Σαν κρεσέντο της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής, ήχησαν οι περιχαρείς ευχαριστίες του Τούρκου προέδρου προς τους «έντιμους Ευρωπαίους που εναντιώθηκαν κατά των κυρώσεων προς την Τουρκία». Και πράγματι, έχει κάθε λόγο να επαίρεται ο Ερντογάν, αφού ούτε το πλαίσιο διαλόγου Ελλάδας-Τουρκίας με θέμα την υφαλοκρηπίδα και τις ΑΟΖ υιοθετήθηκε, ούτε το εμπάργκο όπλων συζητήθηκε, ούτε οι παλαιότερες «δεσμευτικές» αναφορές της Ε.Ε. για την ευρωπαϊκή αντίδραση στις τουρκικές προκλήσεις τηρήθηκαν, ούτε οι συμφωνηθείσες τιμωρητικές κυρώσεις στη Σύνοδο του περασμένου Οκτώβρη βάσει των ευρωπαϊκών Συνθηκών επιβλήθηκαν.
Μετά το πρωτοφανές φιάσκο, είναι βέβαιο ότι η Τουρκία θα συνεχίσει την ίδια επεκτατική πολιτική, καταπατώντας πλήρη κυριαρχία (12 μίλια) και κυριαρχικά δικαιώματα σε Ελλάδα και Κύπρο, με τους Μητσοτάκη και Αναστασιάδη να παρακολουθούν υποτελείς και αμήχανοι τις αρνητικά εξελισσόμενες ευρωτουρκικές δράσεις.
Το κείμενο συμπερασμάτων για άλλη μία φορά διαλύει τις αυταπάτες και τα παραμύθια των αστικών κομμάτων που εκτιμούν ότι η τουρκική επιθετικότητα μπορεί να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών και ΝΑΤΟϊκών αποφάσεων και πως «τα σύνορα της Ελλάδας και Κύπρου είναι σύνορα της Ε.Ε.». Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ κατηγορούν την κυβέρνηση Μητσοτάκη γιατί δεν απέρριψε την γερμανική πρόταση, ξεχνώντας και τη δική τους ακραιφνώς φιλοΕΕ και φιλοΝΑΤΟϊκή πολιτική που για δεκαετίες καταδίκασε τη χώρα να σέρνεται αλυσοδεμένη στους ιμπεριαλιστές της Ε.Ε. και των ΗΠΑ, με τις καταστροφικές συνέπειες τριών Μνημονίων και τη σαρωτική επέκταση των αμερικανονατοϊκών στρατιωτικών βάσεων. Βεβαίως οι δημαγωγίες Μητσοτάκη συνεχίζονται, μετά τη δήλωση του ότι «η Ε.Ε. έκανε ένα βήμα το οποίο αποτελεί την πιο ισχυρή μέχρι σήμερα προειδοποίηση στην Τουρκία να αλλάξει συμπεριφορά», την ίδια στιγμή που η Ε.Ε. –μετά και την υιοθέτηση Μητσοτάκη της θέσης για πλήρη κυριαρχία στα 6 μίλια- βγάζει από το κάδρο του διαλόγου το αποκλειστικό θέμα της διευθέτησης των θαλασσίων ζωνών στην Ανατ. Μεσόγειο και το Αιγαίο (υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ) και υιοθετεί –ουσιαστικά- την πρόταση Ερντογάν για ένα υπό διαμόρφωση πολυμερή διάλογο με όλα τα ζητήματα της Μεσογείου ανοιχτά, χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Στην περίπτωση αυτή ( δηλ. της εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση), η πολιτική θέση της κυβέρνησης της Δεξιάς αποκαλύπτεται, καθώς, μετά από ένα «διάλογο» επί πολλών θεμάτων, ακόμα και ένας απ’ ευθείας ελληνοτουρκικός «διάλογος» ή ακόμα και η προσφυγή στη Χάγη θα αθροίζουν ένα σύνολο τουρκικών απαιτήσεων που θα επιμεριστούν αναλόγως.
Αλλά και πέρα απ’ αυτό, η Σύνοδος πρόσφερε στον Τούρκο πρόεδρο την ικανοποίηση της απαλοιφής ολόκληρης της παραγράφου 20 της Συνόδου της 1ης Οκτώβρη που αφορούσε στα μέτρα της Ε.Ε. έναντι των τουρκικών προκλήσεων με παραπομπή στα άρθρα 29 και 215 των ευρωπαϊκών Συνθηκών. Τα τωρινά συμπεράσματα αρκούνται στο να αναφέρουν ότι: «…Η Ε.Ε. παραμένει αποφασισμένη να υπερασπιστεί τα δικά της συμφέροντα, όπως και των χωρών-μελών της ως προς τη διατήρηση της περιφερειακής σταθερότητας…», χωρίς καμία απολύτως υπόμνηση επιλογών και μέσων ή παραπομπής στα σχετικά άρθρα.
Τέλος, η φιλοτουρκική στάση της Γερμανίας με την προειλημμένη απόφαση της Μέρκελ να μην υπάρξουν περαιτέρω κινήσεις μέχρι τον Δεκέμβρη –που κυριολεκτικά μονοπώλησε τις αποφάσεις της Συνόδου- εκδηλώθηκε στην εξής πρόταση διαλόγου: «Η προσφορά (διαλόγου) παραμένει στο τραπέζι υπό τον όρο ότι η Άγκυρα θα δείξει την ετοιμότητα να προωθήσει μια πραγματική συνεργασία με την Ένωση και τα κράτη-μέλη της, καθώς επίσης να επιλύσει τις διαφορές μέσω του διαλόγου και με βάση το διεθνές δίκαιο».
Στο μεταξύ, δόθηκε εντολή στον ύπατο εκπρόσωπο Εξωτερικών της Ε.Ε., Ζ. Μπορέλ «…να υποβάλει κι άλλη Έκθεση σχετικά με τις πολιτικές, οικονομικές και εμπορικές σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας, καθώς επίσης για εργαλεία και επιλογές που μπορούν να υιοθετηθούν, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής της απόφασης του Νοέμβρη του 2019». Θυμίζουμε πως η απόφαση του 2019 αφορούσε κυρώσεις σε δύο πρόσωπα του τουρκικού μονοπωλίου πετρελαίου ΤΡΑΟ για τις γεωτρήσεις στην ΑΟΖ της Κύπρου. Με λίγα λόγια, το μόνο «μέτρο» που ενδέχεται να πάρει το κοινοτικό ιερατείο είναι να προσθέσει κάνα-δύο ακόμα ονόματα στην υπάρχουσα λίστα, και να τους επιβάλλει κάποιες κυρώσεις. Αυτό είναι, κατά τον Μητσοτάκη, το «η Ε.Ε. έκανε ένα βήμα». Από την πλευρά του ο Ερντογάν δεν κρύβει την ικανοποίησή του δηλώνοντας πως θα «αλλάξει σελίδα»γιατί «η Τουρκία επιθυμεί να επανεκκινήσουν οι συνομιλίες με την Ε.Ε. εξετάζοντας την κατάσταση στο σύνολό της στη βάση κοινών συμφερόντων».
Σαν συμπέρασμα μπορούμε να πούμε πως οι Ευρωπαίοι πιέζουν την –έτσι κι αλλιώς εξαρτημένη από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα- κυβέρνηση Μητσοτάκη, να αποδεχθεί ένα «διάλογο», με όλα τα ζητήματα ανοιχτά προς τις τουρκικές επιδιώξεις. Και προφανώς κάτι τέτοιο θα γίνει, από μία αστική τάξη η οποία είναι ζυμωμένη με τον ενδοτισμό, την υποχωρητικότητα, το συμβιβασμό, τον εθνικισμό και την πατριδοκαπηλία.
Η πρόσφατη Σύνοδος Κορυφής παραμέρισε το ζήτημα των κυρώσεων (χωρίς ωστόσο να το εγκαταλείψει, όπως άλλωστε μέχρι τώρα) και τον πρώτο λόγο θα πάρει η προσπάθεια σύγκλησης ενός στημένου ευρωΝΑΤΟϊκού «διαλόγου» με όλους τους ενδιαφερόμενους, που στόχο θα έχει να καμφθούν οι όποιες ελληνικές αντιρρήσεις και να ρυθμιστούν τα θέματα των θαλάσσιων συνόρων στην Ανατ. Μεσόγειο, η ενέργεια, η ασφάλεια, οι μεταφορές, η μετανάστευση και φυσικά η «συνεκμετάλλευση» του Αιγαίου, με βάση τα ευρωΝΑΤΟΪκά συμφέροντα και στη βάση των τουρκικών απαιτήσεων. Μέχρι τότε οι Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι (μέσω του ΝΑΤΟ) δουλεύουν για να στρώσουν το έδαφος ενός ακόμα επώδυνου συμβιβασμού της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης πάνω στο ζήτημα του «γκριζαρίσματος» του Αιγαίου, που είναι ουσιαστικά ζήτημα εθνικής ανεξαρτησίας.
Ιωσήφ Σταυρίδης
16 Δεκέμβρη 2020