9.000 λιγότερες θέσεις εισακτέων, σε σχέση με πέρσι, προσφέρονται στους φετινούς υποψήφιους των πανελλαδικών εξετάσεων!
Σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Παιδείας ο συνολικός αριθμός εισακτέων στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, στην ΑΣΠΑΙΤΕ και στις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες, για το ακαδημαϊκό έτος 2022-2023 ανέρχεται σε 68.394 (στους οποίους θα προστεθούν και οι εισακτέοι στις Στρατιωτικές και Αστυνομικές Σχολές και στις Ακαδημίες της Πυροσβεστικής, του Εμπορικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος).
Θυμίζουμε ότι πέρσι (2021) ο αντίστοιχος αριθμός εισακτέων ήταν 77.415 ( ο οποίος και αυτός είχε μειωθεί κατά 555 σε σχέση με το 2020).
Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι πρόκειται για ρεκόρ μείωσης θέσεων από τη μια χρονιά στην άλλη τα τελευταία 20 τουλάχιστον χρόνια για να μην μιλήσουμε για παλιότερα.
Λίγες μέρες πριν η υπουργός Παιδείας κ. Κεραμέως είχε δηλώσει σε συνέντευξή της, ανάμεσα σε άλλα, ότι «θα μειώσουμε τους εισακτέους στα κεντρικά πανεπιστήμια και θα τους αυξήσουμε στα περιφερειακά» αλλά δεν είχε αφήσει καμιά υπόνοια για συνολική μείωση θέσεων και μάλιστα τέτοιας έκτασης.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο σχεδιασμός του Υπουργείου Παιδείας στην αρχή του χρόνου ήταν η μείωση των θέσεων εισακτέων να ήταν συνέπεια των δεκάδων τμημάτων που είχε σκοπό να συγχωνεύσει ή να καταργήσει. Μιλάμε για τα τμήματα τα οποία με την εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής είχαν αποψιλωθεί από εισακτέους. Ωστόσο οι προτάσεις του Υπουργείου Παιδείας για αναδιάταξη του Πανεπιστημιακού χάρτη (με άλλα λόγια να αποφασίσουν οι διοικήσεις των Πανεπιστημίων ποια τμήματα θα συγχωνευθούν ή θα κλείσουν) συνάντησε τις σταθερές αντιδράσεις της Συνόδου Πρυτάνεων, των συνδικαλιστικών οργάνων των Πανεπιστημιακών και κυρίως τις αντιδράσεις των φοιτητών.
Έτσι το επιτελείο του υπουργείου Παιδείας αποφάσισε να δράσει το ίδιο σαν «ψαλιδοχέρης» και να προχωρήσει στο πρωτοφανές αυτό κόψιμο θέσεων εισακτέων.
Ωστόσο πέρα από τη μείωση των εισακτέων το υπουργείο Παιδείας προχώρησε και σε μια άλλη «ύπουλη» κίνηση, στο κόψιμο θέσεων στα κεντρικά Πανεπιστήμια, εκεί δηλαδή που υπάρχει η μεγαλύτερη ζήτηση καθώς εκεί κατοικοεδρεύει και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Συγκεκριμένα και για παράδειγμα στο ΕΚΠΑ από 6.913 θέσεις πέρσι φέτος προσφέρονται 6.326, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από 6.396 θέσεις εισακτέων πέρσι φέτος προσφέρονται 5.714, στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών από 1.501 θέσεις εισακτέων πέρσι, πάμε στις 1.045 φέτος, στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής από 4.857 πάμε φέτος στις 4.343 θέσεις εισακτέων και «τράβα κορδέλα».
Αν με μια κίνηση, ως δρεπανηφόρο άρμα (με τροχούς την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής και τη μείωση των εισακτέων), το υπουργείο Παιδείας κόβει και πάλι την είσοδο σε χιλιάδες υποψηφίους από τα «αποδυτήρια», πριν να αρχίσει ο «αγώνας», ένας άλλος αθέατος κόφτης, ήδη στήνεται: Η παγίδα της ανακατανομής των θέσεων εισακτέων.
Να το πούμε καθαρά: Η μείωση των θέσεων εισακτέων σε Αθήνα – Θεσσαλονίκη όπου κατοικοεδρεύει η πλειονότητα των υποψηφίων σε συνδυασμό με το υψηλό, στη χώρα μας, ιδιωτικό κόστος σπουδών για τους σπουδαστές εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας, εισάγει έντεχνα και ύπουλα στους τελευταίους και στις οικογένειές τους ένα κεντρικό δίλημμα: Ή να σπουδάσει το παιδί σε σχολή εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας -που συνήθως δεν είναι και της επιλογής του- και να κοστίσει 7-8.000€ ετησίως ή να απευθυνθεί στα κολέγια, που το ΥΠΑΙΘ φρόντισε το πτυχίο τους να έχει πλέον τα ίδια εκπαιδευτικά και επαγγελματικά δικαιώματα, που θα κάνουν τις «σπουδές» της επιλογής τους, που θα ολοκληρώσουν τις «σπουδές» τους νωρίτερα και απλά θα χρεωθούν κάτι παραπάνω. Υπάρχει και τρίτος δρόμος: Η εισαγωγή σε Πανεπιστήμιο εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας είναι για κάποιους ένας αθέατος αποκλεισμός.
Ένας νέος αθέατος αποκλεισμός
Η μείωση του αριθμού εισακτέων στα Πανεπιστήμια Αθήνας – Θεσσαλονίκης, δηλαδή στα αστικά κέντρα όπου κατοικοεδρεύει η πλειονότητα των υποψηφίων της χώρας (άρα υπάρχει αυξημένη ζήτηση) είναι σίγουρο ότι αφενός δημιουργεί ανοδικές τάσεις στις βάσεις εισαγωγής τους, αφετέρου, αποκλείει μεγαλύτερο αριθμό υποψηφίων σε σχέση με πέρσι ή πρόπερσι.
Όπως είναι γνωστό και αποδεικνύεται και με τα υπάρχοντα στατιστικά δεδομένα, οι σχολές και τα τμήματα των ΑΕΙ των μεγαλύτερων αστικών κέντρων της χώρας προσελκύουν τον μεγάλο όγκο των υποψηφίων. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την απουσία φοιτητικής μέριμνας που έκανε απαγορευτικό σε υποψήφιους χαμηλών εισοδημάτων να φοιτήσουν σε σχολή εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας, δημιούργησε ένταση των ανισοτήτων αφού ακόμη και η επιτυχία σε μια σχολή δεν σήμαινε και τη δυνατότητα φοίτησης για τον υποψήφιο. Ακόμη χειρότερα φέτος θα είναι τα πράγματα, καθώς οι οικονομικές συνθήκες είναι πιο επιβαρυμένες για μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού γεγονός που αυξάνει την αγωνία και το άγχος χιλιάδων υποψηφίων όχι μόνο για το αν θα πετύχουν την είσοδό τους στο Πανεπιστήμιο αλλά και για την περίπτωση να μην υπάρχει η δυνατότητα οικονομικής κάλυψης της φοίτησής τους μετά την εισαγωγή τους.
Το γεγονός ότι στα περιφερειακά τμήματα δεν μειώνονται οι θέσεις εισακτέων πιθανόν να μετριάσει τις ανοδικές τάσεις των βάσεων εισαγωγής και τον αποκλεισμό υποψηφίων. Ωστόσο είναι σίγουρο ότι, για πολλούς υποψήφιους που θα πετύχουν την είσοδό τους σε σχολή εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας ή εκτός πραγματικών επιλογών τους, θα σημαίνει «εικονική επιτυχία», κοντολογίς χωρίς περιεχόμενο. Και αυτό γιατί η οικονομική αδυναμία στήριξης των σπουδών τους γρήγορα θα τους αναγκάσει να τις παρατήσουν αυξάνοντας έτσι το ποσοστό των λεγόμενων «μη ενεργών φοιτητών», που, από την άλλη, είναι και κριτήριο για καταργήσεις ή συγχωνεύσεις τμημάτων.
Βαθαίνει η αντικοινωνική πολιτική
Συνεχώς το υπουργείο Παιδείας παράγει μια «νομιμότητα» που αντιστρατεύεται τη λογική και την ηθική. Αλήθεια, ποιος παίρνει υπόψη του τις συνθήκες εγκλεισμού και την απουσία ζωντανής τάξης πέντε μήνες τώρα για τους φετινούς υποψηφίους και ποια είναι η ηθική του υπουργείου Παιδείας, που επιλέγει αυτόν ακριβώς τον χρόνο για να εφαρμόσει την πιο ταξική πολιτική του;
Είναι φανερό ότι η εξέλιξη αυτή θα προκαλέσει και νέα χαρακιά στο ταλαιπωρημένο, ιδιαίτερα φέτος, σώμα των υποψηφίων. Το γεγονός ότι στα περιφερειακά τμήματα δεν μειώνονται οι θέσεις εισακτέων μοιάζει σαν μια πρόσκληση σε ανεπιθύμητους καλεσμένους, όταν είναι γνωστό ότι η οικονομική δυσπραγία θα τους αποτρέπει από το να τη δεχτούν.
Γιατί πόσα νοικοκυριά πλέον μπορούν, σε αυτές τις συνθήκες φτώχειας και ανεργίας, να σπουδάσουν τα παιδιά τους σε Πανεπιστήμιο εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας;