Η τραγωδία των σεισμών σε Τουρκία και Συρία ανέδειξε τη γνήσια αλληλεγγύη των λαών που στις δύσκολες στιγμές επιβεβαιώνουν τους πανανθρώπινους δεσμούς που τους ενώνουν. Ωστόσο το δράμα του τούρκικου λαού επανέφερε στο προσκήνιο και τη λεγόμενη «διπλωματία των σεισμών». Ένα νέο τοπίο φαίνεται πως διαμορφώνεται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά την άμεση στήριξη που προσέφερε η χώρα μας στη γείτονα ύστερα από τον φονικό σεισμό.
Έχοντας στρωμένο τον δρόμο από καιρό με την υπόδειξη προς Αθήνα και Άγκυρα «βρείτε τα», οι ισχυροί ευρωατλαντικοί «εταίροι» επιδιώκουν να συγκρατήσουν αρραγές το δυτικό μπλοκ. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η σπουδή της κυβέρνησης Μητσοτάκη να προσφέρει βοήθεια στη γειτονική χώρα, που την παραμονή του φονικού κτυπήματος του Εγκέλαδου οι κυβερνήτες της απειλούσαν ότι θα «έρθουν ξαφνικά ένα βράδυ». Η κυβερνητική ευαισθησία είναι προκλητικά επιλεκτική. Μητσοτάκης και Ερντογάν προσάρμοσαν κατά τα άλλα την αλληλεγγύη τους για τους πολύπαθους Σύρους σεισμόπληκτους στις απάνθρωπες ιμπεριαλιστικές κυρώσεις ενάντια στη Δαμασκό.
Η πρόσφατη τραγωδία υποχρεώνει τον Ερντογάν και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο να εστιάσει στο εσωτερικό της χώρας του και να μην ανοίξει μέτωπα προς το εξωτερικό. Αυτό σημαίνει πως αναμένεται να περιοριστεί προσωρινά η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και να πέσουν οι τόνοι ενάντια στη Δύση, από την οποία άλλωστε περιμένει βοήθεια.
Η αλλαγή πλεύσης από την τουρκική πλευρά φάνηκε και στο θερμό κλίμα που επικράτησε στην πρόσφατη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών. Τις σεισμόπληκτες περιοχές της Αντιόχειας επισκέφτηκε -πρώτος από την ΕΕ- την περασμένη Κυριακή ο υπουργός Εξωτερικών, Δένδιας, τον οποίο υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες ο Τούρκος ομόλογός του, Τσαβούσογλου. Η επίσκεψη Δένδια έγινε εν ονόματι της αδιαμφισβήτητης αλληλεγγύης του ελληνικού προς τον σκληρά δοκιμαζόμενο τουρκικό λαό. Ο πραγματικός σκοπός της ωστόσο δεν είναι άλλος παρά να δρομολογήσει ξανά τις ήδη δρομολογημένες διαδικασίες μιας προηγούμενης φάσης, που είχαν ανακοπεί απότομα από τον Ερντογάν. Τότε, οι διαδικασίες ενός ελληνοτουρκικού «διαλόγου» είχαν ξεκινήσει με παρέμβαση της Γερμανίας και του Καγκελάριου Σολτς, επιδιώκοντας ενδονατοϊκή «διευθέτηση» με τη στήριξη των ΗΠΑ, σε βάρος των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και με ενδεικτικές σχετικές κινήσεις «καλής θέλησης», όπως στο ζήτημα που έθετε η Τουρκία περί «αποστρατιωτικοποίησης» των νησιών. Μια ενδονατοϊκή «διευθέτηση» γίνεται τώρα πιο άμεσος σκοπός έχοντας πλέον για οδηγό τις ΗΠΑ, και μεταξύ άλλων αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούν οι επισκέψεις Μπλίνκεν σε Αθήνα και Άγκυρα.
Οι δύο υπουργοί εμφάνισαν τον καταστροφικό σεισμό σαν καταλύτη διευθετήσεων. Ο Τσαβούσογλου υποστήριξε πως «δεν πρέπει να περιμένουμε ακόμα έναν σεισμό για να βελτιώσουμε τις διμερείς μας σχέσεις» και έκφρασε την ελπίδα ότι «θα καταβάλουμε προσπάθεια για να επιλύσουμε τις μεταξύ μας διαφορές μέσω διαλόγου». Επίσης, τόνισε πως η επίσκεψη Δένδια δείχνει τη συμπαράσταση και την αλληλεγγύη του ελληνικού λαού προς τους Τούρκους. Ο Δένδιας ανταπάντησε ότι «θα ήθελα να προσυπογράψω απολύτως αυτό το οποίο είπε προηγουμένως ο Μεβλούτ». Πρόσθεσε μάλιστα πως «η προσπάθεια της Ελλάδας να βοηθήσει τον τουρκικό λαό και την τουρκική κοινωνία να ξεπεράσει αυτό το μεγάλο πλήγμα δεν σταματάει εδώ» και ότι έχει εντολή Μητσοτάκη να διαβεβαιώσει ότι «η Ελλάδα θα κάνει ό,τι μπορεί για να στηρίξει την Τουρκία σε αυτήν τη δύσκολη στιγμή, είτε διμερώς είτε στο πλαίσιο της συμμετοχής της στην ΕΕ».
Ο Μητσοτάκης καθημερινά σχεδόν σπεύδει να διαβεβαιώσει ότι θέτει τις δυνατότητες της ελληνικής πολιτείας στη διάθεση της Τουρκίας και επαναλαμβάνει την ετοιμότητά του να συναντηθεί με τον Ερντογάν. Σε πρόσφατη τοποθέτησή του σημείωσε χαρακτηριστικά: «πιστεύω ότι μέσα από αυτό το δράμα ίσως προκύψει κάτι καλύτερο και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Κρατώ τη δήλωση του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών, ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν καλύτερα». Και κατάληξε «μακάρι πράγματι να προκύψει κάτι θετικό από αυτή την καταστροφή».
Το κλίμα επαναπροσέγγισης των κυβερνήσεων Τουρκίας – Ελλάδας προβάλλουν και μια σειρά Ευρωπαϊκά ΜΜΕ. Το γερμανικό περιοδικό «Stern» έγραψε: «Ευκαιρία για ειρήνη: Η Ελλάδα δείχνει αλληλεγγύη στον προαιώνιο εχθρό της». Στο ίδιο μοτίβο στην ιστοσελίδα του δεύτερου καναλιού της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ZDF δημοσιεύεται ρεπορτάζ με τον τίτλο «Βοήθεια από την Ελλάδα» και υπότιτλο «Παρά τις πολλές εντάσεις, η Ελλάδα έστειλε σωστικά συνεργεία στην Τουρκία. Η συμπαράσταση των πολιτών στην Ελλάδα είναι μεγάλη. Ο πρόεδρος Ερντογάν και ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης συνομίλησαν και πάλι». Η «Stuttgarter Zeitung» αναρωτήθηκε σε άρθρο της «οι εχθροί θα γίνουν τώρα φίλοι; (…) Ανοίγει τώρα ένα παράθυρο επαναπροσέγγισης;», παρατηρώντας ότι «η προσέγγιση είναι πιο δύσκολη, καθώς ο κατάλογος των επίμαχων ζητημάτων είναι πολύ μεγαλύτερος σήμερα απ’ ό,τι το 1999».
«Είναι μια σημαντική παρουσία, αυτή του Έλληνα υπουργού εξωτερικών, Νίκου Δένδια, εδώ στην Τουρκία. Είναι ο πρώτος υπουργός εξωτερικών χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος επισκέπτεται τις περιοχές της Τουρκίας που επλήγησαν από τον σεισμό», μετέδωσε η ανταποκρίτρια της δημόσιας ιταλικής τηλεόρασης, Rai, από την Κωνσταντινούπολη. Και το ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων Ansa, υπογράμμισε ότι η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες που έκφρασαν συλλυπητήρια στην Τουρκία και που κινητοποιήθηκαν με αποστολή βοήθειας.
Χαρακτηριστική και ανάρτηση βίντεο από την υποδοχή Δένδια στην Αττάλεια, του Αμερικανού πρέσβη στην Άγκυρα, Φλέικ, με το συνοπτικό σχόλιο: «Είναι υπέροχο…».
Το ελληνικό «παράδειγμα» ακολούθησε και η Αρμενία. Την Τουρκία επισκέφθηκε ήδη ο ΥΠΕΞ της Αρμενίας, καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη επαναπροσέγγιση των δύο κρατών. Έγινε γνωστό ότι ο επικεφαλής της διπλωματίας της Αρμενίας, Αραράτ Μιρζογιάν, συναντήθηκε με τον ομόλογό του, Τσαβούσογλου, και επισκέφθηκε μέλη της αποστολής μελών των υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης της χώρας του που συμμετέχουν στις προσπάθειες να σωθούν επιζώντες στα συντρίμμια κτιρίων. Μετά τον καταστροφικό σεισμό της 6ης Φεβρουαρίου, οι τουρκικές αρχές άνοιξαν συνοριακή διέλευση στη μεθόριο με την Αρμενία για να περάσουν διασώστες και ανθρωπιστική βοήθεια. Ήταν η πρώτη φορά που άνοιξαν τα σύνορα των δύο χωρών έπειτα από τριάντα χρόνια.