Η ΚΕ του ΜέΡΑ25 αποφάσισε τη διεξαγωγή του πρώτου «διαβουλευτικού» συνεδρίου του κόμματος τον προσεχή Γενάρη. Ο ίδιος ο Βαρουφάκης χαρακτήρισε το συνέδριο ως «συνέδριο ριζοσπαστικοποίησης» του ΜέΡΑ25. «Σε μια περίοδο που η ολιγαρχία έχει βρει ριζοσπαστικούς τρόπους να κερδίζει βουλιάζοντας την πλειοψηφία στη χρεοκοπία, το ΜέΡΑ25 έχει ευθύνη να ριζοσπαστικοποιηθεί». Ωστόσο τα παχιά λόγια σαν τα παραπάνω, στα οποία αναλώνεται ο Βαρουφάκης, δεν μπορούν να κρύψουν τον πραγματικό ρόλο του κόμματός του.
Είναι γνωστό πως κατά τη διάρκεια της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης και ιδιαίτερα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο με πρόσχημα την πανδημία, το ΜέΡΑ25 συνωστίστηκε από κοινού με τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα στο ψευδεπίγραφο μέτωπο της «εθνικής ενότητας» υπό τη μπαγκέτα του Κ. Μητσοτάκη. Μπροστά στο «έκτακτο καθεστώς» των προστίμων, των φασιστικών απαγορεύσεων, των χουντονόμων και της χουντικού τύπου αστυνομοκρατίας που επέβαλε η Δεξιά, το κόμμα Βαρουφάκη επιστρατεύει «αγωνιστικά» είτε τις συμβολικές κινητοποιήσεις των βουλευτών του, ή ακόμα χειρότερα σερβίρει τις γνωστές ρεφορμιστικές αυταπάτες περί της δήθεν «ανεξάρτητης δικαιοσύνης»-θεραπαινίδας των αδυνάμων.
Ωστόσο η στάση του αυτή πηγάζει από τη γενικότερη σοσιαλδημοκρατική ιδεολογικοπολιτική φυσιογνωμία του.
Ο Βαρουφάκης, υπουργός οικονομικών στην πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, υπέγραψε τη λεγόμενη «συμφωνία γέφυρα» τον Φλεβάρη του 2015 με την οποία όχι μόνο δεν έσκιζε, αλλά αντίθετα επικαιροποιούσε τα δύο πρώτα μνημόνια της υποδούλωσης, ανοίγοντας το δρόμο για το τρίτο.
Βαδίζοντας στα χνάρια του «προμνημονιακού» ΣΥΡΙΖΑ, ο Βαρουφάκης εκθειάζει κατά τα γνωστά την ΕΕ, ανακαλύπτοντας στη συγκυρία απλώς ότι «στενεύουν τα όρια εντός της Ευρωζώνης για την εφαρμογή των καινοτόμων πολιτικών του ΜέΡΑ25». Στα πλαίσια αυτά, διακρίνει πως «ο πράσινος κεϋνσιανισμός δεν αρκεί», προκρίνοντας ως διορθωτική-ρεφορμιστική πανάκεια το «σύστημα των δημοσιονομικών συναλλαγών», ως «εγγυημένη ρήξη με τις συστημικές διαδικασίες».
Η αποδοχή – εξωραϊσμός εκ μέρους του Βαρουφάκη της ευρωαμερικανοδουλείας, τον οδηγεί στους εύηχους (αλλά πολιτικά ανώδυνους) βερμπαλισμούς περί της Ελλάδας «χρεοδουλοπαροικίας», ενώ ανεπαίσθητη και διαχρόνικά άσφαιρη είναι η κριτική του απέναντι στην πολιτική της ΝΔ.