Με τη λήξη της προθεσμίας «δημόσιας διαβούλευσης», το αντεργατικο-αντισυνδικαλιστικό νομοθετικό τερατούργημα που έχει συντάξει το Υπουργείο Εργασίας πήρε το δρόμο για την κατάθεσή του στη Βουλή. Στόχος της κυβέρνησης είναι να το ψηφίσει σύντομα για να το προσφέρει ως ένα ελκυστικό κερδοσκοπικό και επενδυτικό κίνητρο στους επιχειρηματίες, στο μεγάλο ντόπιο και ξένο κεφάλαιο. Να το παραδώσει ως μια «καλή εργασία» στην ΕΕ, την οποία εκ των προτέρων οικειοθελώς(!) την εκπλήρωσε σαν προαπαιτούμενη «μεταρρύθμιση» για την άντληση χρηματοδότησης από το λεγόμενο ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Επιβεβαιώνοντας πλήρως και με αυτή την πράξη της τον απαξιωτικό χαρακτηρισμό του «απίθανου υποδειγματικού μαθητή» στην ΕΕ, τον οποίο με καυστική ειρωνεία της απένειμε ο βρετανικός Economist (22.5) σε πρόσφατο άρθρο του.
Η σωρεία των αντεργατικών διατάξεων που περιέχει το νομοσχέδιο, οι οποίες συζητείται να πολλαπλασιασθούν την τελευταία στιγμή της κατάθεσής του, δείχνουν με πολλή σαφήνεια ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποσκοπεί σε μια ευρεία αναμόρφωση βασικών στοιχείων του νομοθετικού πλαισίου του εργατικού δικαίου, που θα διευκολύνει και θα νομιμοποιήσει την εργοδοσία να χρησιμοποιεί την εργατική δύναμη με τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία, όσον αφορά το χρόνο και τον τρόπο εκμετάλλευσής της αλλά και με πολύ φθηνότερη την αμοιβή της.
Η προώθηση αυτής της επιδίωξης περνάει μέσα από θεμελιώδεις αντεργατικές-αντισυνδικαλιστικές αλλαγές που επιβάλλουν:
-Το ξεθεμελίωμα της ρύθμισης των όρων εργασίας με συλλογικές συμβάσεις και τη γενικευμένη καθιέρωση της πρακτικής να ρυθμίζονται οι όροι εργασίας μεμονωμένα για κάθε εργαζόμενο, με ατομική συμφωνία εργοδότη-εργαζόμενου, μέσα από την οποία ο πρώτος πολύ πιο εύκολα θα μπορεί να υπαγορεύει όρους εργασίας στον δεύτερο.
-Την εκτεταμένη αύξηση του ωραρίου χωρίς αυτή να πληρώνεται και τη διευρυμένη ελαστικοποίηση του εργατικού ωραρίου σε μεγάλη χρονική διάρκεια, έτσι που το ωράριο εργασίας του εργαζόμενου να διαμορφώνεται σύμφωνα με την βούληση του εργοδότη του.
-Την ενίσχυση νέων μορφών εργατικής εκμετάλλευσης.
-Την παροχή ελευθερίας στους εργοδότες να κάνουν και παράνομες απολύσεις.
-Την αποδυνάμωση της συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζόμενων με διατάξεις που ενισχύουν τον κρατικό έλεγχό τους και παρεμβαίνουν σε ζητήματα συνδικαλιστικής λειτουργίας της με στόχο να τη χειραγωγήσουν.
-Την παρεμπόδιση της άσκησης και της υπεράσπισης του δικαιώματος της απεργίας.
Το εργασιακό νομοσχέδιο, που η κυβέρνηση το τιτλοφορεί με τον παραπλανητικό τίτλο «Για την Προστασία της Εργασίας»(!) και ο Κυρ. Μητσοτακης και τα διαφημιστικά της κυβέρνησης το πλασάρουν με το προκλητικό σλόγκαν ότι είναι «νομοσχέδιο που δίνει δύναμη στον εργαζόμενο και ενισχύει τα δικαιώματά του»(!), θέλει να οικοδομήσει ένα νομοθετικό κέλυφος που -από τη μια- θα νομιμοποιεί και ενισχύσει την ασύδοτη εκμετάλλευση των εργαζόμενων από την εργοδοσία και -από την άλλη- θα αφοπλίζει τους εργαζόμενους από τα μέσα που έχουν για να αντιμετωπίζουν την εργοδοτική εκμετάλλευση και ασυδοσία. Γι’ αυτό και οι εργοδοτικές οργανώσεις αμέσως το υποδέχτηκαν με επαινετικά λόγια, με πρώτον τον ΣΕΒ να επισημαίνει με ανακοίνωσή του «τα θετικά εκσυγχρονιστικά στοιχεία που περιέχει», αλλά και να δηλώνει την αχορταγιά του μεγάλου κεφαλαίου που, βλέποντας την κυβέρνηση να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του, ζητεί και πρόσθετες που να του δίνουν ακόμα μεγαλύτερη ελευθερία εκμετάλλευσης και πιο ισχυρό «διευθυντικό δικαίωμα» στο να επιβάλλει όρους εργασίας στους εργαζόμενους.
Η απόκρουση του νομοσχεδίου έχει μεγάλη σημασία τόσο για να μην γίνουν νόμος μέτρα που θα έχουν βαριές συνέπειες στα εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα. όσο και για σηκωθεί ανάχωμα στην αντεργατική πολιτική της κυβέρνησης που ετοιμάζει και άλλα ανάλογα νομοσχέδια. Με ένα από τα πρώτα να είναι η ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, το σχέδιο της οποίας, τις προηγούμενες μέρες, ήλθε προς έγκριση στο υπουργικό συμβούλιο για να πάρει τη νομοθετική σειρά του, το πιθανότερο μέσα στους θερινούς μήνες. Την περίοδο που βολεύει την κυβέρνηση να πάρει αντεργατικά μέτρα και που γι’ αυτό η κυβέρνηση δρομολόγησε τη συνέχιση της κανονικής κοινοβουλευτικής λειτουργίας όλο το καλοκαίρι.
Το εκτρωματικό εργασιακό νομοσχέδιο συναντά την ευρύτατη αντίθεση των εργατών και των υπάλληλων. Θέλοντας να εκμεταλλευτούν αυτήν την αντίθεση τα αστικά κόμματα της αντιπολίτευσης, πρώτα ο ΣΥΡΙΖΑ άλλα και το ΚΙΝΑΛ, αν και έχουν στρώσει το δρόμο για να προωθούνται, σήμερα, οι διατάξεις του τόσο με την προγενέστερη κυβερνητική πρακτική τους όσο και τη συναινετική αντιπολίτευση που ασκούν δύο χρόνια τώρα στη ΝΔ, σπεύδουν να «πλιατσικολογήσουν» με μια δημαγωγική ψευτοαντιπολίτευση ψηφοθηρικού ψαρέματος μέσα στην εργατοϋπαλληλική δυσαρέσκεια. Ο Αλ. Τσίπρας περιφέρεται εκτοξεύοντας μεγαλοστομίες για τη «μητέρα των μαχών» που θα δοθεί ενάντια στο νομοσχέδιο και απευθύνοντας «καλέσματα για έναν όχι εθιμοτυπικού χαρακτήρα αλλά ουσιαστικό αγώνα για να ανατραπούν οι επιδιώξεις της κυβέρνησης που ξεπληρώνει γραμμάτια στο ΣΕΒ». Η Φ. Γενημματά βγάζει ψελλίσματα γι’ «αγώνα που θα δώσουμε μαζί με αποφασιστικότητα». Παράλληλα και η ηγεσία του ΚΚΕ επιδίδεται σε βροντερές καταγγελίες του αντεργατικού νομοσχεδίου με το «Ριζοσπάστη» να διατυμπανίζει ότι το ΠΑΜΕ «οργώνει» τους εργασιακούς χώρους και «δυναμώνει το απεργιακό μέτωπο».
Αυτά όλα στα λόγια. Λόγια κούφια, γιατί στην πράξη τους τα κόμματα της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης μόνο αυτό που λένε δεν κάνουν. Εκεί που οργανώνεται και διεξάγεται ο αγώνας, στο εργατικό κίνημα, μέσα στις εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι δυνάμεις αυτών των κομμάτων, η ΠΑΣΚΕ, η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ, συμπαρατασσόμενες και με την παράταξη της ΝΔ και πίσω απ’ αυτές συρόμενη και η παράταξη του ΚΚΕ, το ΠΑΜΕ, έχουν συνδράμει στην καθυστέρηση και στην υπονόμευση της διεξαγωγής ενός πανεργατικού αγώνα ενάντια στο νομοσχέδιο, με αποκορύφωμα την ακύρωση της προκηρυχθείσας για τις 3 Ιούνη απεργίας.
Οι πολιτικές των δυνάμεων της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης παρεμποδίζουν το ξεδίπλωμα ενός κλιμακούμενου πανεργατικού αγώνα και τον οδηγούν πάλι προς την αναποτελεσματική πρακτική της ελάχιστης κινητοποίησης της τελευταίας στιγμής, παραμονή της ψήφισης του νομοσχεδίου.
Φρενάρουν και σαμποτάρουν τις προσπάθειες να ξετυλιχθεί ο μαζικός εξωκοινοβουλευτικός αγώνας των εργαζόμενων, που είναι και ο μόνος ικανός να αποτρέψει την ψήφιση του αντεργατικού νομοσχεδίου.
Αυτόν οφείλουν να τον κρατήσουν στους ώμους τους οι ίδιοι οι εργαζόμενοι με τα σωματεία τους, οι αγωνιστικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος αντιπαλεύοντας τις πολιτικές της υπονόμευσης, του συμβιβασμού και της ηττοπάθειας, υποστηρίζοντας με αποφασιστικότητα και συνέπεια το δρόμο του μαζικού αγώνα. Αυτήν την προσπάθεια έκφρασαν τα πρωτοβάθμια σωματεία και οι εργαζόμενοι που επέμειναν στην απεργία και οργάνωσαν στις 3 Ιούνη τα μεσημεριανά συλλαλητήρια και στάσεις εργασίας ενάντια στο αντεργατικό νομοσχέδιο, αρνούμενες να υποταχθούν στη γραμμή των κυρίαρχων συνδικαλιστικών δυνάμεων και των ηγεσιών των ανώτερων συνδικαλιστικών οργανώσεων που ακύρωσαν την απεργία τής 3ης Ιούνη.
Αυτή η αγωνιστική κατεύθυνση πρέπει να ενισχυθεί τις επόμενες μέρες:
Πρώτο, με την ανάπτυξη δράσης που θα μαζικοποιήσει και θα συμβάλει στην επιτυχία της απεργίας της 10ης Ιούνη.
Δεύτερο, με την επιδίωξη να έχει συνέχεια και κλιμάκωση ο απεργιακός αγώνας και η μάχη για για την αποτροπή της ψήφισης του κυβερνητικού νομοσχεδίου να δοθεί με μεγαλύτερη δύναμη.