Το οριστικό τέλος μιας ακόμα μεγάλης βιομηχανικής μονάδας, της Χαλυβουργικής, σηματοδότησε η διακοπή ηλεκτροδότησης από τη ΔΕΗ που έγινε στις 17 Δεκεμβρίου. Όπως είναι άλλωστε γνωστό, η βασική παραγωγική δραστηριότητα του εργοστασίου είχε ουσιαστικά διακοπεί από το 2012, ενώ συνολικά η παραγωγική δραστηριότητα είχε σταματήσει από το 2016. Σ’ αυτό το διάστημα η διοίκηση της εταιρείας είχε προβεί σε μείωση προσωπικού κατά 70%, από 560 εργαζόμενους σε 170, στους οποίους από το 2013 μέχρι τον περασμένο Δεκέμβρη είχε επιβάλει 5 φορές καθεστώς διαθεσιμότητας και 2 φορές εκ περιτροπής απασχόληση.
Η διακοπή ηλεκτροδότησης στο εργοστάσιο της Ελευσίνας, πραγματοποιήθηκε λόγω των οφειλών του στη ΔΕΗ, οι οποίες ανέρχονται στο ύψος των 34,5 εκατ. ευρώ. Επιπλέον οι υποχρεώσεις της Χαλυβουργικής προς τις τράπεζες ξεπερνούν τα 400 εκατ. ευρώ. Υπενθυμίζεται, άλλωστε ότι από τις αρχές του 2000 επενδύθηκαν περί τα 300 εκατ. ευρώ, τα οποία σαφέστατα προέρχονταν κατά κύριο λόγο από δάνεια, χωρίς ωστόσο οι προσδοκίες για μια νέα άνθιση της Χαλυβουργικής να επιβεβαιωθούν, με αποτέλεσμα η εταιρεία να σταματήσει να εξυπηρετεί το δανεισμό της από το 2016, όπως ανέφερε και ο τελευταίος δημοσιευμένος ισολογισμός για τη χρήση του 2015.
Σήμερα, είναι προφανές ότι δε διαφαίνεται περίπτωση αποπληρωμής αυτών των χρεών, ενώ για χρέη λαϊκών νοικοκυριών, δηλαδή για αστεία ποσά μπροστά στα εκατομμύρια, το ρεύμα κόβεται άμεσα, ενώ οι τράπεζες βγάζουν στο σφυρί σπίτια, άνθρωποι χάνουν τα λιγοστά υπάρχοντά τους, ακόμη και φυλακίζονται.
Η αφορμή για τους τίτλους τέλους του εργοστασίου αποδόθηκε στην ενδοοικογενειακή διαμάχη μεταξύ του ιδιοκτήτη της Χαλυβουργικής Κ. Αγγελόπουλου και των δύο υιών του, η οποία, υπαρκτή ή όχι, σίγουρα δεν ήταν αυτή που καθόρισε τις εξελίξεις. Αυτές καθορίστηκαν από την αδυναμία της επιχείρησης να αποδώσει τα κέρδη που ανέμεναν οι ιδιοκτήτες της και άρα να οδηγηθεί στο κλείσιμο, αδιαφορώντας για τους εργαζόμενους που χάνουν τις δουλειές τους.Ο ίδιος ο Κ. Αγγελόπουλος σε συνέντευξή του στην Καθημερινή, λίγες μέρες πριν το οριστικό κλείσιμο του διακόπτη ρεύματος, προανήγγειλε το κλείσιμο της βιομηχανίας, επικαλούμενος τους ασύμφορους όρους παραγωγής χάλυβα στη χώρα.
Τέλος, δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστη η στάση του Σωματείου των εργαζομένων στη Χαλυβουργική, όλα τα προηγούμενα χρόνια αλλά και σ’ όλο αυτό το διάστημα που το εργοστάσιο όδευε προς το οριστικό κλείσιμο και από αυτή να εξαχθούν τα ανάλογα συμπεράσματα. Το Σωματείο αντί να κατευθύνει τους εργαζόμενους σε έναν αγώνα ενάντια στις απολύσεις, στις διαθεσιμότητες, στην εκ περιτροπής εργασία και τελικά ενάντια στο κλείσιμο του εργοστασίου υπερασπίζοντας τα δικά τους αιτήματα, λειτούργησε σε απόλυτη ταύτιση με την εργοδοτική πλευρά. Ιδιαίτερα στην τελική αυτή φάση υιοθέτησε και εστίασε αποκλειστικά στο αίτημα της μείωσης χρέωσης του ρεύματος, ώστε η βιομηχανία να εξακολουθήσει να λειτουργεί. Έβλεπαν λοιπόν ως λύση την ικανοποίηση μιας εκ των αξιώσεων των επενδυτών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της Χαλυβουργίας, οι οποίοι προκρίνουν ως λύση τη μείωση του «μη μισθολογικού κόστους», με αιχμή τη μείωση του «υψηλού ενεργειακού κόστους», προκειμένου να ανταγωνιστούν οι εγχώριες χαλυβουργίες, άλλες με μικρότερο «ενεργειακό κόστος».
Στο ίδιο μήκος κύματος και η ανακοίνωση συμπαράστασης της ΓΣΕΕ και της ΠΟΕΜ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου), στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρονται τα εξής: «…Οι εργαζόμενοι στη Χαλυβουργική έχουν κρούσει κατ’ επανάληψη των κώδωνα του κινδύνου για το υψηλό ενεργειακό κόστος των χαλυβουργικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, το οποίο είναι 30% υψηλότερο από την υπόλοιπη Ευρώπη, γεγονός που δημιουργεί στρεβλώσεις στην αγορά ενέργειας, τις οποίες επωμίζεται η εναπομείνασα βαριά βιομηχανία της χώρας».
Η μοναδική στρέβλωση ωστόσο που είναι ξεκάθαρη από τα παραπάνω είναι αυτή στην οποία έχει οδηγήσει ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός και στην οποία οι εργαζόμενοι υποτάσσονται και υιοθετούν αιτήματα που δεν εκπροσωπούν τους ίδιους και τα συμφέροντά τους, αλλά αντίθετα αποτελούν επιδιώξεις των εργοδοτών μέσα από τις οποίες προσβλέπουν αποκλειστικά και μόνο στην αύξηση των κερδών τους, τόσο μέσα από τη μείωση του «μη μισθολογικού κόστους», όσο βέβαια και μέσα από την ένταση της άμεσης επίθεσης σε μισθούς και δικαιώματα εργαζομένων. Και όταν τα κέρδη δεν είναι τα επιδιωκόμενα δεν διατάζουν να προχωρήσουν σε κλείσιμο των επιχειρήσεών τους, αδιαφορώντας για τόσους ανθρώπους και τις οικογένειές τους που θα πεταχτούν στον δρόμο.