Μπήκαμε ήδη σε νέα πολιτική διαχείριση. Η ΝΔ εισέπραξε το μεγαλύτερο τμήμα της λαϊκής δυσαρέσκειας και αυτοδύναμη – πλέον – στο αστικό κοινοβούλιο τροχίζει τα μαχαίρια της. Όλα τα υπολείμματα του αστικού “κοινωνικού” κράτους βρίσκονται στο στόχαστρο. Η αγορά και η “αγοραία συνείδηση” κανοναρχούν στο κυρίαρχο σκηνικό και οι πάσης φύσεως ντόπιοι και ξένοι εργολάβοι δεν κρύβουν την αγαλλίασή τους από την νέα “βασιλεία”.
Έχουμε ξανατονίσει πως οι εκλογές γίνονται σε ξένο γήπεδο και είναι απολύτως αναγκαίο οι εργαζόμενοι και όλος ο λαός να απαλλαγούν από τις αλυσίδες των παραβάν και τη φενάκη του μαγικού χαρτιού που – τάχα – θ’ αλλάξει τη ζωή τους. Αν ήταν έτσι, η κοινωνία θα μετασχηματίζονταν απ’ όταν βρέθηκαν οι ψηφοφορίες ή τουλάχιστον από την ανακάλυψη του τυπωμένου χαρτιού.
Ωστόσο οι εκλογές είναι συνειδησιακό θερμόμετρο. Δεν αλλάζουν τα πράγματα αλλά μπορούν να δείχνουν, ως πυξίδα, την κατεύθυνση. Και αυτή δεν είναι άλλη παρά η συντηρητικοποίηση της πολιτικής και της κοινωνίας. Η κινητικότητα των αναζητήσεων βρίσκεται στα δεξιά του πολιτικού σκηνικού και, παρά των αποκλεισμό της ναζιστικής Χρυσής Αυγής από το κοινοβούλιο, τα εθνικοφρονικά – φασιστοειδή, πολεμοκάπηλα και ξενοφοβικά κόμματα και οργανώσεις αγγίζουν το 10% του εκλογικού σώματος. Είναι αξιοσημείωτο ζήτημα να ξέρεις πως ένας στους δέκα πολίτες που συναντάς στο δρόμο, στη δουλειά ή την γειτονιά βρίσκεται στο ακροδεξιό τμήμα του πολιτικού χάρτη. Το περίφημο κέντρο σαρώθηκε από τις συμπληγάδες του νέου δικομματισμού και η χώρα μας αποδείχνεται πολύ στενάχωρη για τους μεσοβέζικους “μέσους όρους” και τον μετεωρισμό των πολιτικών. “Εδώ είναι Βαλκάνια” και οι αντιθέσεις είναι πολύ βαριές για να ριζώσει η κεντρώα συνείδηση.
Σε ό,τι αφορά στην Αριστερά και τον ρεφορμισμό (ΚΚΕ) για μία ακόμη φορά λεηλατήθηκε από τα διλήμματα που ήταν σκληρότερα από το λόγο για την υπέρβασή τους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, πότε με το πραγματικό του πρόσωπο, πότε με το προσωπείο και τη φιλολαϊκή μεταμφίεσή του, εισπήδησε στα χώματα της Αριστεράς κραδαίνοντας την ρομφαία του αντιδεξιού μετώπου.
Όλη του η προεκλογική τακτική (συνθήματα, διαφήμιση) ήταν ακριβώς αξονισμένη σ’ αυτό το μοτίβο. Ο υπαρκτός μπαμπούλας της δεξιάς αποδείχτηκε ισχυρότερος από την προσπάθεια να “αδιαβροχοποιηθεί” το δυναμικό και η πολιτική βάση των κομμάτων και οργανώσεων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αναφέρονται στην Αριστερά.
Αυτά είναι αδιαμφισβήτητα γεγονότα και δεν μπορεί να τα καλύψει η τρέχουσα ανάλυση και ο φιλολογικός φερετζές.
Ωστόσο τα δύσκολα και τα ενδιαφέροντα βρίσκονται μπροστά μας. Το καζάνι της σοβούσας κρίσης βράζει και οι βαλβίδες εκτόνωσης, όσο κι αν έχουν “γανωθεί” από την συνδιαχειστιστική λογική του ΣΥΡΙΖΑ, αδυνατούν να εκτονώσουν τη λαϊκή οργή που θα ενταθεί και θα επιταθεί. Άλλωστε πρέπει να ‘χουμε κατά νου μόνιμα, σχολαστικά και επίμονα πως η ταξική πάλη εξαρτάται κυρίως από τον πολιτικοκοινωνικό παρανομαστή.
Έχει τη σημασία του ποιος βρίσκεται στα ρετιρέ της αστικής διαχείρισης. Έχει όμως διπλή και τριπλή σημασία να βλέπουμε και εργαζόμαστε για το δυνάμωμα των “από κάτω”. Αν η νέα κυβέρνηση θα τα βρει σκούρα ή αν θα βαδίσει σε ροδοπέταλα εξαρτάται από την οργάνωση, το βάθος και πλάτος των αγώνων που αναπόφευκτα επωάζονται και θα ξεσπάσουν.
Η δεξιότερη μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ σε συνδυασμό με την αγριότητα και κυνικότητα της ΝΔ θα γεννήσουν ανέμους και θύελλες. Γι’ αυτό το λόγο τώρα χρειάζεται να ανοιχτούμε μακρύτερα και να σκάψουμε βαθύτερα.
Όμως αν η 7η Ιούλη αφήνει μια στυφή πολιτική γεύση, ωστόσο “ούτε θα φοβηθούμε, ούτε θα κλάψουμε”.
Να γίνουμε ένα με το λαϊκό σώμα και να βρεθούμε στο “κεφάλι” των πορειών, να φτιάχνουμε κόκκινες βάσεις και να ανασαίνουμε – αν χρειαστεί – μ’ ένα καλάμι.
Αναγνώστη, καλούς αγώνες !!