Μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, η κυβέρνηση δεν είχε αποκαλύψει το ακριβές ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού που προτίθεται να κάνει. Ενώ το θέμα είχε ανοίξει από τον Σεπτέμβριο στην ομιλία του ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, ποτέ δεν είχε αναφερθεί με ακρίβεια στο ποσοστό της αύξησης, δίνοντας ωστόσο τόσους μήνες τη δυνατότητα στα δημοσιεύματα να κάνουν σενάρια επί σεναρίων για το ύψος αυτής της αύξησης.
Εντός της εβδομάδας που πέρασε ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση πως θα αποκαλύψει το ύψος της αύξησης στο υπουργικό συμβούλιο της Παρασκευής 3 Μαρτίου, το οποίο, ωστόσο, μετατέθηκε, μια εβδομάδα παραπίσω, μετά την τραγωδία των Τεμπών. Στο υπουργικό συμβούλιο είχε δηλώσει ο αρμόδιος υπουργός, Κ. Χατζηδάκης, πως θα κατέθετε την εισήγησή του για τον κατώτατο μισθό. Με την απάντηση που έδωσε σε συνέντευξή του, πριν μια εβδομάδα, ότι «πρέπει να δει κανείς την παραγωγικότητα. Πρέπει να ισορροπήσουμε στην απόφαση αυτή ανάμεσα στις δυνατότητες των επιχειρήσεων» ξεκαθάρισε, εξ αρχής, πώς θα ορισθούν οι όποιες αυξήσεις. Από κει και πέρα βέβαια θεωρητικολόγησε ανέξοδα για τις αυξημένες ανάγκες των εργαζομένων, λόγω του πληθωρισμού: «Πρέπει να τα λάβει κανείς αυτά υπόψη και να καταλήξει σε μια δίκαιη απόφαση που πάντως θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση». Και όπως είπε, «αυτό είναι δεδομένο και για λόγους κοινωνικούς γιατί βλέπουμε την δυσκολία που αντιμετωπίζουν όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό αλλά και για πολιτικούς λόγους γιατί δεν θέλουμε να χαρίσουμε το μονοπώλιο της κοινωνικής ευαισθησίας στην Αριστερά».
Ένα σημείο βέβαια που δεν περνά απαρατήρητο είναι και η απόλυτη χρονική ταύτιση της εξαγγελίας των επερχόμενων εκλογών και των αυξήσεων που προτίθεται να δώσει η κυβέρνηση στον κατώτατο μισθό. Όπως έχει εδώ και καιρό ανακοινώσει, κομπάζοντας η κυβέρνηση, η αύξηση αυτή θα δοθεί φέτος την 1η Απριλίου, στην παραμονή δηλαδή των εκλογών που εύλογα βέβαια χαρακτηρίζεται από μια φτηνή και ξεδιάντροπη απόπειρα εξαγοράς ψήφων.
Ο κυβερνητικός τύπος, βέβαια, όλο το προηγούμενο διάστημα είχε επιδοθεί σε μια άνευ τέλους σεναριολογία, προβλέποντας μέχρι και εκπλήξεις στις αυξήσεις που ετοιμάζει η κυβέρνηση, στήνοντας ένα αηδιαστικό σκηνικό πως πρόκειται δήθεν για κάποια σπουδαία παροχή. Τα σενάρια δεν σταματούσαν να «βλέπουν» αυξήσεις κατώτατου μισθού στο ύψος των 770-780 ευρώ (από 713 ευρώ μικτά σήμερα), ενώ δεν απέκλειαν και εκπλήξεις, με κατώτατο μισθό στο ύψος των 800 ευρώ, όπως επίσης και την πιθανότητα οι αυξήσεις να δοθούν σταδιακά.
Στην πραγματικότητα αυτές οι περιβόητες αυξήσεις δεν αντιπροσωπεύουν παρά κάποια ελάχιστα ψίχουλα. Τα οποία μάλιστα ακόμη και με βάση τις ντιρεκτίβες της ΕΕ κατατάσσουν τους χιλιάδες εργαζόμενους της χώρας μας που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, να βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Το να φτάσει ο κατώτατος μισθός στα 780 ευρώ, σημαίνει ότι αυτός θα αντιστοιχεί στο 60% του διάμεσου μισθού και μάλιστα του διάμεσου του 2021! Δηλαδή, στο, σύμφωνα με την ΕΕ, όριο φτώχειας του 2021! Η κυβέρνηση, δηλαδή, θέλει κατώτατο μισθό για το 2023 ίσο με το- κατά τις οδηγίες της ΕΕ- προ δυο χρόνων κατώφλι φτώχειας!
Όχι πως και 800 ευρώ να γίνει ο κατώτατος μισθός θα απέχει από αυτό το δραματικό όριο.
Ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς ότι και μόνο με βάση τον πληθωρισμό του 2022- ο οποίος κυμαίνονταν περίπου στο 10%, που θα όφειλε να υπολογισθεί στην αύξηση του κατώτατου μισθού, όπως επίσης να λογαριάσει και τον προσδοκώμενο πληθωρισμό του 2023, που εκτιμάται στο 5,9%, ένας κατώτατος μισθός ακόμα και ίσος με το- κατά την ΕΕ- όριο φτώχειας θα έπρεπε να είναι άνω του ύψους 908 ευρώ. Ενώ αν υπολογιζόταν με βάση τον διάμεσο μισθό του 2022 θα ήταν ακόμη μεγαλύτερος. Τι σημαίνει αυτό; Πως η κυβέρνηση επιχειρεί να εξαγοράσει την εργατική ψήφο, παρουσιάζοντας σαν γενναιόδωρη προεκλογική παροχή της έναν κατώτατο μισθό που θα κινείται πολύ κάτω από το “επίσημο” όριο φτώχειας!