Το δημόσιο ανέκαθεν σαν εργασιακός χώρος, προσέλκυε τις προτιμήσεις των εργαζόμενων. Οι λόγοι προφανείς. Η μονιμότητα, το πλέγμα των εργασιακών σχέσεων σε αντιπαραβολή με την εργασιακή ζούγκλα του ιδιωτικού τομέα, η ασφάλεια και η σταθερότητα των μισθών (τουλάχιστον προ μνημονίων), η παρουσία μαζικών συνδικάτων.
Τα τελευταία χρόνια όμως και ειδικά την τελευταία πενταετία, η κατάσταση έχει αλλάξει δραματικά στο σώμα των δημοσίων υπαλλήλων. Οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου και έργου και οι ωρομίσθιοι έχουν σχεδόν διπλασιαστεί. Σύμφωνα με στοιχεία του κοινωνικού πολυκέντρου της ΑΔΕΔΥ την τελευταία διετία οι ελαστικές μορφές εργασίας αυξήθηκαν κατά 30%, ενώ ο αριθμός των μονίμων υπαλλήλων είναι μειωμένος κατά 3.315 εργαζόμενους σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2019.
Σύμφωνα λοιπόν με στοιχεία από το μητρώο ανθρώπινου δυναμικού του Ελληνικού δημοσίου, η απασχόληση στον δημόσιο τομέα κινείται στην κατεύθυνση της προς τα κάτω εξίσωσης με τον ιδιωτικό τομέα. Η αυξητική αυτή τάση των ελαστικών μορφών εργασίας σε βάρος της μονιμότητας, γίνεται με μια υπονόμευση από το ίδιο το δημόσιο.
Οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι που εργάζονται σε υπουργεία και εποπτευόμενους φορείς, καθώς και στους ΟΤΑ (εκτός ΝΠΙΔ) ανήλθαν σε 569.009 τον Δεκέμβριο του 2020, αριθμός μειωμένος κατά 3.315 εργαζόμενους συγκριτικά με τον Δεκέμβριο του 2019. Αντίθετα στους ίδιους φορείς οι συμβασιούχοι και ωρομίσθιοι έφτασαν τους 122.746 τον Δεκέμβριο του 2020, παρουσιάζοντας αύξηση 26,2% συγκριτικά με τον Δεκέμβριο του 2019 που ήταν 98.103.
Η αύξηση λοιπόν των συμβασιούχων παρουσιάζει μια ανοδική τάση από το 12,2% το 2016 να φτάνει το 18,3% το 2020 στο σύνολο των εργαζομένων στο δημόσιο. Δηλαδή ένας στους πέντε μισθοδοτούμενους στο δημόσιο σήμερα εργάζεται με όρους επισφάλειας. Η αύξηση αυτή, μόνο εν μέρει μπορεί να αποδοθεί στην αντιμετώπιση της πανδημίας του covid-19 (προσελήφθηκαν περίπου 16.000 έκτακτοι εργαζόμενοι).
Η αδυναμία της δημόσιας διοίκησης να παρέχει δημόσια και κοινωνικά αγαθά, αναδεικνύει την αναγκαιότητα άμεσης πρόσληψης μόνιμου προσωπικού. Όμως οι κυβερνήσεις προχωρούν σε προσλήψεις εργαζομένων με επισφαλείς μορφές εργασίας (αντί της πρόσληψης τακτικού προσωπικού με σταθερές σχέσεις εργασίας), αν και αυτοί καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του δημόσιου τομέα.
Στη νεοφιλελεύθερη λοιπόν πολιτική του λιγότερου κράτους, προστίθεται και η υπονόμευση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, με τον δούρειο ίππο των ελαστικών μορφών εργασίας, οι οποίες έχουν αυξητική τάση και υλοποιούνται από το ίδιο το αστικό πολιτικό προσωπικό.
Το καθεστώς αυτό των ελαστικών μορφών εργασίας (συμβασιούχοι, ωρομίσθιοι) γίνεται και εκμεταλλεύσιμο, σαν εκλογικό όπλο των εκάστοτε κυβερνήσεων, κρατώντας την τύχη χιλιάδων εργαζόμενων που αποδεικνύονται όμηροι, καθώς είναι ευάλωτοι σε πιέσεις και υποσχέσεις μπροστά στο φάσμα της ανεργίας.
Στο πρόβλημα αυτό οι προσφυγές στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο δεν είναι η λύση, αν και κάποιοι συμβασιούχοι δικαιώθηκαν. Και τούτο γιατί η ίδια η Ε.Ε. έχει στον πυρήνα της πολιτικής της τις ελαστικές μορφές εργασίας και με τις ντιρεκτίβες της κατευθύνει τις πολιτικές των κρατών στον χώρο της απασχόλησης.
Οι μόνιμοι εργαζόμενοι στο δημόσιο, σε συντονισμό με τους ελαστικά εργαζόμενους, πάνω στην βάση των κοινών τους προβλημάτων, μέσα από τα σωματεία τους, είναι αναγκαίο να απαιτήσουν προσλήψεις, μόνιμου, τακτικού προσωπικού, ώστε να καλύπτονται και να ικανοποιούνται οι ανάγκες του λαού σε όλους τους τομείς αλλά και να πιέσουν τις ομοσπονδίες και την ΑΔΕΔΥ (που προφανώς αδρανούν προκλητικά) προς μια αγωνιστική κατεύθυνση για την εξάλειψη αυτού του αντεργατικού φαινόμενου.