Η ηγεσία του ΚΚΕ έχει επιδοθεί σε μια συστηματική καλλιέργεια εντυπώσεων για τη στάση της την ημέρα του Πολυτεχνείου, διεκδικώντας εύσημα και περγαμηνές αδιάλλακτης αγωνιστικής στάσης απέναντι στις κυβερνητικές απαγορεύσεις.
Παράλληλα, από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης θάφτηκε κάθε άλλη κινητοποίηση και δεν προβλήθηκε παρά μόνο η κινητοποίηση των μελών του ΚΚΕ.
Είναι όμως τα πράγματα έτσι που τα παρουσιάζει η ηγεσία του ΚΚΕ;
Απέναντι στην χουντικής κοπής κυβερνητική απαγόρευση για τον τριήμερο εορτασμό, το ΚΚΕ -πάρα τα μεγαλόστομα πομπώδη και παχιά λόγια που ξεστόμιζε το διάστημα πριν το Πολυτεχνείο- στην πραγματικότητα θέλησε να επαναλάβει ό,τι έκανε και την Πρωτομαγιά. Όταν η κυβέρνηση επέλεξε να κηρύξει τη λήξη της καραντίνας 48 ώρες μετά την Πρωτομαγιά, χωρίς να εξαιρέσει τις συγκεντρώσεις από τη γενική απαγόρευση, αποκαλύπτοντας τους σκοπούς της, που και τότε όπως και τώρα στόχευαν στο χτύπημα των κινητοποιήσεων.
Το ΚΚΕ με πλήρη μυστικότητα από τους εργαζόμενους, συμβολικά όπως είπε, έδωσε εξετάσεις στην πραγματικότητα όταν συγκεντρώθηκε στο Σύνταγμα, όπου το πρωτεύον ήταν όχι η Εργατική Πρωτομαγιά άλλα η προβολή του «υπεύθυνου κόμματος» που τηρεί με ανατριχιαστική ευλάβεια τα υγειονομικά μέτρα όπως τα όρισε η κυβέρνηση. Και αυτό το μήνυμα της «υπευθυνότητας» και της συμμόρφωσης έστελνε η ηγεσία του ΚΚΕ σε κάθε κατεύθυνση.
Ακόμη και αυτές τις μυστικές, συμβολικές κινήσεις το ΚΚΕ τις πραγματοποίησε κάτω από την πίεση οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που -παρά το κλίμα και τους αρνητικούς συσχετισμούς- αψήφησαν τις απαγορεύσεις και κάλεσαν τους εργαζόμενους σε μαζικές συγκεντρώσεις. Το ίδιο έκαναν και τώρα στην επέτειο του Πολυτεχνείου τόσο το Μ-Λ ΚΚΕ όσο και άλλες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, που κάλεσαν το λαό να τιμήσει την ηρωική εξέγερση συνδέοντάς την με την πάλη του λαού μας στο σήμερα, και πρώτα από όλα απέναντι στην πολιτική απαγόρευση, με τον κύριο τρόπο που μπορεί να γίνει αυτό για να έχει αποτέλεσμα, με τη μαζικότητα.
Αντίθετα η ηγεσία του ΚΚΕ και στο Πολυτεχνείο έπραξε ό,τι και την Πρωτομαγιά, όπως ακριβώς το διατυπώνει ο Κουτσούμπας σε άρθρο του στα ΝΕΑ:
«… ήξερε (η κυβέρνηση) από την Πρωτομαγιά, ότι ο φετινός γιορτασμός, λόγω των ειδικών συνθηκών, δεν θα ήταν μια πορεία χιλιάδων που κατακλύζουν τους δρόμους μέχρι την Αμερικάνικη πρεσβεία, αλλά συμβολικές εκδηλώσεις, με μέτρα προστασίας, σύμφωνα με τις υποδείξεις των υγειονομικών, και αποφυγής μαζικής καθόδου όπως άλλες χρονιές».
Επαναλαμβάνει ατόφιο ο Κουτσούμπας το κυβερνητικό αφήγημα και θέτει στου καραβιού την πλώρη όχι τις ανάγκες του λαού και των εργαζομένων να εκφράσουν τα αντικυβερνητικά και αντιιμπεριαλιστικά αισθήματα καταδίκης μιας πολιτικής που βάζει το λαό μας σε μεγάλους κινδύνους, αλλά τις ανάγκες της κυβέρνησης που -με πρόσχημα και όπλο την πανδημία- περιστέλλει τα πολιτικά δικαιώματα και τις ελευθερίες, διαμορφώνοντας κλίμα άγριας καταστολής και απαγορεύσεων.
Παρά όμως τις διαβεβαιώσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ και παρά το προηγούμενο της Πρωτομαγιάς, η κυβέρνηση -φοβούμενη τις μαζικές αποδοκιμασίες- ξέσκισε τη μάσκα της δήθεν υγειονομικής προστασίας που φορούσε, με τη φασιστική «απαγόρευση των συναθροίσεων άνω των τριών καθ’ άπασα την επικράτεια για τον τριήμερο εορτασμό του Πολυτεχνείου» και αποκάλυψε το μίσος της απέναντι ειδικά στην επέτειο του Πολυτεχνείου και την πρόθεσή της να βάλει στο γύψο τις διαδηλώσεις και τις κινητοποιήσεις χωρίς να εξαιρέσει κανένα.
Η διαφορά σε σχέση με την Πρωτομαγιά είναι στο ότι οι μήνες που πέρασαν αποκάλυψαν στα μάτια του λαού το πραγματικό πρόσωπο της κυβέρνησης της Δεξιάς. Ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις και νεολαίας αντιλαμβάνονται τις πραγματικές επιδιώξεις της κυβέρνησης, που δεν έχουν σχέση με την υγειονομική προστασία του λαού. Πλατιά στρώματα της κοινωνίας τώρα βρίσκονται μπροστά σε οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα και έχουν κάνει ορισμένες διαπιστώσεις και έχουν βγάλει ορισμένα συμπεράσματα, με το φούντωμα της ανεργίας και των λουκέτων, με την καθίζηση μισθών και εισοδημάτων, με την απραξία της κυβέρνησης και την εγκατάλειψη του δημόσιου συστήματος υγείας, με τα ψίχουλα για το λαό και τα πλουσιοπάροχα δώρα για το μεγάλο κεφάλαιο, με το φιάσκο της τηλεκπαίδευσης, με τις πελώριες και κραυγαλέες αντιφάσεις των επιστημονικών επιτροπών, με το φούντωμα της άγριας καταστολής, των προστίμων και της τρομοκρατίας.
Η μεγάλη διαφορά βρίσκεται στο ότι η κυβερνητική πολιτική δέχεται πλέον ισχυρές κοινωνικές πιέσεις, συναντά πολύ μεγαλύτερα εμπόδια και αμφισβήτηση μέσα στο λαό και ενισχύει τα πιο δεξιά αντανακλαστικά και επιδιώξεις της, που την οδήγησαν στις φασιστικής πνοής απαγορεύσεις του Πολυτεχνείου, σπρώχνοντας το Μητσοτάκη να στραφεί ακόμη και απέναντι στο ΚΚΕ, ραγίζοντας μια σχέση αβροφροσύνης και συνεργασίας με βαθιές ρίζες, από την περίοδο της κυβέρνησης Τζαννετάκη το ’89 που διαρκεί μέχρι σήμερα. Που πάνω της εγγράφεται το κλίμα μιας «εθνικής ομοψυχίας», όπως αποτυπώνεται στα ελληνοτουρκικά ζητήματα, στην «ασύμμετρη απειλή» των προσφύγων, στην ομοψυχία στην υγειονομική κρίση.
Κάτω από αυτές τις πιέσεις οδηγήθηκε η ηγεσία του ΚΚΕ να κάνει στροφή, να προτείνει και να συνυπογράψει κοινό κείμενο διαμαρτυρίας με το ΣΥΡΙΖΑ και το ΜΕΡΑ 25. Το κοινό κείμενο των τριών κομμάτων -παρά το ότι διαμόρφωσε ένα μέτωπο απέναντι στο χουντικό παραλήρημα της κυβέρνησης, που τώρα βρίσκει τη συνέχειά του στην προσφυγή του φασίστα Φαήλου Κρανιδιώτη και την άμεση ενεργοποίηση εισαγγελικής έρευνας για τη στάση των τριών αρχηγών, δείχνοντας την άψογη λειτουργία και τη συνεργασία του τριγώνου κυβέρνησης, ακροδεξιάς και εισαγγελίας- δεν έδωσε ωστόσο καμία διέξοδο στο λαό, στους εργαζόμενους, στο δημοκρατικό και αριστερό κόσμο να αντιδράσουν. Δεν κάλεσε τον λαό σε καμιά έμπρακτη, μαζική απόδοση τιμής στο Πολυτεχνείο και στο ουσιαστικό και έμπρακτο σπάσιμο της απαγόρευσης, επειδή καμιά από τις δυνάμεις αυτές δεν το ήθελε.
Με το κοινό κείμενο η ηγεσία του ΚΚΕ πρόσφερε στο ΣΥΡΙΖΑ και στο ΜΕΡΑ 25 άλλοθι αγωνιστικότητας και αριστεροσύνης, τη στιγμή που βρισκόταν σε πολιτική σύμπλευση με την κυβέρνηση σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα, καθώς και στην πολιτική των απαγορεύσεων για το Πολυτεχνείο. Ο δε Βαρουφάκης την επόμενη μέρα προσέφυγε στο ΣΤΕ που έκρινε συνταγματική τη αστυνομική απαγόρευση, δίνοντας νομιμοποιητικό πάτημα στην κυβέρνηση.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ συμβολικά κατέθεσε στεφάνι στην ΕΑΤ ΕΣΑ με 50 άτομα, ο Βαρουφάκης πορεύτηκε με 9 βουλευτές και το ΚΚΕ με 200 – 300 άτομα επίσης συμβολικά παρατάχθηκε μπροστά στο Μέγαρο Μουσικής. Έτσι, ουσιαστικά, τα τρία κόμματα κινήθηκαν στο ίδιο μήκος κύματος, κάτω από τα μέτρα της υγειονομικής προστασίας, όπως ήθελε η κυβέρνηση.
Η δεύτερη συγκέντρωση του ΚΚΕ το μεσημέρι στα Προπύλαια, που δέχτηκε την καταστολή της κυβέρνησης, δεν αλλάζει το συμβολικό χαρακτήρα της στάσης του ΚΚΕ που μυστικά απευθύνθηκε και κινητοποίησε μερικές εκατοντάδες μέλη του. Τα εκατοντάδες σωματεία, Εργατικά κέντρα και Ομοσπονδίες, σε όλη τη χώρα, το «αδιάλλακτο ταξικό κίνημα» που προβάλλει το ΚΚΕ έμειναν άπραγοι απέναντι στην κυβερνητική απαγόρευση να παρακολουθούν από τις οθόνες, όπως επέλεξαν η κυβέρνηση και η ηγεσία του ΚΚΕ.
Το ίδιο ακριβώς έπραξε το ΚΚΕ και στην απεργία της 26 Νοέμβρη.
Αφού προπαγάνδιζε με πηχυαίους τίτλους από το Ριζοσπάστη την απεργία, σηκώνοντας σκόνη υποτιθέμενης αδιαλλαξίας και αγωνιστικής στάσης, καλώντας σε συμμετοχή στην απεργία, ταυτίστηκε ως γνήσιος εκπρόσωπος του ρεφορμισμού με τις άλλες ρεφορμιστικές ηγεσίες της ΑΔΕΔΥ και του ΕΚΑ που -ενώ κήρυξαν απεργία- δεν κάλεσαν σε απεργιακή συγκέντρωση, υποτασσόμενοι στα ψευδεπίγραφα υγειονομικά μέτρα της κυβέρνησης, υποτασσόμενοι στο κλίμα της κυβερνητικής τρομοκρατίας.
Ενώ αράδιαζε τις προηγούμενες μέρες ο Ριζοσπάστης τις «αγωνιστικές απεργιακές αποφάσεις» των εκατοντάδων σωματείων, ομοσπονδιών και εργατικών κέντρων που ελέγχει το ΚΚΕ και που αποτελούν υποτίθεται το αυθεντικό ταξικό κίνημα, όχι μόνο δεν προγραμμάτισε και δεν οργάνωσε οποιαδήποτε συγκέντρωση, αλλά απέκρουσε και τις πιέσεις που ασκήθηκαν μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα από δυνάμεις που πρότειναν απεργιακό κάλεσμα, δρώντας σαν κυματοθραύστης μιας πραγματικά αγωνιστικής και μαζικής απεργιακής συγκέντρωσης.