Καθώς το νέο νομοσχέδιο για τα εργασιακά και τον συνδικαλιστικό νόμο μπαίνει στην τελική ευθεία της κατάθεσής του στη Βουλή, το έδαφος προλειαίνεται από την κυβέρνηση με μια προπαγάνδα εξωραϊσμού του.
Ειδικά τις τελευταίες μέρες, η συζήτηση γύρω από τα σημεία αιχμής του νομοσχεδίου βρίσκεται όλο και πιο συχνά στην επικαιρότητα και αφιερώνεται σε αυτό μεγάλη μερίδα του ημερήσιου αστικού τύπου, ενώ ο ίδιος ο Χατζηδάκης εμφανίζεται καθημερινά στα κανάλια δίνοντας συνεντεύξεις, διαφημίζοντας τον νόμο του, ο οποίος μάλιστα, όπως υποστηρίζει με θράσος, «πρόκειται να προστατεύσει τους εργαζόμενους και την εργασία». Για τον υπουργό «το νομοσχέδιο έρχεται να απαντήσει σε πραγματικές ανάγκες και να τροποποιήσει την εργασιακή νομοθεσία, η οποία σε μεγάλη κλίμακα ισχύει από το 1982. Από τότε έχουν περάσει 40 περίπου χρόνια, έχει μπει στη ζωή μας η τηλεργασία, το ίντερνετ κλ.π». Η ειρωνεία είναι πως το κυβερνητικό νομοσχέδιο θέλει να εμφανίσει σαν “εκσυγχρονισμό” της νομοθεσίας του 1982 αλλαγές στην εργασιακή νομοθεσία που παραπέμπουν σε εργασιακά καθεστώτα και όρους εργατικής εκμεταλλευσης που ίσχυαν στις αρχές του 20ου αιώνα και παλιότερα!
Στον πυρήνα του νομοσχεδίου εκτός από το χτύπημα στη συνδικαλιστική δράση, την κατάργηση του 8ωρου -μέσω της καθιέρωσης 10ωρης δουλειάς, με «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας, την ενίσχυση της «ευελιξίας» με την παραπέρα εδραίωση των ατομικών συμβάσεων εργασίας- ανήκουν και διατάξεις για τη “ρύθμιση” της τηλεργασίας.
Η θεσμοθέτηση της τηλεργασίας, με βάση και την εμπειρία του τελευταίου χρόνου που αυτή εφαρμόστηκε εκτεταμένα, θα σημάνει την ενίσχυση μιας μορφής εργασιακής σχέσης όπου ο εργαζόμενος θα βρίσκεται υπό τον άμεσο ατομικό έλεγχο του εργοδότη και τα όρια ανάμεσα στον εργάσιμο και μη εργάσιμο χρόνο του θα είναι από δυσδιάκριτα έως ανύπαρκτα.
Η εφαρμογή της τηλεργασίας θέτει το ζήτημα του κόστους του απαραίτητου εξοπλισμού που μπορεί να φορτωθεί στον εργαζόμενο. Θέτει το ζήτημα της απομάκρυνσής του από την καθημερινή επικοινωνία του με τους συνάδελφούς του, γεγονός που σημαίνει απομόνωσή του και προσθήκη νεων εμποδίων στην οργάνωση της συνδικαλιστικής δράσης για τα κοινά εργασιακά προβλήματα..
Η επιχειρηματολογία του υπουργού ότι δήθεν η νέα ρύθμιση «κατοχυρώνει τα δικαιώματα των εργαζόμενων στην τηλεργασία, καθώς η κυβέρνηση υιοθετεί το δικαίωμα αποσύνδεσης, δηλαδή το δικαίωμα του εργαζομένου να μην απαντά σε κλήσεις και μηνύματα του εργοδότη για να προστατεύει έτσι την οικογενειακή και προσωπική του ζωή», αντηχεί πολύ υποκριτική καθώς όπως προβλέπει ο νόμος του, στόχος δεν είναι άλλος από την παραπέρα διεύρυνση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης.
Εξαιρετικά σημαντικό είναι πως το νομοσχέδιο προβλέπει ότι η τηλεργασία και οι όροι με τους οποίους θα παρέχεται από τον εργαζόμενο θα είναι προϊόν «ελεύθερης ατομικής διαπραγμάτευσης και συμφωνίας εργοδότη και εργαζόμενου», που σημαίνει χωρίς υπογραφή ΣΣΕ, θα ρυθμίζονται με ατομική συμφωνία εργαζόμενου-εργοδότη, ζητήματα όπως ο τρόπος απασχόλησης, αν δηλαδή θα είναι τηλεργασία πλήρους, μερικής ή εκ περιτροπής εργασία, ημερήσιο ωράριο-“λάστιχο” με συνδυασμό τηλεργασίας και εργασίας στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης, όπως και το μέγα θέμα της κατανομής του 8ωρου, εργάσιμη εβδομάδα διάρκειας 30-50 ωρών την εβδομάδα (με συνδυασμό 6ωρης και 12ωρης απασχόλησης, εκτίναξη του επιτρεπομένου ορίου υπερωριών στις 150, για όλους τους κλάδους της οικονομίας)
Ο υπουργός Εργασίας, Κ. Χατζηδάκης, στην προσπάθειά του να εξωραΐσει το νέο νομοθετικό έκτρωμα που ετοιμάζει, αναφέρεται γενικώς και αορίστως σε δικλίδες (δε θα επιτρέπονται κάμερες ασφαλείας, τον απαραίτητο εξοπλισμό θα αναλαμβάνουν οι εργοδότες) που θα προστατεύουν τους εργαζόμενους, όταν ο καθένας αντιλαμβάνεται ποιος θα θέτει τους όρους των ατομικών συμβάσεων και τελικά των πραγματικών όρων εργασίας που οι εργαζόμενοι θα αναγκάζονται να υποστούν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ηγεσία ΓΣΕΕ, που εδώ και πολύ καιρό λάμπει δια της απουσίας της και της αφωνίας της, έχει ήδη αποδεχθεί την θεσμοθέτηση της τηλεργασίας σε συμφωνία που έχει υπογράψει με εργοδοτικές ενώσεις. Η συμφωνία προβλέπει τον ορισμό της τηλεργασίας, τον οικειοθελή χαρακτήρα της για εργαζομένους και εργοδότες, αλλά και την παροχή “ασφαλιστικών δικλίδων” ώστε η άρνηση ενός εργαζομένου να αποδεχθεί την τηλεργασία να μην αποτελεί από μόνη της αιτία διακοπής της εργασιακής σχέσης, ούτε τη μεταβολή των όρων και συνθηκών απασχόλησης…
Ας την ενημερώσει, κάποιος, πρώτο, ότι πρόσφατα υπήρξε απόλυση εργαζομένου με την αιτιολογία ότι δεν είχε εξασφαλίσει γρήγορη ταχύτητα σύνδεσης στο Internet ώστε να μπορεί να επικοινωνεί απρόσκοπτα με τη μητρική επιχείρηση. Και, δεύτερο, πως ακόμη και η πιο μικρή βελτίωση μιας εργατικής ρύθμισης δεν πρόκειται να γίνει ποτέ με συνδικαλιστική γραμμή που καθηλώνει κάθε εργατική κινητοποίηση και για τα “μάτια του κόσμου” αρκείται -όποτε το θυμάται κι αυτό μεσα στη γραφειοκρατική απάθειά της – σε μια τυπική ανακοίνωση κάποιας “πρότασης” για “διάλογο”.