Καθώς η ημερομηνία των εκλογών πλησιάζει, τα κυρίαρχα αστικά κόμματα -όπως πάντα συνέβαινε στις προεκλογικές περιόδους των κοινοβουλευτικών εκλογών- ανεβάζουν όλο και περισσότερο τους τόνους τής μεταξύ τους αντιπαράθεσης σε μια προσπάθεια να αποσπάσουν τη λαϊκή ψήφο με πλαστά διλήμματα που εφευρίσκουν και δημαγωγικά συνθήματα. Φτιάχνουν ένα τεχνητό σκηνικό, μέσα στο οποίο εμφανίζονται απέναντι στο εκλογικό σώμα σαν φορείς δήθεν διαμετρικά αντίθετων πολιτικών, ενώ στην πραγματικότητα οι πολιτικές τους είναι συγκλίνουσες.
Αυτό το σκηνικό που στήνονταν επί δεκαετίες από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ για τη λεηλασία της λαϊκής ψήφου επαναλαμβάνεται και σήμερα από τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ, με το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ σε ένα συμπληρωματικό ρόλο. Το στήσιμό του, ωστόσο, επειδή γίνεται μέσα σε ένα διαφοροποιημένο πολιτικοοικονομικό περιβάλλον, όπου οι βαριές συνέπειες των αντιλαϊκών πολιτικών και της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης αναπαράγουν κυβερνητική αστάθεια και δυσκολεύουν την επίτευξη κυβερνητικής αυτοδυναμίας από ένα κόμμα, έχει διαμορφώσει ανάλογα και τη δημοκοπία και τα παραπλανητικά προεκλογικά διλήμματα που θέτουν στους ψηφοφόρους η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ.
ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ επιδίδονται σε μια σκιαμαχία απέραντης υποκρισίας, με το Μητσοτάκη να δημαγωγεί υπενθυμίζοντας αντιλαϊκές πτυχές της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όπως το τρίτο μνημόνιο, την ίδια ώρα που σαν κυβέρνηση και απείραχτο άφησε το τρίτο μνημόνιο και κλιμάκωσε την εφαρμογή του, ενώ σαν ΝΔ βαρύνεται και για το πέρασμα και τη στήριξη και των προηγούμενων μνημονιακών μέτρων. Από την άλλη, ο Τσίπρας εμφανίζεται να καταγγέλλει αντιλαϊκά νομοθετήματα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, για τα κόκκινα δάνεια, για το ασφαλιστικό κ.ά., όταν είναι γνωστό πως η δική του κυβέρνηση νομοθέτησε και έστρωσε το δρόμο για το πέρασμά τους για μια σειρά από αυτά.
Κοινός τόπος στο λόγο και των δυο αυτών κομμάτων είναι να αποκρύπτουν προεκλογικά -το καθένα- το δικό τους βαρύ μερίδιο αντιλαϊκών μέτρων τα οποία έχουν φορτώσει στον ελληνικό λαό και να εκτοξεύουν δημαγωγικές υποσχέσεις για το τι θα κάνει μια κυβέρνησή τους την επόμενη τετραετία. Με το Μητσοτάκη, ο οποίος στράγγιξε το λαϊκό εισόδημα επί μια τετραετία, διέλυσε το δημόσιο σύστημα υγείας και προχώρησε σε σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις, με ατέλειωτο θράσος να ψευδολογεί στις προεκλογικές ομιλίες και συνεντεύξεις του πως «στόχος της ΝΔ την επόμενη τετραετία είναι η αύξηση των μισθών και των εισοδημάτων», «όλοι οι Έλληνες να αποκτήσουν τη δημόσια υγεία που θέλουν και απαιτούν από την πολιτεία» και «να μην ιδιωτικοποιήσει το νερό» (όταν μόλις προ ημερών και εν μέσω της τραγωδίας που έφερε η ιδιωτικοποίηση του ΟΣΕ νομοθέτησε το πρώτο βήμα ιδιωτικοποίησης των φορέων ύδρευσης και αποχέτευσης). Με τον Τσίπρα, αντίστοιχα, που η κυβέρνησή του δεν άγγιξε και συνέχισε να εφαρμόζει τις μνημονιακές διατάξεις για τους μισθούς και τις ΣΣΕ -που επέβαλε το σαρωτικό αντιασφαλιστικό νόμο Κατρούγκαλου και άνοιξε το δρόμο στους πλειστηριασμούς κατοικιών και στις εταιρείες-κοράκια (funds) για τα κόκκινα δάνεια- να υπόσχεται «αύξηση μισθών», «ρύθμιση χρεών» και μέτρα για τις συντάξεις. Μέτρα-ασπιρίνες, που το χαρακτηριστικό τους δεν είναι μόνο ότι είναι ανάλογο των ψίχουλων που μοιράζει ο Μητσοτάκης αλλά ότι ενσαρκώνουν μια πολιτική άρνησης της κατάργησης των αντιλαϊκών μνημονιακών διατάξεων για τους μισθούς, την ασφάλιση και τα χρέη, μια πολιτική συνέχισης της αντιλαϊκής πολιτικής.
Αν η δημοκοπία των ψεύτικων υποσχέσεων είναι η μια όψη της προεκλογικής προπαγάνδας των κυρίαρχων αστικών κομμάτων, η άλλη είναι η υποβολή του εκλογικού σώματος σε παραπλανητικούς εκφοβισμούς και εκβιασμούς. Η ΝΔ σπέρνει τις κινδυνολογίες τής «αβεβαιότητας την επόμενη περίοδο» που δήθεν θα αποτελέσει απειλή αν δεν υπάρξει ισχυρή στήριξή της ως πρώτο κόμμα, ώστε να μπορέσει να συγκροτήσει κυβέρνηση. Σε άλλη παραλλαγή, παρόμοιο δίλημμα θέτει και ο ΣΥΡΙΖΑ διατυμπανίζοντας πως, αν δεν υπάρξει «αλλαγή», αν δεν βγει, δηλαδή, πρώτο κόμμα ο ίδιος, τότε «θα συνεχίσουμε να βουλιάζουμε».
Πρόκειται για κατασκευασμένα διλήμματα των δυο βασικών διεκδικητών της εξουσίας, τα οποία, είναι εντελώς παραπλανητικά. Γιατί το αν θα συνεχίσει να δεινοπαθεί, να «βουλιάζει» μέσα στη δυστυχία και στην «αβεβαιότητα» ο ελληνικός λαός -όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα- εξαρτάται από το ποια πολιτική θα εφαρμοστεί από την κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εκλογές, είτε αυτή είναι αυτοδύναμη κυβέρνηση ενός κόμματος ή κυβέρνηση συνεργασίας περισσότερων κομμάτων. Και εδώ η απάντηση είναι ξεκάθαρη: είτε με κυβέρνηση της ΝΔ είτε με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είτε με κυβέρνηση συνεργασίας με κορμό ένα από τα δύο κόμματα και με συνεταίρο το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ, η αντιλαϊκή πολιτική που γνωρίζουμε σήμερα θα συνεχισθεί. Γιατί και τα τρία αυτά κόμματα έχουν σαν κοινή βάση στην πολιτική τους την εξυπηρέτηση, με τη μια ή την άλλη μορφή, των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου, την αποδοχή του καθεστώτος της ξένης εξάρτησης της χώρας από την ΕΕ και της πρόσδεσης στο αμερικανοΝΑΤΟικό ιμπεριαλιστικό άρμα. Αυτή την πολιτική οι κυβερνήσεις αυτών των κομμάτων -είτε αυτοδύναμες, είτε συνεργασίας- υπηρετούν χρόνια τώρα και αυτό θα συνεχίσουν να κάνουν.
Έτσι εξηγείται γιατί από τις νομοθετικές διατάξεις που πέρασε η κυβέρνηση Μητσοτάκη στη Βουλή τις μισές περίπου τις ψήφισε και ο ΣΥΡΙΖΑ και περίπου το 70% και το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ.
Και αυτός είναι ο λόγος που η προεκλογική πολιτική αντιπαράθεσή τους είναι κούφια. Εξαντλείται σε σκανδαλολογίες και σε δευτερεύοντα θέματα, έχοντας στο περιθώριο τα πιο ουσιαστικά πολιτικά ζητήματα που κρίνουν τη ζωή του λαού και του τόπου. Τα αναρίθμητα αντιλαϊκά νομοθετήματα των μνημονίων είναι εκτός συζήτησης και θεωρούνται και από τη ΝΔ και απο το ΣΥΡΙΖΑ και από το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ σαν «δεδομένα». Ακόμα και οι δημαγωγικές προεκλογικές υποσχέσεις τους δεν προβλέπουν κατάργησή τους αλλά προτάσεις με «ρυθμίσεις» εντός των πλαισίων της εφαρμογής τους και των «κανόνων» και «οδηγιών» που υπαγορεύει η ΕΕ. Τα κρίσιμα ζητήματα της μετατροπής της χώρας σε αμερικανοΝΑΤΟική στρατιωτική βάση και της επικίνδυνης εμπλοκής της χώρας στον πόλεμο στην Ουκρανία, τα ζητήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων βρίσκονται εκτός προεκλογικής αντιπαράθεσης, γιατί σε αυτά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ συμπλέουν πάνω στην κοινή γραμμή τού «ανήκομεν εις την Δύσιν».
Κοινό μέλημα και της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, όπως το προβάλλουν και οι δυο στην προεκλογική εκστρατεία, είναι πώς από τις εκλογές θα προκύψει κυβερνητική «σταθερότητα». Η ΝΔ θέτει το δίλημμα «σταθερότητα ή επιστροφή στις περιπέτειες» και προβάλλει την απειλή «ακυβερνησίας», που -όπως ισχυρίζεται- εγκυμονεί το εκλογικό σύστημα της «απλής αναλογικής», και θεωρεί ότι απάντηση σε αυτήν την απειλή είναι η «πολιτική σταθερότητα» που θα εξασφαλίσει η δική της αυτοδυναμία. Η οποία για να επιτευχθεί -όπως διακηρύσσει ο Μητσοτακης- η ΝΔ πρέπει, με ισχυρή πρωτιά από τις εκλογές τής 21ης Μάη, να πάει στις δεύτερες εκλογές όπου θα εφαρμοσθεί το πιο αντιδημοκρατικό εκλογικό σύστημα που ψήφισε, το οποίο πριμοδοτεί περισσότερο το πρώτο κόμμα σε έδρες για να παίρνει με μικρότερο ποσοστό αυτοδυναμία.
Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι «ο τόπος χρειάζεται σταθερότητα και δεν χρειάζεται να πάμε σε δεύτερες και τρίτες εκλογές, αλλά κυβερνήσεις συνεργασίας πάνω σε προγραμματική συμφωνία». Εδώ η κυβερνητική «σταθερότητα» μεταφράζεται σε κυβέρνηση συνεργασίας που θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ και που την επιθυμεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Τσίπρας να «αναρωτιέται» αν «ο κ. Βαρουφάκης ή ο κ. Ανδρουλάκης θα θελήσουν να πάμε σε δεύτερες και τρίτες εκλογές όπου θα συρρικνωθούν στη μυλόπετρα των δύο μεγάλων κομμάτων» και να τους υποδείχνει πως «υπάρχει η εκδοχή της συμμετοχής σε ένα κυβερνητικό σχήμα και υπάρχει η εκδοχή της ανοχής, στήριξης μιας κυβέρνησης προκειμένου να γίνει πράξη η πολιτική αλλαγή και να μην πάμε σε δεύτερες και τρίτες εκλογές»…
Είναι φανερό πως η «πολιτική σταθερότητα» που χρησιμοποιείται προς το εκλογικό σώμα σαν μέσο πίεσης για την απόσπαση της ψήφου του κόβεται και από τη ΝΔ και από το ΣΥΡΙΖΑ στα μέτρα των ιδιοτελών κυβερνητικών επιδιώξεών τους.
Ωστόσο, και για τα δύο αυτά κόμματα υπάρχει το κοινό υπόβαθρο πως καλούνται να διεκπεραιώσουν την επιταγή της κυρίαρχης μεγαλοαστικής τάξης να διασφαλίσουν σταθερότητα πολιτικής διακυβέρνησης, καθώς αναπαράγονται κρίσεις λόγω της παρατεταμένης και βαθιάς οικονομικής κρίσης και των σκληρών αντιλαϊκών πολιτικών που έχουν σακατέψει τον ελληνικό λαό.
Με άλλα λόγια να διασφαλίσουν όρους πολιτικής εξουσίας που θα επιτρέψουν την αδιατάρακτη συνέχεια της αντιλαϊκής πολιτικής. Ενάντια σε αυτόν το στόχο τους θα πρέπει να εκφραστεί η λαϊκή ψήφος στις επερχόμενες εκλογές και κυρίως να καταβληθεί η προσπάθεια για την παραπέρα ανάπτυξη των μαζικών εξωκοινοβουλευτικών αγώνων που είναι και οι μόνοι ικανοί και ο αποφασιστικός παράγοντας για να αποκρουσθεί και να ανατραπεί η αντιλαϊκή πολιτική των κομμάτων της ολιγαρχίας που διεκδικούν την κυβερνητική εξουσία.