Παρά τους επικοινωνιακούς χειρισμούς που έκανε ο Κυρ. Μητσοτάκης για να απαλύνει τις εντυπώσεις από το δυσμενές αποτέλεσμα της ΝΔ στις ευρωεκλογές, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την εκτεταμένη δυσφορία που απλώθηκε στις γραμμές του κόμματός του. Ούτε κατάφερε να αποφύγει τις εσωκομματικές επικρίσεις που την ακολούθησαν και του χρεώνουν τη μεγάλη πτώση των ψήφων του κυβερνητικού κόμματος.
Η «επιτυχία» του να μειώσει τις ψήφους της ΝΔ στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγράψει σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου, μετά από μια τετραετή περίοδο όπου φαινόταν συντριπτικά υπερέχουσα στην πολιτική σκηνή, έχοντας απέναντί της μια αδύναμη κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, τσαλάκωσε απότομα την αλαζονεία του. Το μητσοτακικό επιτελείο, αναπαυμένο μέσα σε μια παν-κυριαρχία που του εξασφάλισε η πρωτοφανής επικοινωνιακή στήριξή του από όλα τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, «ξαφνικά» διαπίστωσε να βρίσκεται σε ένα εκλογικό «κενό αέρος», καθώς ένας μεγάλος όγκος ψηφοφόρων απέσυρε την υποστήριξή του στο κυβερνητικό κόμμα, εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο τη μαζική δυσαρέσκειά του για την κυβερνητική πολιτική. Το αίσθημα ότι η ΝΔ έχει μπει σε μια περίοδο φθοράς και αποξένωσης από τη βάση που την στήριζε εκλογικά ήχησε στις γραμμές της άμεσα σαν απειλή για τη μελλοντική διατήρησή της στην κυβερνητική εξουσία. Και αναζωπύρωσε τις υπάρχουσες διενέξεις και ανταγωνισμούς των ηγετικών εσωκομματικών ομάδων της.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης, για να διαχειριστεί τις συνέπειες του εκλογικού αποτελέσματος, κατέφυγε στο τετριμμένο παραπλανητικό τρικ του κυβερνητικού «ανασχηματισμού» που -πέρα του ότι άφησε απαράλλαχτο το βασικό κορμό του κυβερνητικού σχήματος- δεν κατάφερε να αλλάξει στο ελάχιστο το κλίμα δυσφορίας ακόμα και μέσα στις γραμμές των στελεχών, των μελών και των οπαδών της ΝΔ. Είναι χαρακτηριστική η σχετική τοποθέτηση του παλιού στελέχους της ΝΔ Νικ. Κακλαμάνη ότι «Το σοκαριστικό ποσοστό της αποχής και η άνοδος των “δεξιών” απομιμήσεων, χωρίς σοβαρές προτάσεις και πρόγραμμα, δεν είναι ένα απλό “καμπανάκι” για την κυβέρνηση. Είναι μια μεγάλη “καμπάνα”. Και όλοι ξέρουμε για ποιον χτυπάει. Είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύουμε ότι ένας ανασχηματισμός θα εκτονώσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια».
Η διαστρέβλωση της ερμηνείας της ψήφου στις ευρωεκλογές ήταν το δεύτερο μέσο που επιστράτευσε το μητσοτακικό επιτελείο στις μετεκλογικές δηλώσεις του, σε μια χυδαία απόπειρα να μεταφράσει το εκλογικό αποτέλεσμα της ΝΔ όχι σαν αποδοκιμασία της πολιτικής της αλλά, αντίστροφα, ως «απαίτηση των πολιτών» να συνεχίσει την πολιτική της «με μεγαλύτερη ταχύτητα και χειροπιαστά αποτελέσματα»!
Τόσο το ίδιο το βράδυ των εκλογών όσο και στο υπουργικό Συμβούλιο και στη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ που έγιναν τις επόμενες μέρες, ο Κυρ. Μητσοτάκης συνέχισε να επιμένει σε μια κατάφωρη παραποίηση του νοήματος της ψήφου των εκλογών, επαναλαμβάνοντας πως οι πολίτες ζήτησαν από την κυβέρνηση «να πατήσει γκάζι και όχι φρένο» στην πολιτική που ασκεί, προσθέτοντας πως «δεν εθίζουμε τον λαό στα ευχάριστα»!
Οι μητσοτακικές διαστροφικές ερμηνείες για το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών προκάλεσαν αντιδράσεις και από βουλευτές της ΝΔ, που εκδηλώθηκαν στη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της. Οι αντιδράσεις αυτές προσέλαβαν πιο κεντρική και οξύτερη μορφή μέσα από την κοινή εμφάνιση των δύο πρώην πρωθυπουργών και ηγετών της ΝΔ, του Κ. Καραμανλή και του Α. Σαμαρά, σε εκδήλωση παρουσίασης βιβλίου του δημοσιογράφου και διευθυντή της εφημερίδας «ΕΣΤΙΑ» Μ. Κοττάκη στο Πολεμικό Μουσείο, που μεταβλήθηκε σε περίβλημα για να εκφωνήσουν οι δυο πρώην αρχηγοί της ΝΔ ομιλίες κριτικής κατά της ηγεσίας Μητσοτάκη. Ας σημειωθεί πως ο Κυρ. Μητσοτάκης αρνήθηκε να πάει στην εκδήλωση, η οποία αποτέλεσε χώρο μαζικής προσέλευσης βουλευτών, στελεχών και μελών της ΝΔ που συγκεντρώθηκαν για να επιδοκιμάσουν τις καραμανλικές και σαμαρικές επικρίσεις εφ’ όλης της ύλης των μητσοτακικών πεπραγμένων.
Ο Α. Σαμαράς -σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίζεται ο Κυρ. Μητσοτάκης- ευθέως είπε πως «Αυτή η πολιτική μας εκδοχή (εννοεί του Μητσοτάκη) αποδοκιμάστηκε από την κοινωνία. Και μάλιστα αποδοκιμάστηκε χωρίς πολιτικό αντίπαλο. Και σε συνθήκες πρωτοφανούς επικοινωνιακής παντοδυναμίας». Ενώ ο Κ. Καραμανλής σε μια παρεμφερή αναφορά του έκρουσε καμπανάκι για τη ΝΔ υπογραμμίζοντας πως «όταν έξι στους 10 των εκλογέων απέχουν δεν είναι ώρα εφησυχασμού αλλά είναι ώρα επειγόντως συναγερμού. Αυταπάτες ούτε χωρούν, ούτε συγχωρούνται».
Οι δυο πρώην αρχηγοί της ΝΔ δεν περιόρισαν τις ομιλίες τους μόνο σε αυτό αλλά τις επέκτειναν σε μια κριτική θεώρηση του συνόλου της πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ο Α. Σαμαράς ανέπτυξε μια πολιτική πλατφόρμα ακροδεξιάς και εθνικιστικής κατεύθυνσης. Ο Κ. Καραμανλής διαφοροποιήθηκε από την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη είτε έμμεσα, μέσα από κριτικές επισημάνσεις του σε επιμέρους πολιτικές της ΕΕ (πχ Ουκρανία, Μέση Ανατολή), είτε άμεσα για τα εθνικά θέματα. Ειδικότερα για τα ελληνοτουρκικά ήταν χαρακτηριστική η αναφορά του πως είναι «αδύνατη και αδιανόητη η σύναψη συνυποσχετικού που θα κρύβει τεχνηέντως και εκ του πονηρού, υπό το πρόσχημα της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας, την εκχώρηση με ασαφείς και διπλωματικά ευρηματικές διατυπώσεις δικαιώματος στο Διεθνές Δικαστήριο να αποφανθεί περί του εύρους των χωρικών υδάτων ή ακόμα και της εδαφικής κυριαρχίας νησιών και βραχονησίδων…Υφέρπει όμως πάντα ο κίνδυνος στο όνομα της ύφεσης, των χαμηλών τόνων, των ήρεμων νερών, να δημιουργείται σταδιακά η εντύπωση της αποδοχής της διευρυνόμενης τουρκικής ατζέντας και διεκδικήσεων. Με άλλα λόγια, οι διά της διαχρονικής διολίσθησης έκπτωση παγίων εθνικών θέσεων…».
Αξίζει να σημειωθεί ο τρόπος με τον οποίο μίλησαν οι δυο πρώην πρωθυπουργοί σε δυο ακόμα καίρια ζητήματα:
Πρώτο, για την πορεία της ΕΕ στην οποία αναφέρθηκε εκτενώς ο Κ. Καραμανλής για να πει εμφαντικά πως «η Ευρώπη διολισθαίνει σε βαθιά κρίση.…Είναι η πρώτη φορά που τείνει να εξελιχθεί σε γενικευμένη πολιτική κρίση…Το συνολικό οικοδόμημα της κοινωνικής οργάνωσης κλυδωνίζεται… είναι ολοφάνερο ότι προσεγγίζουμε με αυξανόμενη ταχύτητα μια τέτοιας μορφής κρίση εμπιστοσύνης, όπου οι αρχόμενοι δεν εμπιστεύονται τους άρχοντες. Και οι άρχοντες αδυνατούν να κατανοήσουν τους προβληματισμούς, τις αγωνίες, τις αντιρρήσεις, τις επιφυλάξεις των αρχομένων. Αυτός είναι ορισμός της κρίσης εμπιστοσύνης και της κρίσης του πολιτικού συστήματος. Είναι ορισμός της απονομιμοποίησης στα μάτια των πολιτών».
Με ανάλογο τρόπο και ο Α. Σαμαράς επεσήμανε πως « η Ευρώπη πράγματι είναι μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. Και ότι οι καπεταναίοι της οφείλουν να αντιληφθούν πως βρίσκονται ενώπιον της ανταρσίας των πληρωμάτων τους. Μετά από αρκετά χρόνια προσπαθειών φαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συγκινεί πλέον τους εθνικούς πληθυσμούς».
Οι παραδοχές των δυο πρώην πρωθυπουργών για το ότι η ΕΕ -που επί δεκαετίες εκθείαζαν- έχει πλέον αποκαλυφθεί ως ένα οικοδόμημα εχθρικό προς τους λαούς της Ευρώπης που βρίσκεται σε βαθιά κρίση, απηχούν την έκδηλη ανησυχία της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης, που τόσα επένδυσε στο «στρατηγικό όραμα» της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΕ.
Δεύτερο, για τη δοκιμασία της αστάθειας που περνά το εγχώριο πολιτικό σύστημα:
Ο Α. Σαμαράς περιέγραψε το πρόσφατο ευρωεκλογικό αποτέλεσμα ως «χαστούκι στο πολιτικό μας σύστημα. Οι πολίτες θύμωσαν με όλα τα κόμματα. Και τα αποδοκίμασαν ηχηρά. Η συμπεριφορά αυτή προσομοιάζει σε λευκή απεργία των πολιτών».
Ενώ ο Κ. Καραμανλής υπογράμμισε πως «η αποχή ισοδυναμεί με συνολική απόρριψη του πολιτικού συστήματος και της μορφής που παίρνει η δημόσια ζωή. Η διευρυνόμενη αποχή καταδεικνύει ότι η κρίση εμπιστοσύνης, η απονομιμοποίηση προς το πολιτικό σύστημα είναι ακόμα βαθύτερη από ό,τι αποτυπώνεται μόνο από την ψήφο διαμαρτυρίας». Είναι φανερό ότι τα πολιτικά επιτελεία της μεγαλοαστικής τάξης τα απασχολεί το πώς θα ξαναελεγχθεί η συμπεριφορά του εκλογικού σώματος που έχει διαταράξει την ισορροπία του πολιτικού συστήματος.
Ταυτόχρονα η ηγεσία του βασικού κόμματος της ντόπιας ολιγαρχίας, της ΝΔ, είναι αντιμέτωπη με το πρόβλημα μιας εκλογικής ανάκαμψής της, που και σ’ αυτό σημειώνονται εσωκομματικοί διαξιφισμοί για το αν είναι προτιμότερη η τακτική της διεύρυνσης με δυνάμεις του «κέντρου» ή η μετακίνηση ακόμα πιο δεξιά της πολιτικής ατζέντας της ΝΔ (όπως πχ υποστηρίζει ο Α. Σαμαράς, που επικαλείται την ενίσχυση του ρεύματος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη). Ένα πρόβλημα στο οποίο ο Κυρ. Μητσοτάκης απάντησε με το φαιδρό «δεν είμαι ούτε κεντρώος, ούτε δεξιός, ούτε αριστερός, ώστε να μπορώ να επιλέγω κάθε φορά αυτό που συμφέρει τον τόπο μου».
Και όλα αυτά θα πρέπει να γίνουν με αμετάβλητο όρο η αντιλαϊκή πολιτική να συνεχισθεί. Κάτι που διαβεβαιώνει συνεχώς ο Μητσοτάκης μετά τις ευρωεκλογές και το επανέλαβε και στο πρόσφατο συνέδριο του Economist, λέγοντας πως «έχουμε μια εντολή να υλοποιήσουμε τις μεταρρυθμίσεις»…