τη Λεπέν κ.α. χρησιμοποιούν τους μετανάστες ως φόβητρο για να σκιάζουν τους μικροαστούς και να συλλέγουν ψήφους. Το γεγονός δεν είναι καινούργιο. Στο μεσοπόλεμο ο φασισμός εφηύρε τον εσωτερικό εχθρό στο πρόσωπο των κομμουνιστών, των Εβραίων, των ξένων, των ομοφυλόφιλων.
Σήμερα ο “εχθρός” έρχεται από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική και από χώρες που κομματιάστηκαν κυριολεκτικά από τους ιμπεριαλιστές και τις ανείπωτες θηριωδίες τους. Από την “άλλη μεριά” οι αστοδημοκράτες της Δύσης που προσυπέγραψαν τους βομβαρδισμούς, τις επεμβάσεις (π.χ. Συρία), την ανατροπή κυβερνήσεων και χρηματοδότησαν τις λεγόμενες βελούδινες επαναστάσεις, χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τον ανθρώπινο πόνο και τα πνιγμένα παιδιά.
Σ’ αυτό το μοτίβο διάφοροι διανοούμενοι ψάχνουν με το αζημίωτο να βρουν μοντέλα “ενσωμάτωσης” των προσφύγων, δηλαδή όσων γλύτωσαν από τις βόμβες και τους καρχαρίες. Ένα από αυτά είναι της “πολυπολιτισμικότητας” και της ένταξης που λανσαρίστηκε την εποχή της παγκοσμιοποίησης και της -τάχα- ειρηνικής συνύπαρξης που εγκαινίασαν στις ΗΠΑ οι Κλίντον- Ομπάμα. Πρόκειται για μια ειρηνιστική (πασιφιστική) θεωρία που μηδενίζει τις αιτίες και αναφέρεται σε αποτελέσματα, στη λογική τού “ο γέγονε, γέγονε”. Για άλλους πρόκειται για μια εκδοχή του μεταμοντέρνου τίποτα, δηλαδή για μια έκθεση ιδεών η οποία παραγνωρίζει όλες τις παραμέτρους που γεννούν και αναπαράγουν το προσφυγικό-μεταναστευτικό ρεύμα.
Η ορατή όψη της πολυπολιτισμικής θεωρίας στηρίζεται στην αποδοχή του διαφορετικού. Δηλαδή στη βεβαίωση ότι ο καθένας είναι ό,τι είναι και πρέπει να τον αποδεχτούμε ισότιμα ως τέτοιον. Πρόκειται για μια αμυντική στάση των μικροαστικών θεωριών που γεννήθηκαν στον μεσοπόλεμο από τη λεγόμενη σχολή της Φρανκφούρτης (Αντόρνο, Χάμπερμας, Μαρκούζε, Χορχάιμερ), υποτόνισε -λόγω πολέμου- κι επανήλθε με σφοδρότητα τη δεκαετία του 1960, διεκδικώντας ίσα δικαιώματα βασικά στους έγχρωμους των ΗΠΑ. Η αξία της πολυπολιτισμικότητας ανέβηκε με την “εισβολή” στο πολιτικό προσκήνιο των ιθαγενών στην Κεντρική και Λατινική Αμερική και αποτελεί σημαντικό εργαλείο των διανοουμένων του “ευρωκομμουνισμού” και του ρεφορμισμού. Ο πολυπολιτισμός έχει ως βάση το ατομικό δικαίωμα, από τον τρόπο ντυσίματος (π.χ. μαντήλα) ως τα γενικότερα ήθη και έθιμα, αλλά παραγνωρίζει τα βασικά κοινωνικά δικαιώματα, κυρίως την εργασία και το ύπατο δικαίωμα -ακόμα και στον καπιταλισμό- δηλαδή την ισότητα. Ισότητα των ανθρώπων ανεξάρτητα από εθνικότητα, φύλο, φυλή, χρώμα, θρησκεία κ.ά. Πολύ περισσότερο, φρενάρει και υποσκάπτει την ανάγκη των ανθρώπων για ένα ανώτερο, δικαιότερο, κοινωνικό σύστημα όπως είναι ο σοσιαλισμός.
Ο πολυπολιτισμός αναγνωρίζει το δικαίωμα ύπαρξης διαφορετικών πολιτισμών, την ειρηνική συνύπαρξη ανθρώπων με διαφορετικά ήθη και έθιμα, τη δημιουργία δομών για τους παραπάνω σκοπούς, αλλά μέχρι εκεί. Για πόσο όμως μπορεί να συνυπάρχει ο πλούσιος με το φτωχό, ο εργοδότης με τον εργαζόμενο, ο φασίστας με τον προοδευτικό; Πρόκειται για μια άσκηση “κοινωνικής ισορροπίας” και μάλιστα σε τεντωμένο σκοινί, αν συνυπολογίσουμε ότι έχουν βγει και σεργιανούν “όλα τα κακά τέρατα” στην εποχή της κρίσης. Διότι μπορεί να λέγονται διάφορα ανώδυνα και δημοφιλή, πράγματα που ακούγονται ευχάριστα στ’ αυτιά μας, αλλά το πράγμα αγριεύει, οι πόλεμοι μαίνονται, τα καραβάνια των μεταναστών πολλαπλασιάζονται “ο διεθνής ορίζοντας σκοτεινιάζει” και από αυτή την άποψη η μικροαστική κλάψα δεν πρόκειται να βοηθήσει τους αδύναμους του κόσμου.
Αυτούς που χρειάζονται λόγο δίκοπο και ατσάλινες θεωρίες.