Ανακοίνωση εξέδωσε πρόσφατα η Επιθεώρηση Εργασίας, σύμφωνα με την οποία ένας μεγάλος αριθμός εργοδοτών δεν έχει κάνει αύξηση στον κατώτατο μισθό σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση που ισχύει από την 1η Απριλίου 2024. Συγκεκριμένα, η ανακοίνωση αναφέρει: «…μέχρι σήμερα ελέγχθηκαν 1.170 επιχειρήσεις και οι αποδοχές 8.518 εργαζόμενων. Σε 286 επιχειρήσεις και 1.949 εργαζόμενους διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν αναπροσαρμοστεί οι αποδοχές, με βάση τα νομοθετημένα κατώτατα όρια. Μετά από την παρέμβαση της Επιθεώρησης Εργασίας επήλθε συμμόρφωση, ενώ σε 43 περιπτώσεις επιβλήθηκαν πρόστιμα συνολικού ύψους 49.200 ευρώ. Οι έλεγχοι συνεχίζονται…».
Απ’ ό,τι φαίνεται, 1 στους 4 εργαζόμενους που ελέγχθηκαν δεν λαμβάνει τα νόμιμα, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τον κατώτατο μισθό (830 ευρώ μικτά) και το ημερομίσθιο (37,07 ευρώ μικτά), αλλά και σε ό,τι αφορά τις τριετίες, οι οποίες από 1η Ιανουαρίου 2024 ξεκίνησαν να προσμετρώνται κανονικά, πιάνοντας το νήμα από το μακρινό 2012. Κι αυτό δεν συμβαίνει καθόλου τυχαία. Είναι απότοκο του κλίματος που έχει διαμορφώσει η κυβερνητική πολιτική, το εύφορο έδαφος που έχει δημιουργήσει τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα την ψήφιση των νόμων Χατζηδάκη και Γεωργιάδη, για παντός είδους εργοδοτική αυθαιρεσία και ασυδοσία. Μετά την επιβολή των ατομικών εργασιακών σχέσεων, την απελευθέρωση των απολύσεων, τον περιορισμό των συνδικαλιστικών ελευθεριών και του απεργιακού δικαιώματος, η απαξίωση των ελεγκτικών μηχανισμών είναι ένα ακόμα δώρο προς τους εργοδότες. Η εκτόπιση του ΣΕΠΕ στη σφαίρα των ανεξάρτητων αρχών υπονόμευσε ακόμα περισσότερο τις αρμοδιότητές του, δηλαδή τον έλεγχο εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας, τους όρους εργασίας (ωράρια, ένσημα, μισθοί) και τα μέτρα ασφάλειας και υγείας στους χώρους δουλειάς. Οδήγησε, επίσης, στην περαιτέρω υποστελέχωσή του, με αποτέλεσμα οι παρεμβάσεις του να είναι αναντίστοιχες των παραβάσεων, υποτυπώδεις και σχετικά ανώδυνες.
Όλα τα παραπάνω αποτέλεσαν πεδίο δόξης λαμπρό για τις επιχειρήσεις: τους έδωσε το πράσινο φως να εκμεταλλευτούν περαιτέρω τους εργαζόμενους, χωρίς ορατές συνέπειες. Πέρασαν στο απυρόβλητο, χωρίς να μεριμνούν για την τήρηση των νόμων. Ακόμα και με τους υπάρχοντες ελέγχους φαίνεται ότι ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων θεώρησε τη θεσμοθετημένη αύξηση του κατώτατου μισθού «προαιρετική» και δεν την εφάρμοσε, ενώ έκρινε ότι οι τριετίες των εργαζομένων είναι ψιλά γράμματα.
Το φαινόμενο της εργοδοτικής παραβατικότητας δεν είναι καινούριο. Αλλά κάθε φορά δείχνει ότι, ακόμα κι αν υπάρχει ψηφισμένος νόμος ή υπογεγραμμένη σύμβαση, υπάρχουν πάντα περιθώρια αυθαιρεσίας. Γι’ αυτό, οι εργαζόμενοι οφείλουν να είναι σε εγρήγορση και να αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα οργάνωσης και συλλογικής διεκδίκησης ακόμα και για τα αυτονόητα!