Ομολογία της καταστροφής, που έφερε η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ
η επίσημη «εκκωφαντική» σιωπή για την επέτειο των 20 χρόνων ευρώ
Ενώ τα κυβερνητικά επιτελεία περνάνε τις «εξετάσεις» της 13ης αξιολόγησης και τα τεχνικά κλιμάκια των Βρυξελλών έχουν ήδη ξανά καταφθάσει στην Ελλάδα και ελέγχουν τα ελληνικά υπουργεία για την επίτευξη των όσων έχει υπαγορεύσει το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας της ΕΕ στην οικονομική πολιτική της Ελλάδας, υπενθυμίζοντας σε τι ταπεινωτικό καθεστώς εξάρτησης από τους ιμπεριαλιστές ηγεμόνες τής ΕΕ έχουν οδηγήσει την Ελλάδα οι ελληνικές κυβερνήσεις, σχετικές πληροφορίες που δημοσιεύονται στον αστικό τύπο δεν κρύβουν το «άγχος» που υπάρχει για το αν, με ποια μορφή και πόσο θα συνεχισθεί αυτή η μνημονιακού τύπου ασφυκτική και ταυτόχρονα εξευτελιστική επιτήρηση.
Έτσι την ώρα που συμπληρώνονται 20 χρόνια από την ένταξη της χώρας στην Οικονομική Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) και την καθιέρωση του ευρώ ως κοινού νομίσματος, ο απολογισμός από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ και στην ΕΕ εξακολουθεί να γίνεται, για την οικονομική ζωή του ελληνικού λαού και της χώρας, όλο και πιο βαρύς. Εξαιτίας, ακριβώς, αυτής της αμείλικτης πραγματικότητας δεν είναι τυχαίο και δε μένει απαρατήρητο πως, από πλευράς της κυβέρνησης και των ένθερμων υποστηρικτών του ευρώ και της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΕ, αυτή η στρογγυλή επέτειος περνάει εντελώς σιωπηλά.
Ενώ τα κυβερνητικά επιτελεία περνάνε τις «εξετάσεις» της 13ης αξιολόγησης και τα τεχνικά κλιμάκια των Βρυξελλών έχουν ήδη ξανά καταφθάσει στην Ελλάδα και ελέγχουν τα ελληνικά υπουργεία για την επίτευξη των όσων έχει υπαγορεύσει το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας της ΕΕ στην οικονομική πολιτική της Ελλάδας, υπενθυμίζοντας σε τι ταπεινωτικό καθεστώς εξάρτησης από τους ιμπεριαλιστές ηγεμόνες τής ΕΕ έχουν οδηγήσει την Ελλάδα οι ελληνικές κυβερνήσεις, σχετικές πληροφορίες που δημοσιεύονται στον αστικό τύπο δεν κρύβουν το «άγχος» που υπάρχει για το αν, με ποια μορφή και πόσο θα συνεχισθεί αυτή η μνημονιακού τύπου ασφυκτική και ταυτόχρονα εξευτελιστική επιτήρηση.
Αν και διοχετεύεται δημόσια ως «επιθυμία» της κυβέρνησης το να δοθεί «με τη σύμφωνη γνώμη των θεσμών ένα τέλος» στην ενισχυμένη εποπτεία, ως τα μέσα του 2022, και να αποσπασθεί για μετά το 2022 υπόσχεση πιο «ήπιων» πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων, ωστόσο, η ανησυχία και η αμφιβολία για το αν αυτό θα γίνει είναι ολοφάνερη. Γεγονός που το επιβεβαιώνει είναι και το ότι στην αποστολή του Έλληνα υπουργού Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρα στο Γιουρογκρούπ, που συμμετείχε αυτήν την εβδομάδα (αλλά και στο Συμβούλιο Οικονομικών (Ecofin) που θα ακολουθήσει), εμφανίστηκε «η αναζήτηση συμμάχων» για να αντιμετωπίσει την αναμενόμενη «σκληρή στάση» για τη δημοσιονομική πειθαρχία του υπουργού Οικονομικών της νέας Γερμανικής κυβέρνησης, που έκανε την πρώτη παρουσία του στο Γιουρογκρούπ.
Τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας, όπως το αυξανόμενο τεράστιο κρατικό χρέος (πάνω από 200% του ΑΕΠ) και το αμείωτο μεγάλο πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα του ελληνικού κράτους (πάνω του 7%), σε συνδυασμό με παράγοντες όπως η πανδημία και το κύμα ακρίβειας που έχουν επιδεινώσει την οικονομική κρίση, είναι στοιχεία που δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι η ΕΕ θα τα χρησιμοποιήσει για δώσει συνέχεια στο δημοσιονομικό οικονομικό «σφίξιμο» και σε μια εποπτεία μνημονιακού τύπου. Με την επιβολή πρόσθετων οδυνηρών οικονομικών «προαπαιτούμενων» για την επίτευξη των στόχων «εξυπηρέτησης» των υποχρεώσεων του ελληνικού κράτους προς τους δανειστές αλλά και για τη χορήγηση χρηματοδοτήσεων και δανείων, όπως αυτών του «Ταμείου Ανάκαμψης». Η τοποθέτηση του νέου Γερμανού υπουργού Οικονομικών Λίντνερ, σε πρόσφατη συνέντευξή του, πως πρέπει να κλείσει η στρόφιγγα των «παροχών» και να υπάρξει δημοσιονομικός περιορισμός και το 2022, ώστε το 2023 να επανέλθουν οι κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας για το χρέος και τα ελλείμματα, προεξοφλεί προς τα πού θα ωθηθούν τα πράγματα από την ΕΕ την επόμενη περίοδο και το τι περιμένει ακόμα τον ελληνικό λαό.
***
Έτσι την ώρα που συμπληρώνονται 20 χρόνια από την ένταξη της χώρας στην Οικονομική Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) και την καθιέρωση του ευρώ ως κοινού νομίσματος, ο απολογισμός από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ και στην ΕΕ εξακολουθεί να γίνεται, για την οικονομική ζωή του ελληνικού λαού και της χώρας, όλο και πιο βαρύς. Εξαιτίας, ακριβώς, αυτής της αμείλικτης πραγματικότητας δεν είναι τυχαίο και δε μένει απαρατήρητο πως, από πλευράς της κυβέρνησης και των ένθερμων υποστηρικτών του ευρώ και της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΕ, αυτή η στρογγυλή επέτειος περνάει εντελώς σιωπηλά.
Καθώς η πολιτική της οικονομικής καταστροφής, της μεγάλης και ραγδαίας φτωχοποίησης που έχει υποστεί η χώρα στη δεκαετία των μνημονίων προεκτείνεται, η προπαγάνδα για «καλύτερες μέρες» που θα έρχονταν με το ευρώ, οι υποσχέσεις πως η Ελλάδα γινόταν «ισχυρή», για το ότι η χώρα θα «ευημερούσε» και το επίπεδο της οικονομίας της θα «συνέκλινε» με εκείνο των μεγάλων καπιταλιστικών χωρών της ΕΕ και τα άλλα παρόμοια «πανηγύρια» που στήθηκαν τον Ιανουάριο του 2002 από την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ σε συγχορδία με όλα τα κόμματα του αστικού συστήματος που ήταν θιασώτες της ένταξης στην ΕΕ και στην ΟΝΕ -από τη ΝΔ ως το ΣΥΝασπισμό- αντηχούν σήμερα ηχηρά ως μια κολοσσιαία απάτη. Με την πάροδο των χρόνων και ειδικά την τελευταία δεκαετία, μετά την οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008, η χρεοκοπία της χώρας και η επέλαση των μνημονίων που έχει επακολουθήσει, συνεχίζοντας να αφήνει πάνω στο σώμα της χώρας και του ελληνικού λαού οικονομικά ερείπια, αποκάλυψε πως η Ελλάδα με την ένταξή της στην ΕΕ μπήκε σε μια πορεία ακριβώς αντίστροφη από εκείνη που επαγγέλλονταν οι υποστηρικτές της.
Η ένταξη στην ΟΝΕ και στο σύστημα του ευρώ δεν αποτέλεσε παρά ένα ακόμα σκαλοπάτι σε αυτήν την καταστροφική πορεία. Προηγήθηκε -με την είσοδο στην ΕΟΚ και στη συνέχεια στην ΕΕ- η επιβολή εξοντωτικών όρων «προσαρμογής» για την ελληνική οικονομία. Όροι που ονοματίζονται ψευδεπίγραφα ως «κοινές ρυθμίσεις για την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά» και αφορούν την κίνηση των προϊόντων, των υπηρεσιών, των κεφαλαίων και του εργατικού δυναμικού, ως «κοινή εμπορική πολιτική», ως «κοινή αγροτική και αλιευτική πολιτική» κλπ. Αλλά στην πραγματικότητα, είναι όροι που καθόρισαν οι μεγάλες ευρωπαϊκές καπιταλιστικές χώρες (πρώτα απ’ όλα η Γερμανία και η Γαλλία) με συνθήκες και θεσμούς που είναι κομμένοι και ραμμένοι στα δικά τους ιμπεριαλιστικά συμφέροντα και ανοίγουν το δρόμο στα δικά τους ισχυρά μονοπώλια και επιχειρήσεις να αλώσουν τις αγορές, τον πλούτο και τις οικονομίες των πιο αδύναμων χωρών, όπως η Ελλάδα.
Οι όροι αυτοί από το 2002 συμπληρώθηκαν και με εκείνους που έφερε η θέσπιση «κοινού» νομισματικού συστήματος και η καθιέρωση του ευρώ ως ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Το σύστημα του ευρώ σήμανε την κατάργηση της ανεξαρτησίας κάθε εθνικού κράτους στη χάραξη της νομισματικής πολιτικής του, κατάργηση -ουσιαστικά- της εθνικής τράπεζάς του. Εκχωρήθηκε στην ΟΝΕ η εξουσία κάθε εθνικού κράτους να καθορίζει τη χρηματική κυκλοφορία του (προσφορά χρήματος, επιτόκια κλπ), τη συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματός του, την κίνηση κεφαλαίων. Η νομισματική πολιτική -μια ακόμα πολύ σημαντική πλευρά της οικονομικής πολιτικής- παραδόθηκε στα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπου τον πρώτο λόγο για τις αποφάσεις της έχουν η Γερμανία και τα ισχυρότερα ευρωπαϊκά ιμπεριαλιστικά κράτη και με βάση τα συμφέροντα των οικονομιών αυτών των χωρών διαμορφώνεται, ουσιαστικά, η νομισματική πολιτική των χωρών της ΟΝΕ τα τελευταία 20 χρόνια.
Η νομισματική πολιτική, ως γνωστό, είναι βασικό αναπόσπαστο τμήμα και εργαλείο τής οικονομικής πολιτικής κάθε κράτους που το χρησιμοποιεί για τη λειτουργία, την ανάπτυξη και την αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομίας του και το κράτος έχει την εξουσία στον καθορισμό της, για να τη διαμορφώνει σε αντιστοιχία με τις ανάγκες της οικονομίας του. Η θεμελιώδης μεταβολή που επήλθε, με την επιβολή ως «κοινής» -ανάμεσα σε χώρες που έχουν άνισα επίπεδα και διάρθρωση οικονομιών- μιας νομισματικής πολιτικής που καθορίζεται ουσιαστικά από τις επιδιώξεις των οικονομιών των μεγάλων ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών κρατών, όπως η Γερμανία, δεν μπορούσε παρά να έχει -και αυτό αποδείχτηκε- αποτελέσματα που θα ευνοούσαν τα τελευταία, θα μετέφεραν πλούτο σε αυτά από τις ασθενέστερες οικονομικά χώρες, όπως η Ελλάδα, και θα επέφεραν τη μεγαλύτερη εξάρτηση των τελευταίων από τα πρώτα.
Σε συνθήκες ξεσπάσματος οικονομικής κρίσης, η αφαίρεση του εργαλείου της νομισματικής πολιτικής οδηγεί σε μεγαλύτερο αφοπλισμό στην αντιμετώπισή της. Και αυτό δεν έχει παρά σαν συνέπεια μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα οι κυβερνήσεις να προωθούν ακόμα πιο σκληρά και εκτεταμένα αντιλαϊκά μέτρα, τη λεγόμενη «εσωτερική υποτίμηση», δηλαδή, τις μαζικές απολύσεις, το τσάκισμα των εργασιακών σχέσεων, τις γενικευμένες άγριες περικοπές των μισθών, των συντάξεων, της κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας. Αυτό, δηλαδή, που έγινε και συνεχίζεται να γίνεται με τα μνημόνια, την ενισχυμένη εποπτεία και τις πολιτικές «δημοσιονομικής πειθαρχίας» της ΕΕ στην Ελλάδα, η οποία την τελευταία δεκαετία μέσα στην κρίση βίωσε το ευρώ και ως μέσο του πιο ωμού και ανελέητου εκβιασμού της από τις ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
20 χρόνια μετά την καθιέρωση του ευρώ, που πρόσθεσε ένα ακόμα σημαντικό κρίκο στην εξάρτηση της χώρας μας από την ΕΕ, ο ελληνικός λαός συνεχίζει να πληρώνει ακριβά αυτήν την πολιτική των κυβερνήσεων της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης αλλά και να κατανοεί την ανάγκη να παλέψει ενάντιά της και για την έξοδο της Ελλάδας από την ΕΕ.