Σε συνθήκες καραντίνας με την κυβέρνηση Μητσοτάκη να αξιοποιεί την πανδημία για την καταστρατήγηση συλλογικών,δημοκρατικών, συνδικαλιστικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, οι μορφές ηλεκτρονικής «διαμαρτυρίας» οι διαδικτυακές συνελεύσεις και συνολικά η αξιοποίηση των κοινωνικών μέσων δικτύωσης, φαντάζουν και ενίοτε παρουσιάζονται ως λύση απέναντι στις δυσκολίες ανάπτυξης συλλογικών διαδικασιών και δράσεων.
Τα τελευταία χρόνια έχει ξεσπάσει μία μεγάλη συζήτηση που αφορά στις δυνατότητες και τη δημοκρατικότητα που παρέχουν οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και συνολικά το internet ως μέσο επικοινωνίας και πληροφόρησης. Στην πραγματικότητα επιβεβαιώνεται όλο και πιο έντονα ότι ο χώρος του διαδικτύου καθόλου δεν διασφαλίζει την ελεύθερη διακίνηση ιδεών, αντιθέτως η ροή πληροφορίας της κυρίαρχης ιδεολογίας ελέγχεται με τέτοιο τρόπο που μόλις αυτός ο έλεγχος κλονιστεί, αρκεί η πληκτρολόγηση ενός κουμπιού προκειμένου να φιμωθεί και να κλείσει ένας λογαριασμός στο facebook ή στο twitter μία ιστοσελίδα ή να μπλοκαριστεί μία είδηση. Όσο και αν το διαδίκτυο προσφέρει τη δυνατότητα διάδοσης ειδήσεων, πληροφοριών και απόψεων που δεν μπορεί ή σπάνια κάποιος θα τις συναντήσει στα δελτία ειδήσεων των μεγάλων αστικών μέσων ενημέρωσης, αυτό δεν σημαίνει ότι διασφαλίζει τη δημοκρατικότητα και τον πλουραλισμό, παρά μόνο την ψευδαίσθηση ότι αυτά εξασφαλίζονται, ενώ στη πραγματικότητα αποτελεί ένα πολύ ισχυρό μέσο χειραγώγησης και ελέγχου των ιδεών, στα χέρια της κυρίαρχης τάξης.
Από αυτή την άποψη, ακόμα και αν αξιοποιείται δεν μπορεί να μετατραπεί ούτε σε κύριο ή “προνομιακό” πεδίο δράσης των προοδευτικών δυνάμεων ούτε μπορεί να αντικαταστήσει την άμεση συλλογική επαφή και συζήτηση των ανθρώπων, τις ζωντανές επικοινωνίες, διεργασίες και ανταλλαγές και αντιπαραθέσεις απόψεων και τα μέσα του πολιτικού συνδικαλιστικού και λαϊκού κινήματος, τη συνέλευση, την απεργία, τις μαζικές συλλογικές διαδικασίες.
Σήμερα σε συνθήκες καταστολής και φίμωσης συλλογικών αντιδράσεων, και ταυτόχρονης επιβολής αντεργατικών και αντιεκπαιδευτικών νομοσχεδίων και μέτρων προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη σύγκλησης γενικών συνελεύσεων, συνάντησης εργαζομένων και φοιτητών και συντονισμού μαζικών κινητοποιήσεων. Αυτό απαιτεί μία σταθερή στάση κόντρα στα κατασταλτικά μέτρα, στα πρόστιμα, στον κρατικο -αστυνομικό έλεγχο της κοινωνικής ζωής που δεν έχει καμία σχέση με το ζήτημα της υγειονομικής προφύλαξης. Μία ξεκάθαρη θέση ενάντια στην κυρίαρχη προπαγάνδα που καταλογίζει ευθύνες για την εξάπλωση του κορονοϊού στους διοργανωτές κινητοποιήσεων και συγκεντρώσεων καθώς και στους διαδηλωτές που συμμετέχουν σε αυτές. Μία ξεκάθαρη θέση απέναντι στην αξιοποίηση του ιού για την υλοποίηση των βαθύτερων πόθων της κυβέρνησης Μητσοτάκη και της κυρίαρχης τάξης, που επιδιώκει την φίμωση κάθε συλλογικής διαδικασίας που αναπτύσσεται μέσα στα σωματεία και τις σχολές, κάθε συλλογικής αντίδρασης και αγώνα. Μία ξεκάθαρη θέση που να προβάλλει ως μοναδική αναγκαιότητα των ημερών (δηλαδή του σήμερα και όχι της επόμενης μέρας, όπως υποστηρίζει η πολιτική στάση του «μετά θα λογαριαστούμε”) την ανάπτυξη ενός μαζικού φοιτητικού και πανεργατικού κινήματος ενάντια στον αντεργατικό αντισυνδικαλιστικό νόμο Βρούτση, ενάντια στο αντιεκπαιδευτικό αντιδραστικό νομοσχέδιο, ενάντια στην αντιυγειονομικη πολιτική της κυβέρνησης που αρνείται και καταπολεμά την ενίσχυση της δημόσιας δωρεάν υγείας με προσλήψεις, μαζικά τεστ, εξοπλισμό και άνοιγμα ΜΕΘ ως τη μόνη ικανή λύση για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Οι κυρίαρχες συνδικαλιστικές δυνάμεις στα σωματεία και το φοιτητικό κίνημα προφανώς δεν υιοθετούν μία τέτοια θέση. Αντιθέτως, συντάσσονται πλήρως με την κυβερνητική πολιτική, κηρύσσοντας στην πράξη αναστολή όλων των συλλογικών διαδικασιών. Από την άλλη, δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά υποκύπτουν στις πιέσεις της κυρίαρχης πολιτικής, ακροβατώντας ανάμεσα στην μετάθεση των αγώνων σε κάποιο μέλλον που ο κίνδυνος του ιού δεν θα υπάρχει και στις συμβολικές δια αντιπροσώπων κινητοποιήσεις, αποδεχόμενες είτε άμεσα είτε έμμεσα ότι οι συλλογικές διαδικασίες του κινήματος και ο μαζικός αγώνας θέτουν σε κίνδυνο την υγεία του λαού. Αυτές οι δυνάμεις μεταξύ άλλων υιοθετούν και μορφές ηλεκτρονικής «διαμαρτυρίας» ως μέσο πίεσης στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς, με πρόσφατο παράδειγμα την συλλογή ηλεκτρονικών υπογραφών ενάντια στον αντιεκπαιδευτικό νόμο και την επιβολή παρουσίας της αστυνομίας στις σχολές.
Τέτοιες μορφές «διαμαρτυρίας» ή δήλωσης μίας αντίθεσης δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να υποκαταστήσουν τις άμεσες και δια ζώσης συλλογικές διαδικασίες.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πολιτική των τελευταίων ετών επιχειρεί να περιορίσει τις συλλογικές διαδικασίες του συνδικαλιστικού κινήματος σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες απόλυτα ελεγχόμενες. Στο νομοσχέδιο για τη λειτουργία των συνδικάτων προβλέπεται ότι στις γενικές συνελεύσεις θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής και ψήφου εξ αποστάσεως, ηλεκτρονικώς και ιδίως όταν πρόκειται για την προκήρυξη απεργίας. Η Υπουργός Παιδείας επιχείρησε να εγκαινιάσει αυτό το μέτρο επιβάλλοντας την ηλεκτρονική ψηφοφορία για τους αιρετούς των υπηρεσιακών συμβουλίων και βρήκε απέναντί της σχεδόν την καθολική άρνηση συμμετοχής των εκπαιδευτικών.
Η προσπάθεια μεταφοράς των συλλογικών διαδικασιών στον διαδικτυακό χώρο είναι επί της ουσίας μία προσπάθεια υπονόμευσης και ελέγχου του συνδικαλιστικού κινήματος και των βασικών του εργαλείων.
Ειδικά όσον αφορά την Γενική συνέλευση, δηλαδή το ανώτατο όργανο και ένα από τα πιο ισχυρά όπλα του συνδικαλιστικού κινήματος, δεν μπορεί να υιοθετηθεί καμία λογική εξ αποστάσεως παρακολούθησης γιατί:
1.Οι διαδικτυακές συνελεύσεις και οι ηλεκτρονικές ψηφοφορίες δεν μπορούν να διασφαλίσουν καμία δημοκρατικότητα και καμία εγκυρότητα ως προς το αποτέλεσμα. Κανείς δεν γνωρίζει ποιος πραγματικά παρακολουθεί μία on line διαδικασία, μπορεί να είναι ο εργοδότης, η αστυνομία, ο αντιδραστικός πρύτανης και από αυτή την άποψη η ελευθερία του λόγου όχι απλά δεν διασφαλίζεται αλλά υπονομεύεται. Επιπλέον τα στοιχεία μίας ηλεκτρονικής ψηφοφορίας μπορεί πολύ εύκολα να παρακολουθούνται και να διαβάλλονται.
2.Σε μια on line «συλλογική» διαδικασία δεν διασφαλίζεται η ισότιμη συμμετοχή των εργαζομένων ή αντίστοιχα των φοιτητών. Ο καθένας συμμετέχει από διαφορετικό περιβάλλον και αυτό δεν μπορεί παρά να αποτυπώνεται.
3.Μία διαδικτυακή συνέλευση ή μία συνέλευση, στην οποία ένα ποσοστό συμμετέχει εξ αποστάσεως από τον υπολογιστή του, παύει να υπηρετεί τον ρόλο της. Το συνδικαλιστικό κίνημα αντλεί την δύναμή του από τις δια ζώσης συλλογικές διαδικασίες με πρώτη και κύρια την γενική συνέλευση Η Γενική Συνέλευση αποτελεί το ανώτατο όργανο αποφάσεων ενός σωματείου ή μίας σχολής ακριβώς επειδή οι εργαζόμενοι και οι φοιτητές συνέρχονται σε αυτή συνειδητά, συναντιούνται, συνομιλούν, σπάνε τον φόβο, καταθέτουν προτάσεις, διαφωνούν, αλλάζουν γνώμη, και τελικά αποκτούν τους καλύτερους όρους για να διευκρινίσουν και να κρίνουν τα ζητήματα και άρα να αποφασίσουν με τον πιο σωστό και δημοκρατικό τρόπο. Είναι η διαδικασία εκείνη κατά την οποία πραγματοποιείται ουσιαστικός διάλογος και αντιπαράθεση, είναι η διαδικασία με την οποία οι παρόντες κατανοούν τη δύναμή τους από την φυσική τους παρουσία στον ίδιο χώρο.
Η συμμετοχή 300 εικονιδίων σε μία on line συνέλευση έχει ελάχιστη δύναμη μπροστά στη συμμετοχή 80 ανθρώπων σε μία δια ζώσης γενική συνέλευση. Γιατί η φυσική παρουσία σηματοδοτεί συνείδηση μίας αναγκαιότητας, ξόδεμα χρόνου και άρα κόπου και είναι η διαδικασία εκείνη η οποία μπορεί να διασφαλίσει τα επόμενα βήματα μίας συλλογικής δράσης. Από αυτή την άποψη δεν μπορεί να υπάρχει καμία νομιμοποίηση των διαδικτυακών συνελεύσεων και εθισμός σε μια τέτοια πρακτική στο όνομα των συνθηκών καραντίνας. Οφείλουμε να ζητούμε την πραγματοποίηση πραγματικών γενικών συνελεύσεων λαμβάνοντας τα αναγκαία υγειονομικά μέτρα. Αντίστοιχα δέκα χιλιάδες υπογραφές δεν έχουν παρά μια ελάχιστη δύναμη και δυναμική μπροστά στον κοινό βηματισμό χιλίων ανθρώπων που συγκεντρώνονται σε κοινό τόπο για να διαμαρτυρηθούν.
Το διαδίκτυο και οι όποιες δυνατότητες παρέχει σαφώς και μπορούν να αξιοποιούνται επικουρικά της συλλογικής δράσης, δεν μπορούν όμως να δώσουν απάντηση και λύσεις στην αδυναμία και τη δυσκολία συσπείρωσης των εργαζομένων στα σωματεία, τους φοιτητικούς συλλόγους και τη συνδικαλιστική δράση. Η εξοικείωση των εργαζομένων και των φοιτητών με μορφές επικοινωνίας και «διαμαρτυρίας», που δεν προϋποθέτουν την έξοδο από το σπίτι, την κοινή συνάντηση και τον κοινό βηματισμό με τους συναδέλφους, αποτελεί αρνητική παρακαταθήκη για το κίνημα. Σήμερα, που καταστέλλεται το δικαίωμα στην συγκέντρωση και τη διαδήλωση, το δικαίωμα στην απεργία, το δικαίωμα της δημόσιας συνάθροισης, είναι αναγκαίες περισσότερο από ποτέ, οι δια ζώσης συλλογικές διαδικασίες και ο κοινός βηματισμός σε μαζικούς αγώνες και συγκεντρώσεις ενάντια στους αντιδραστικούς αντεργατικούς και αντιεκπαιδευτικούς νόμους, ενάντια στη διάλυση της δημόσιας υγείας, ενάντια σε μία ακραία αντιδραστική πολιτική που θέλει να βάλει στον πάγο το συνδικαλιστικό και λαϊκό κίνημα και να ποινικοποιήσει τις μορφές πάλης και τα όπλα του.