Δύο φαινομενικά ασύνδετα γεγονότα φαίνεται πως καθορίζουν την τύχη του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2.
Η -κατά τα άλλα πολύ περίεργη και αμφισβητούμενη από τη Ρωσία- υπόθεση Ναβάλνι, αλλά και η πολιτική αναταραχή στη Λευκορωσία ρίχνουν τη σκιά τους στις ρωσογερμανικές σχέσεις, με αποτέλεσμα να εγείρονται προβληματισμοί για την ολοκλήρωση του αγωγού μετά και τις αμφίσημες δηλώσεις υψηλόβαθμων Γερμανών αξιωματούχων, όπως του υπουργού εξωτερικών Χ. Μάας και της υπουργού άμυνας Άνεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ, καθώς και από μια σειρά δημοσιευμάτων στον γερμανικό τύπο.
Η υποτιθέμενη δηλητηρίαση(;) του Ρώσου πολιτικού και οι αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις ενάντια στον Λουκασένκο χρησιμοποιούνται ως πεδίο ξεδιπλώματος των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων με επίκεντρο την περιοχή της ανατολικής Ευρώπης.
Ο αγωγός με την ολοκλήρωσή του θα φέρει -μαζί με τον “δίδυμο” Nord Stream1- περί τα 110 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου στη Γερμανία και την ΕΕ, παρακάμπτοντας κυρίως την Ουκρανία αλλά και τη Λευκορωσία. Οι χώρες αυτές απ’ όπου διέρχονται οι ρωσικοί αγωγοί προς την Ευρώπη και οι οποίες καρπώνονται υψηλά τέλη διέλευσης, αποτελούν σκληρό πεδίο αναμέτρησης με τη Ρωσία.
Μπορεί οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να ξιφουλκούν από κοινού απέναντι στην Μόσχα, όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να κρύψουν τις μεταξύ τους αντιθέσεις για την προώθηση των ιδιαίτερων συμφερόντων τους.
Ο κατά 90% ολοκληρωμένος αγωγός, μήκους 1.230 χλμ, θα συνδέει το ρωσικό λιμάνι Ουστ Λουγκά της Βαλτικής θάλασσας με το θέρετρο Λούμπιν στο Γκράιφσβαλντ της Γερμανίας. Εξ αρχής βρίσκεται στο στόχαστρο των ΗΠΑ που θέλουν να διεμβολίσουν την ενεργειακή και όχι μόνο συνεργασία των δύο χωρών, προωθώντας παράλληλα την ευρεία χρήση του αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στην Ευρώπη.
Οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει σειρά κυρώσεων σε εταιρείες που εμπλέκονται στην κατασκευή του έργου. Επικεφαλής του κονσόρτσιουμ του έργου είναι ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Γκ. Σρέντερ, στο οποίο συμμετέχουν -εκτός από τη ρωσική Gazprom που έχει το πλειοψηφικό πακέτο με 51%- οι γερμανικές εταιρείες Uniper και Wintershall DEA, η γαλλική Engie, η αυστριακή OMN και η ολλανδο-βρετανική Royal Dutch Shell.
Ως συνέπεια τον αμερικανικών κυρώσεων ο μεγαλύτερος όμιλος ναυτιλιακών ασφαλίσεων στον κόσμο ανακοίνωσε πρόσφατα πως θα πάψει να ασφαλίζει πλοία που εμπλέκονται στο συγκεκριμένο πρότζεκτ αλλά και στον TurkStream στη Μαύρη Θάλασσα.
Με αφορμή τα τελευταία γεγονότα, οι ΗΠΑ πιέζουν το Βερολίνο να επανακοθορίσει τις σχέσεις του με το Κρεμλίνο και να αποσύρει την υποστήριξή του στον αγωγό, επιδιώκοντας να διαιρέσουν την ΕΕ, με μοχλό πίεσης την Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο δήλωσε στην γερμανική εφημερίδα Bild ότι προωθεί έναν συνασπισμό για να αποτρέψει την ολοκλήρωση του έργου και εξέφρασε την επιθυμία του να δει τη Γερμανία να υιοθετεί τη θέση των ΗΠΑ.
Η γερμανική κυβέρνηση από την πλευρά της προσπαθεί να αποκρούσει αυτές τις πιέσεις, αλλά και να εκτονώσει τις διαφορετικές φωνές που ακούγονται στο εσωτερικό της χώρας ενάντια στο έργο και αποτυπώνουν διαφορετικές στρατηγικές τμημάτων του μονοπωλιακού κεφαλαίου στις σχέσεις με τη Ρωσία. Παράλληλα επιδιώκει να χρησιμοποιήσει τα γεγονότα αυτά, ώστε να αναπροσδιορίσει προς όφελος της Γερμανίας τις ενεργειακές και οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία.
Η Μέρκελ, παρά τις πιέσεις, δηλώνει ότι στηρίζει το έργο θέτοντας όμως σειρά προϋποθέσεων προς τη Ρωσία για την υπόθεση Ναβάλνι και τον Λουκασένκο, τον οποίο δεν έχει αναγνωρίσει ως νόμιμα εκλεγμένο ηγέτη της Λευκορωσίας. Η Γερμανίδα καγκελάριος, που επισκέφτηκε τον Ναβάλνι στο νοσοκομείο, γνωρίζει πολύ καλά ότι η απεξάρτηση από το φυσικό αέριο της Ρωσίας σημαίνει εξάρτηση από το αμερικανικό LNG, με ταυτόχρονη αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου ακόμη και έως 25%, γεγονός που χτυπά ευθέως την ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας,
Σήμερα το 38% των εισαγωγών της ΕΕ σε φυσικό αέριο γίνεται από τη Ρωσία, ενώ το ποσοστό αυτό αυξάνει στο 50% για τη Γερμανία. Είναι προφανές ότι τα τελευταία χιλιόμετρα του αγωγού των 9,5 δισ. δολαρίων, που προγραμματίζεται να λειτουργήσει το 2021, θα αποτελέσουν πεδίο σκληρής γεωπολιτικής διαπάλης μέχρι είτε την ολοκλήρωση είτε την τελική εγκατάλειψη του έργου.