Νησί αφιλόξενο ξερό και κρύο, έτσι με είπαν
Μα εγώ είμαι μια λωρίδα γης στο Αιγαίο
Με δέρνουν οι ανέμοι από παντού
Με κόρη μοιάζω που ολοδέρνομαι και κλαίω
Όμως αντέχω αιώνες τώρα τα χτυπήματα
Κι είχα μια τύχη που άλλη γης ποτέ δεν είχε
Το χώμα μου κι οι πέτρες μου δεχτήκανε
Της Λευτεριάς το Σώμα ν ακουμπήσει
Κι έγινα φως μοναδικό κι αστείρευτο
Που φέγγει απ την Ανατολή μέχρι τη Δύση.
Ας λεν πως είμαι κρύα κι αφιλόξενη
Εγώ ψιθύρισα στ αυτί χιλιάδων
Μόλις εδώ τους σέρνανε αιμόφυρτους
Τους είπα: «όπως εγώ θ αντέξετε κουράγιο».
Πάνω στο σώμα μου κουρνιάσανε, το αίμα τους
Πότισε τα ξερά μου μονοπάτια
Μαζί κι οι δυο το θάνατο λυγίσαμε
Του κόσμου να φωτίσουν τα σκοτάδια.
Νησί αφιλόξενο δεν είμαι ούτε κρύο
Τη λευτεριά στους κόρφους μου την κράτησα
Τα σώματά μας σμίξαν γίναν ένα
Ξεπέρασαν το φόβο και το θάνατο
Έγιναν σύμβολο του κόσμου και… φοβέρα.
Τρέμουν της γης οι τύρανοι κι οι αγύρτες
Σκιάζονται οι δολοφόνοι στ άκουσμά μας
Κρύβονται οι τρίδουλοι κι οι λοποδύτες
Ακούν από μακρυά τα βήματά μας.
Κ.Π. Μάης 2022